Όταν ο πρώην Βρετανός Πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ παρενέβη πρόσφατα για να στηλιτεύσει την πολιτική της «πράσινης μετάβασης με το ζόρι» σε ό,τι αφορά τις κατοικίες δεν το έκανε από περιβαλλοντική άγνοια, το έκανε από πολιτικό ένστικτο. Προειδοποίησε για τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής και απώλειας εμπιστοσύνης σε κυβερνήσεις που επιβάλλουν υπερβολικές υποχρεώσεις στους πολίτες, χωρίς την ανάλογη στήριξη. Το μήνυμά του, που προκάλεσε κραδασμούς στη Ντάουνινγκ Στριτ, θα έπρεπε να ηχήσει σαν καμπανάκι και για τη Λευκωσία.
Η Οδηγία (ΕΕ) 2024/1275 για την Ενεργειακή Απόδοση των Κτηρίων, που τέθηκε σε ισχύ στις 28 Μαΐου 2024, δεν είναι απλώς μια τεχνική ρύθμιση. Είναι βαθιά πολιτική, γιατί επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητα των πολιτών και το πορτοφόλι τους. Κι όμως, στην Κύπρο, η συζήτηση γίνεται, αν γίνεται, σε γραφειοκρατικούς ψιθύρους, χωρίς καμία ξεκάθαρη στρατηγική από την κυβέρνηση. Η Οδηγία προβλέπει ότι όλα τα νέα δημόσια κτήρια από το 2028 και όλα τα νέα κτήρια από το 2030 πρέπει να είναι μηδενικών εκπομπών, ενώ από το 2025 απαγορεύονται οι επιδοτήσεις για λέβητες με ορυκτά καύσιμα. Παράλληλα, επιβάλλεται η εγκατάσταση ηλιακών συστημάτων όπου είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτό και προωθούνται Εθνικά Σχέδια Ανακαίνισης με δεσμευτικούς στόχους για το 2030, το 2040 και το 2050.
Όλα αυτά είναι ευπρόσδεκτα στο χαρτί, όμως η υλοποίησή τους προϋποθέτει θεσμική ικανότητα, πολιτική βούληση και πάνω απ’ όλα κοινωνική στήριξη. Και εδώ εντοπίζεται η κυπριακή υστέρηση. Η Κύπρος διαθέτει ένα από τα πιο ενεργοβόρα κτηριακά αποθέματα στην Ευρώπη, με χαμηλό ρυθμό ανακαινίσεων και ελάχιστα αποτελεσματικά εργαλεία στήριξης για τα νοικοκυριά. Ο κίνδυνος είναι σαφής: η πράσινη μετάβαση να μετατραπεί σε ταξική μετάβαση, με δυσανάλογο βάρος για τους οικονομικά ασθενέστερους.
Η κυβέρνηση, αντί να ανοίξει διάλογο με την κοινωνία, τη Βουλή και τους επαγγελματικούς φορείς, δείχνει να αντιμετωπίζει την Οδηγία ως ένα ακόμη γραφειοκρατικό καθήκον προς τις Βρυξέλλες. Πού είναι η δημόσια παρουσίαση του Εθνικού Σχεδίου Ανακαίνισης Κτηρίων; Πού είναι οι συσκέψεις με τις επαρχιακές διοικήσεις, τις τεχνικές υπηρεσίες και τα επαγγελματικά επιμελητήρια για να σχεδιαστεί ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα; Αντιθέτως, επικρατεί σιωπή, μία επικίνδυνη σιωπή. Η απουσία δημόσιας ενημέρωσης οδηγεί σε ένα δεύτερο, εξίσου σοβαρό πολιτικό ζήτημα: την απαξίωση των θεσμών. Όταν σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον των πολιτών λαμβάνονται ερήμην τους, η πολιτική εμπιστοσύνη διαβρώνεται. Η «ενεργειακή δημοκρατία» γίνεται κούφια έννοια και το έδαφος προετοιμάζεται για λαϊκή αντίδραση, όπως αυτή που ήδη φουντώνει στη Γαλλία, την Ιταλία ή ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ας είμαστε ξεκάθαροι: η μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές είναι αναγκαία και στρατηγικά ορθή. Όμως πρέπει να γίνει με κοινωνική δικαιοσύνη και πολιτική ευθύνη. Οι πολίτες πρέπει να νιώσουν συμμέτοχοι και όχι θύματα της αλλαγής. Η Κύπρος δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται με μια παθητική στάση, να ελπίζει σε παρατάσεις ή εξαιρέσεις και να μετακυλίει το κόστος στις επόμενες γενιές. Είναι καιρός η κυβέρνηση να βγει μπροστά με θάρρος, να παρουσιάσει ένα συνεκτικό σχέδιο, να θεσπίσει πραγματικά κίνητρα, να ενισχύσει τους ευάλωτους, να επενδύσει σε τεχνική εκπαίδευση και να κάνει την πράσινη μετάβαση υπόθεση όλων. Διότι, όπως σωστά υπενθύμισε ο Τόνι Μπλερ, οι μεταρρυθμίσεις χωρίς κοινωνική αποδοχή δεν είναι μεταρρυθμίσεις. Είναι συνταγές πολιτικής κατάρρευσης. Και σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης πολιτικής κόπωσης και χαμηλής εμπιστοσύνης στους θεσμούς, η Κύπρος δεν αντέχει άλλη μία αποτυχημένη μεταρρύθμιση.
*Μέλους ΠΓ ΔΗΣΥ