Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ο κόσμος «χωρίστηκε» πολιτικά και οικονομικά. Η Ρωσία, πιο προετοιμασμένη μετά την περίοδο επιβολής κυρώσεων λόγω Κριμαίας, προχώρησε σε εμπορικές συμφωνίες με Κίνα, Ινδία, Ιράν και γενικότερα το τόξο των χωρών που συνθέτουν τους BRICS.
Η Κίνα (με την οποία ο κ. Τραμπ αφήνει περιθώρια συνεργασίας) την ίδια στιγμή θέλει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο διεθνές εμπόριο, μέσα από επενδύσεις σε υποδομές, ενίσχυση των εξαγωγών της και των αποθεμάτων του εθνικού της νομίσματος. Διαφαίνεται ότι, σημαντικές είναι οι επενδύσεις που έγιναν σε παγκόσμιο επίπεδο, ειδικότερα στην Αφρική και την Ασία.
Η Σαουδική Αραβία, μία από τις πλουσιότερες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ και να ενισχύει εμπορικές σχέσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο με τη Ρωσία και τους συμμάχους της. Μία από τις προτεραιότητες του νέου Αμερικανού Προέδρου είναι η αποκατάσταση των σχέσεων με τις αραβικές χώρες (ήδη από το διαδικτυακό βήμα της συνόδου στο Νταβός κάλεσε Σαουδική Αραβία και ΟΠΕΚ να μειώσουν τις τιμές του πετρελαίου, ανακοινώνοντας ότι, όπως έχει γραφτεί στον Τύπο, η πρώτη θα προχωρήσει σε επενδύσεις δισεκατομμυρίων στην Αμερική) ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξει αναθέρμανση του διαλόγου μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας (ήταν πολύ κοντά σε συμφωνία πριν την επίθεση της Χαμάς).
Από την άλλη οι ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία και Ευρώπη, αποτελούν το δεύτερο οικονομικό μπλοκ μετά τις κυρώσεις λόγω του Ουκρανικού. Οι ΗΠΑ αποτελούν ξεκάθαρα τον ηγέτη αυτής της ομάδας με την οικονομία τους να παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη, την ώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο και ο πυρήνας της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν οικονομική επιβράδυνση.
Η Ευρώπη φαίνεται να πληρώνει σημαντικό τίμημα της νέας τάξης πραγμάτων, ειδικά οι βιομηχανικές χώρες. Η αδυναμία της Γερμανίας και της Γαλλίας να παραμείνουν ανταγωνιστικές, η οικονομική επιβράδυνση και τα δημόσια οικονομικά, τα οποία χειροτερεύουν, προβληματίζουν τους αναλυτές για την πορεία της ευρωζώνης.
Οι πράσινες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτούν μεγάλες μεταβολές σε παραγωγή και σημαντικές νέες επενδύσεις, κάτι που δεν εφαρμόζεται σε όλον τον κόσμο, π.χ. στην Κίνα και τώρα στις ΗΠΑ με την έξοδο από τη Συμφωνία του Παρισιού, με τον ίδιο τρόπο, δημιουργώντας ανταγωνιστικές ανισορροπίες.
Με την εκλογή του ο κ. Τραμπ παρουσιάζεται ένθερμος υποστηρικτής της «εθνικοποίησης» των οικονομιών και ειδικά αυτής των ΗΠΑ. Μια αλλαγή σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο που εν πολλοίς, οι ίδιες οι ΗΠΑ είχαν δημιουργήσει.
H ιστορία καταγράφει την επιτυχία του «Σχεδίου Μάρσαλ», που υιοθέτησαν οι Αμερικανοί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την Ευρώπη τότε να μετρά τις πληγές της από τον πόλεμο, οι ΗΠΑ, μέσα από ένα ισχυρό πακέτο ανοικοδόμησης δισεκατομμυρίων δολαρίων, προώθησαν την ανακατασκευή των υποδομών και των δικτύων μεταφορών, ενώ την ίδια στιγμή ενισχύθηκαν αφενός οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις και αφετέρου οι παραγωγικές μονάδες των εθνικών οικονομιών, που σε κάποιες περιπτώσεις είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά. Φυσικά, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν το δικό τους πλαίσιο ελέγχου.
Ο Τραμπ στοχεύει στο να δημιουργήσει μια ισχυρή εσωτερική οικονομία και μια κυρίαρχη εξωτερική οικονομική πολιτική, με ισχυροποίηση του δολαρίου, χρησιμοποιώντας ως «όπλο» τα μεγάλα αποθέματα ορυκτών καυσίμων.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες και τις πρώτες κινήσεις του επιβάλλει δασμούς σε εισαγόμενα προϊόντα, τονίζοντας ότι, όποιος θέλει να δραστηριοποιείται εντός των ΗΠΑ πρέπει να μεταφέρει μέρος των εργασιών του εκεί. Αναμένεται να περιορίσει τους φόρους εντός της Αμερικής, ενώ αμφισβητεί την εφαρμογή του ενιαίου παγκόσμιου φορολογικού συντελεστή, «απειλώντας» χώρες που τον εφάρμοσαν (ειδική νομοθεσία ψηφίστηκε και στην Κύπρο μετά από παρατηρήσεις της ΕΕ). Την ίδια στιγμή επαναλαμβάνει τον στόχο του να καταστήσει τις ΗΠΑ, κόμβο τεχνητής νοημοσύνης, κρυπτονομισμάτων και ορυκτών καυσίμων.
Από τη μία, τα μέτρα που στοχεύει να εφαρμόσει ο κ. Τραμπ, με την αύξηση της κατανάλωσης και την επιβολή των δασμών, ενδεχομένως να οδηγήσουν τις τιμές προς τα πάνω, από την άλλη, τονίζει ότι στόχος του είναι να μειώσει το κόστος ζωής των Αμερικανών πολιτών και να περιορίσει τον πληθωρισμό μέσα από ένα πλαίσιο απορρυθμίσεων, φορολογικών περικοπών και καταστολής της παράτυπης μετανάστευσης.
Στην ομιλία του στη Σύνοδο του Νταβός άσκησε κριτική σε όσους ευθύνονται για τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων, τονίζοντας ότι η προσφορά του πετρελαίου πρέπει να αυξηθεί ώστε να μειωθούν οι τιμές και να περιοριστούν οι αστόχευτες δαπάνες, περιορίζοντας τον πληθωρισμό και οδηγώντας σε μειώσεις επιτοκίων.
Σημειώνεται επίσης ότι, με κάθε ευκαιρία αναφέρεται στη δυσαρέσκειά του για τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν το εμπορικό ισοζύγιο με την Ευρώπη και παρουσιάζεται ελλειμματικό για τις ΗΠΑ. Αυτό «διορθώνεται» είτε με τη μείωση των εισαγωγών από την Ευρώπη ή την αύξηση των εξαγωγών προς αυτή, επισημαίνοντας ότι οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να καλύψουν τις ανάγκες της Ευρώπης σε φυσικό αέριο (LNG) και πετρέλαιο.
Την ίδια στιγμή η ευρωζώνη έχει να αντιμετωπίσει την πτώση του ευρώ καθιστώντας τις εισαγωγές ακριβότερες αλλά τις εξαγωγές όχι φθηνότερες και ανταγωνιστικές αν οι ΗΠΑ επιβάλουν δασμούς. Την ίδια στιγμή κατακρίνει ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος τα υψηλά τέλη στη Διώρυγα του Παναμά (λόγω ξηρασίας περιορίστηκαν οι διελεύσεις) και προετοιμάζεται για τη λήψη μέτρων.