Του Μάριου Κουλούμα
Επίτιμος Πρόεδρος ΟΣΑΚ
Στις 10 Απριλίου 2025, η Κυπριακή Δημοκρατία έκανε ένα τολμηρό και ουσιαστικό βήμα προς την ενίσχυση της θεσμικής προστασίας των ασθενών. Με την επικαιροποίηση της νομοθεσίας του 2005 για τα δικαιώματα των ασθενών, θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά ο Συνήγορος του Ασθενούς, ως ανεξάρτητος θεσμός με αποστολή να διασφαλίζει την εφαρμογή και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών στον τομέα της υγείας.
Η νέα νομοθεσία δεν περιορίστηκε σε διακηρυκτικού χαρακτήρα διατάξεις· προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, δημιουργώντας έναν συνολικό μηχανισμό προστασίας, ο οποίος περιλαμβάνει, πέραν του Συνηγόρου, τον διορισμό Λειτουργών Δικαιωμάτων Ασθενών και τη δημιουργία Επαρχιακών Επιτροπών Δικαιωμάτων.
Οι Λειτουργοί Δικαιωμάτων θα υπάρχουν σε όλες ανεξαιρέτως τις δομές παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως νοσοκομεία, κλινικές, φαρμακεία, εργαστήρια, φυσιοθεραπευτήρια και κάθε άλλο χώρο όπου παρέχονται υπηρεσίες υγείας – δημόσιες ή ιδιωτικές, εντός και εκτός του ΓεΣΥ.
Όσον αφορά τις Επαρχιακές Επιτροπές, ο ρόλος τους θα είναι διπλός: αφενός θα εξετάζουν παράπονα και καταγγελίες πρωτοβάθμια, στις οποίες θα μπορούν να προσφεύγουν οι ίδιοι οι ασθενείς ή οι συγγενείς τους απευθείας, και αφετέρου δευτεροβάθμια, όταν οι Λειτουργοί Δικαιωμάτων δεν επιλύσουν ένα πρόβλημα ή καταγγελία εντός 48 ωρών.
Επίσης βάσει του νέου Νόμου για τα Δικαιώματα των Ασθενών, ιδρύεται Συμβουλευτική Επιτροπή υπό την εποπτεία του Συνηγόρου για τα Δικαιώματα των Ασθενών. Η Επιτροπή αυτή έχει ως βασικό σκοπό να υποστηρίζει θεσμικά τον Συνήγορο, παρέχοντας εξειδικευμένη γνώση και πολυεπίπεδη τεκμηρίωση για τις προκλήσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς στο σύστημα υγείας.
Η Επιτροπή εξετάζει τις καταγγελίες των ασθενών που καταγράφονται από το γραφείο του Συνηγόρου και στα όσα αυτεπάγγελτα εντοπίζει ο συνήγορος σε στρεβλώσεις, παραλείψεις και θεσμικά ελλείμματα στον τομέα της υγείας.
Η επιτροπή προτείνει λύσεις και μέσω του Συνηγόρου εισηγείται θεσμικά μέτρα στους αρμόδιους κρατικούς και πολιτικούς φορείς, με στόχο τη βελτίωση των υπηρεσιών και την ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων των ασθενών.
Η σύνθεση της Επιτροπής διασφαλίζει την αντιπροσωπευτικότητα όλων των εμπλεκόμενων φορέων στον τομέα της υγείας. Περιλαμβάνει επαγγελματίες και ειδικούς από όλους τους κρίσιμους τομείς, ώστε να υπάρχει συλλογική και τεκμηριωμένη προσέγγιση στα συστημικά ζητήματα που αφορούν τους ασθενείς.
Πρόκειται για ένα καινοτόμο εργαλείο θεσμικής ενδυνάμωσης των ασθενών, το οποίο ενισχύει τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών και θέτει τις βάσεις για τη συνεχή παρακολούθηση, αξιολόγηση και βελτίωση του τομέα της υγείας μέσα από τον φακό των δικαιωμάτων και της εμπειρίας των ίδιων των πολιτών.
Η καινοτομία και η ουσιαστική δύναμη αυτής της νομοθεσίας βρίσκεται ακριβώς στο ότι για πρώτη φορά, όλοι οι πάροχοι και επαγγελματίες υγείας φέρουν πλέον ρητή νομική υποχρέωση: να γνωρίζουν, να αναρτούν και – κυρίως – να εφαρμόζουν και να σέβονται τα δικαιώματα των ασθενών. Δεν πρόκειται πλέον για θέμα καλής πρόθεσης ή ηθικής ευθύνης· η ευθύνη μετακινείται νομικά πάνω τους και συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία τους. Πρόκειται για μια θεσμική αλλαγή κουλτούρας με σαφή, δεσμευτικό χαρακτήρα.
Ωστόσο, τέσσερις μήνες μετά, ο θεσμός παραμένει ανενεργός. Ο Συνήγορος του Ασθενούς δεν έχει ακόμη διοριστεί. Οι Λειτουργοί και οι Επιτροπές επίσης δεν έχουν τεθεί σε λειτουργία καθώς και η συμβουλευτική επιτροπή.
Το αποτέλεσμα; Οι πολίτες παραμένουν χωρίς επίσημο θεσμικό αποδέκτη για τα παράπονα, τις αναφορές και τα αιτήματά τους. Η Πολιτεία καθυστερεί να εφαρμόσει ένα νόμο που η ίδια ψήφισε – έναν νόμο που παρουσιάστηκε μάλιστα ως τομή στην πολιτική υγείας.
Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Στην καθημερινότητα των πολιτών, τα προβλήματα πρόσβασης και ποιότητας στη φροντίδα υγείας είναι πολλά και υπαρκτά. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ασθενείς αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις, παραλείψεις, κακές συμπεριφορές ή ανεπαρκή ενημέρωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ανάγκη ύπαρξης ενός ανεξάρτητου, προσβάσιμου και αποτελεσματικού θεσμού γίνεται κρίσιμη. Διότι σήμερα, οι ασθενείς δεν γνωρίζουν πού να αποταθούν, και ακόμα χειρότερα, δεν γνωρίζουν καν ποια είναι τα δικαιώματά τους.
Ο Συνήγορος του Ασθενούς έρχεται να καλύψει αυτό ακριβώς το κενό: να ενημερώνει, να καθοδηγεί, να διαμεσολαβεί, να παραπέμπει, να καταγράφει και να εισηγείται διορθωτικά μέτρα. Δεν είναι απλώς ένα γραφείο παραπόνων, αλλά ο θεσμικός εγγυητής της υγειονομικής αξιοπρέπειας κάθε πολίτη.
Γι’ αυτό και η καθυστέρηση στον διορισμό του προκαλεί εύλογη απογοήτευση και ανησυχία. Δεν μπορεί να ζητούμε από τους πολίτες να εμπιστεύονται το κράτος δικαίου, όταν η ίδια η Πολιτεία δεν εφαρμόζει τους δικούς της νόμους. Δεν μπορούμε να μιλούμε για εκσυγχρονισμό της υγείας, όταν θεσμοί-κλειδιά παραμένουν στο συρτάρι.
Οφείλουμε επίσης να θυμίσουμε πως η ψήφιση του νόμου τον Απρίλιο δεν ήρθε ως αποτέλεσμα πίεσης της κοινωνίας των πολιτών μόνο, αλλά και με πρωτοβουλία της ίδιας της κυβέρνησης, η οποία παρουσίασε τη μεταρρύθμιση ως εμβληματική. Τα κόμματα, και ιδίως η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Υγείας, ανταποκρίθηκαν υπεύθυνα και υπερψήφισαν τη νομοθεσία με ταχύτητα. Ως οργανωμένοι ασθενείς, χαιρετίσαμε τη στάση αυτή και εκφράσαμε τις ευχαριστίες μας.
Σήμερα, τέσσερις μήνες μετά, η σιγή και η αδράνεια των αρμόδιων αρχών προκαλούν εύλογα ερωτήματα:
- Γιατί δεν έχει ακόμη διοριστεί ο Συνήγορος του Ασθενούς;
- Ποιος καθυστερεί την εφαρμογή;
- Πόσο ακόμα θα περιμένουν οι ασθενείς για την προστασία που τους έχει υποσχεθεί η Πολιτεία;
Δεν υπάρχουν πια περιθώρια για αναμονές. Η δημιουργία και η λειτουργία του θεσμού μπορεί να απαιτεί συντονισμό, αλλά ο διορισμός του Συνηγόρου είναι το πρώτο, απολύτως αναγκαίο βήμα. Χωρίς αυτόν, ολόκληρη η νομοθεσία παραμένει ανεφάρμοστη. Και χωρίς εφαρμογή, τα δικαιώματα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ευχολόγια.
Απευθύνουμε, λοιπόν, θερμή έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κύριο Νίκο Χριστοδουλίδη, να προχωρήσει άμεσα στον διορισμό του πρώτου Συνηγόρου του Ασθενούς. Η καθυστέρηση αυτή δεν συνάδει με τη σοβαρότητα του θέματος. Οι πολίτες περιμένουν. Οι ασθενείς δεν μπορούν να περιμένουν άλλο.
Η προστασία των δικαιωμάτων στην υγεία δεν είναι πολυτέλεια, αλλά θεμελιώδης υποχρέωση του κράτους. Σε μια περίοδο όπου η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς είναι εύθραυστη, τέτοιες κινήσεις αποτελούν πράξεις εμπιστοσύνης προς τους πολίτες.
Ο χρόνος για αποφάσεις είναι τώρα.
Οι ασθενείς χρειάζονται προστασία.
Η Πολιτεία έχει καθήκον να ανταποκριθεί.