Ο Γλαύκος Κληρίδης έλεγε μια φοβερή φράση: «Οι πεινασμένοι και οι χορτάτοι δεν μπορούν να δώσουν μαζί αγώνες».
Εκείνοι που αδικούνται πάντως δεν είναι αυτοί που υπεραντιπροσωπεύονται στα κόμματα, στις επαγγελματικές και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αυτών ακούμε συχνά και δυνατά τη φωνή τους: προασπίζονται τα κεκτημένα του δημόσιου τομέα —μιλώ για τους μισθούς της τάξης των 3.000, 4.000 ευρώ και άνω— σε πλήρη διάσταση με την οικονομική πραγματικότητα που υπάρχει έξω από τον κόσμο των insiders. Ούτε είναι βέβαια οι διάφοροι μεγαλοεπιχειρηματίες που απολαμβάνουν ασυλία λόγω των ισχυρών πολιτικών τους διασυνδέσεων. Ούτε οι περισσότεροι γιατροί που δεν πληρώνουν όλους τους φόρους τους γιατί βγάζουν και μαύρα.
Εκείνοι που πραγματικά αδικούνται είναι οι millennials, οι πολιτικά αδύναμοι, εκτός των θεσμών αντιπροσώπευσης ή δεν έχουν γεννηθεί ακόμη (οι περίφημες «ερχόμενες γενιές»). Σύμφωνα με μια εξαιρετική μελέτη του Πανεπιστημίου του Stanford (2018), οι νέοι των 35-40 ετών, τα άτομα που αποτελούν τους millennials, έχουν μόλις 40% πιθανότητα να ξεπεράσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των γονιών τους, παρά το γεγονός ότι είναι η καλύτερα εκπαιδευμένη γενιά στην ανθρώπινη ιστορία. Η μελέτη σημειώνει ότι οι γονείς των millennials είχαν 90% αντίστοιχη πιθανότητα να ξεπεράσουν τους δικούς τους γονείς.
Πιο συγκεκριμένα, το 39% των πολιτών που έχουν γεννηθεί την περίοδο μεταξύ 1981 και 1996 έχουν δεχθεί μια ιδιαίτερα σημαντική αρνητική επίδραση στα χρηματοοικονομικά τους. Η μελέτη επισημαίνει ότι οι νεότερες γενιές αντιμετωπίζουν μια διπλή πρόκληση, από τη μια τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας και από την άλλη την έλλειψη επαρκών αποταμιεύσεων (λόγω της μικρής ηλικίας και του περιορισμένου χρόνου εργασίας τους) οι οποίες θα μπορούσαν να καλύψουν τις τυχόν απώλειες εισοδημάτων που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας. Κάτι πάει πολύ λάθος όταν οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούν καν να μπουν στην αγορά εργασίας, παρά την προσπάθεια που έχουν κάνει στη ζωή τους να αποκτήσουν μεγάλο απόθεμα γνώσεων.
Η εργατική Πρωτομαγιά θα έπρεπε να μιλά για τις μετανάστριες γυναίκες με τα καμένα χέρια από τα λάδια, που δουλεύουν με τρία ευρώ την ώρα στις κουζίνες των εστιατορίων της Λήδρας, τους ιδιωτικούς υπαλλήλους που δεν έχουν το δικαίωμα να αρρωστήσουν ή να πουν «όχι» στον εργοδότη τους. Η εργατική Πρωτομαγιά αφορά τους μικρομεσαίους στον ιδιωτικό τομέα, που μοχθούν καθημερινά σε κλίμα διαρκούς ανασφάλειας για να διατηρήσουν τις δουλειές τους και να μην βρεθούν στο ταμείο ανεργίας. Αφορά τους 40άρηδες και τους 50άρηδες γονείς που έμειναν άνεργοι και χωρίς ελπίδα να βρουν δουλειά. Τους χαμηλοσυνταξιούχους που τρέμουν μην τους τύχει καμιά ξαφνική αναποδιά στη ζωή τους: μια ακριβή βλάβη στο αμάξι τους ή ένας υψηλός λογαριασμός ρεύματος. Τους ντελιβεράδες που είναι μια δουλειά που άνθισε τα τελευταία χρόνια με την έκρηξη των φαγάδικων, που τη βρίσκεις εύκολα γιατί πάντα υπάρχει ζήτηση και το μόνο «προσόν» που χρειάζεται είναι να έχεις μηχανάκι. Κι όμως είναι ένα από τα πιο δύσκολα και επικίνδυνα επαγγέλματα της πόλης. Δεν περνά μέρα που να μην δούμε έναν ντελιβερά πεσμένο στον δρόμο.
Όχι άλλη απολίτικη και γενικόλογη αναφορά για τους αγώνες της εργατιάς. Όχι άλλους κάλπικους λόγους. Όχι άλλα κούφια συνθήματα. Συγκεκριμένες πολιτικές για αυτούς τους ανθρώπους. Έτσι θα είχε πραγματικό νόημα η Πρωτομαγιά.