Του δρος Αντώνη Στ. Στυλιανού*
Τα σύγχρονα ζητήματα καινοτομίας συνδέονται άρρηκτα με το υφιστάμενο επιχειρηματικό περιβάλλον, την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα. Η καινοτομία αποτελεί μέρος του ευρύτερου οικοσυστήματος της ανάπτυξης και πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις ανταγωνιστικές πιέσεις, τις ανάγκες της αγοράς και τα ρυθμιστικά πλαίσια, απαιτώντας ευελιξία, επενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης και ενίσχυση της καινοτόμου κουλτούρας. Τονίζεται εξ υπαρχής, ότι η σχέση μεταξύ καινοτομίας και παραγωγικότητας/αποδοτικότητας είναι πάντα αμφίδρομη και δυναμική.
Στην εαρινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κύπρο καταγράφονται σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας στον τομέα της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, λόγω αδυναμιών στο οικοσύστημα καινοτομίας, ενός όχι επαρκώς υποστηρικτικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και δυσκολιών στην πρόσβαση σε χρηματοδοτικές ευκαιρίες. Το οικοσύστημα καινοτομίας παρουσιάζει κατακερματισμό και δεν υπάρχει σαφής μακροπρόθεσμη στρατηγική για την έρευνα και την καινοτομία (Ε&Κ), ενώ ο βαθμός των επενδύσεων στην έρευνα και την ανάπτυξη (Ε&Α) παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτοί οι παράγοντες εμποδίζουν την εμπορευματοποίηση της επιστημονικής γνώσης και τη δημιουργία ισχυρών δεσμών με ξένες τεχνολογικές εταιρείες.
Οι δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη στην Κύπρο είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δημόσια αποτύπωση στον τομέα Ε&Α ανήλθε μόλις στο 0,29% του ΑΕΠ το 2023, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 0,72%. Στον ιδιωτικό τομέα, η κατάσταση είναι ακόμη πιο ανησυχητική: οι δαπάνες Ε&Α των επιχειρήσεων μειώθηκαν στο 0,28% του ΑΕΠ, δηλαδή στο ένα πέμπτο του μέσου ευρωπαϊκού όρου (1,47%). Οι κυπριακές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση πέρα από τραπεζικά δάνεια, ενώ η πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια παραμένει περιορισμένη.
Παρότι το ερευνητικό έργο που παράγεται είναι ποιοτικό -το 11% των κυπριακών δημοσιεύσεων κατατάσσονται στο κορυφαίο 10% παγκοσμίως- η μετατροπή αυτής της γνώσης σε εμπορικά προϊόντα ή υπηρεσίες είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Το 2022, η Κύπρος υπέβαλε μόλις 0,7 αιτήσεις για πατέντες ανά δισ. ευρώ ΑΕΠ, σε σύγκριση με 2,8 στην ΕΕ. Η έλλειψη σαφούς νομικού πλαισίου για την εμπορευματοποίηση της έρευνας, αλλά και οι χαλαρές συνδέσεις μεταξύ πανεπιστημίων, επιχειρήσεων και οργανισμών στήριξης καινοτομίας, περιορίζουν την καινοτομική δυναμική της χώρας.
Οι δυσκολίες πρόσβασης σε χρηματοδότηση για νεοφυείς και καινοτόμες επιχειρήσεις αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους περιορισμούς. Τα τραπεζικά δάνεια καλύπτουν περίπου το 45% των χρηματοδοτικών αναγκών των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ποσοστό που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο της ΕΕ (27%). Το κυπριακό τραπεζικό σύστημα, αν και έχει υψηλή ρευστότητα, δεν διαθέτει εξειδικευμένα εργαλεία για επενδύσεις υψηλού κινδύνου, γεγονός που δυσκολεύει νεοφυείς επιχειρήσεις χωρίς ιστορικό πιστοληπτικής ικανότητας. Παράλληλα, η αγορά κεφαλαίων είναι υποανάπτυκτη, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 9,5% του ΑΕΠ έναντι σχεδόν 50% στην ΕΕ. Επιπλέον, η επενδυτική κουλτούρα παραμένει αδύναμη: μόνο το 3% των νοικοκυριών επενδύει σε επενδυτικά ταμεία, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ φτάνει το 10%. Αντίθετα, τα κυπριακά νοικοκυριά προτιμούν επενδύσεις σε ακίνητα ή αποταμιεύσεις. Τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία είναι κατακερματισμένα και δεν αξιοποιούν επαρκώς τις δυνατότητες για επενδύσεις στην τοπική οικονομία.
Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχει ενισχύσει την προσπάθεια για ανάπτυξη εναλλακτικών χρηματοδοτικών εργαλείων. Τον Δεκέμβριο του 2023 δημιουργήθηκε το Κυπριακό Επενδυτικό Ταμείο, το οποίο αναμένεται να ενισχύσει το οικοσύστημα κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου. Παράλληλα, σχεδιάζεται η ιδιωτικοποίηση του Χρηματιστηρίου Κύπρου με στόχο την προσέλκυση στρατηγικού επενδυτή και την ενίσχυση της αγοράς κεφαλαίων.
Επιπρόσθετα, ενυπάρχουν διοικητικά και ρυθμιστικά εμπόδια τα οποία περιορίζουν την επιχειρηματική δυναμική, ειδικά όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό βασικών τομέων της οικονομίας όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες και η ύδρευση. Παρότι το προσωπικό των δημόσιων επιχειρήσεων αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του εργατικού δυναμικού, πρόκειται για τομείς-μονοπώλια με μεγάλη σημασία. Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) κατέδειξε ότι η εταιρική διακυβέρνηση των δημόσιων επιχειρήσεων δεν ευθυγραμμίζεται με τα διεθνή πρότυπα, ενώ παραμένει ασαφής η διαδικασία επιλογής διοικήσεων, η αξιολόγηση απόδοσης και η διαφάνεια στα οικονομικά τους αποτελέσματα.
Η καθυστέρηση στην υιοθέτηση ενός σχεδίου δράσης για την εφαρμογή των συστάσεων του ΔΝΤ, περιορίζει τη δυναμική μεταρρύθμισης και πλήττει τη δυνατότητα επίτευξης κρίσιμων πολιτικών στόχων, όπως η πράσινη μετάβαση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Επιπλέον, η υπερβολική γραφειοκρατία, οι χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης και τα εμπόδια στην υλοποίηση δημοσίων έργων αποδυναμώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον. Το 2024, το 34% των κυπριακών επιχειρήσεων ανέφερε τη ρύθμιση ως σημαντικό εμπόδιο για επενδύσεις (έναντι 24,5% στην ΕΕ). Η χαμηλή απόδοση στον δείκτη Ρυθμίσεων Αγοράς Προϊόντων (1,63 έναντι 1,34 του μέσου όρου του ΟΟΣΑ) υποδεικνύει την ανάγκη για βαθύτερες θεσμικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις.
Συμπερασματικά, η Κύπρος έχει σαφή περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά την ενίσχυση της καινοτομίας, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και τη δημιουργία ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Παρά τις σημαντικές προκλήσεις, η χώρα μας διαθέτει τα θεμέλια για να αξιοποιήσει το επιστημονικό της δυναμικό και να ενισχύσει την οικονομική της ανταγωνιστικότητα, αρκεί να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις και να ενισχύσει τη συνδεσιμότητα των διάσπαρτων στοιχείων του οικοσυστήματος καινοτομίας.
*Λέκτορα Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law - International Law and Human Rights (Kent), διευθυντή Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας