Όταν ο Αρχιμήδης, ο γνωστός μαθηματικός και φιλόσοφος της αρχαιότητας, έλεγε το, επίσης γνωστό «Δώσε μου ένα σημείο να σταθώ και μέχρι και τη γη μπορώ να μετακινήσω» αναφερόμενος στη μηχανική των μοχλών, σίγουρα δεν φανταζόταν ότι η ρήση του θα μπορούσε να βρει τόπο στην ερμηνεία και διαχείριση των οικονομικών. Και όμως μπορεί.
Είναι, άλλωστε, γνωστή και χιλιοειπωμένη η αναφορά στη μόχλευση και αναμόχλευση του τάδε και του δείνα χρηματοπιστωτικού εργαλείου ή καλύτερα θέσης, από την οποία αποπειράται η αξιοποίηση ενός μικρότερου από τη συνολική απαιτούμενη αξία της επένδυσης για σκοπούς αγοράς ενός προϊόντος όπου το υπολειπόμενο ποσό πιστώνεται στον επίδοξο αγοραστή από τον πάροχο του προϊόντος.
Δηλαδή, χοντρά-χοντρά, ο πωλητής δέχεται να πωλήσει έναντι ενός μικρού μέρους της αξίας πώλησης του προϊόντος και παρέχει, ο ίδιος ή κάποιος άλλος πιστωτής έναντι εγγύησης, το υπολειπόμενο ποσό ως δάνειο, όπου ο δανειζόμενος ευελπιστεί στην αποπληρωμή του ενόψει, μιας πιθανολογούμενης, δημιουργίας υπεραξίας. Το ότι η όλη λογική γύρω από τη μόχλευση φαντάζει λίγο-πολύ ως λογική «καζίνο» δεν είναι ούτε εντελώς λανθασμένη αλλά ούτε και εντελώς ορθή, αφού εξαρτάται από μια σειρά από παράγοντες και συνθήκες. Το μόνο σίγουρο, στην υπόθεση αυτή, είναι ότι δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται και το ρίσκο που συνοδεύει τη μόχλευση είναι τέτοιο, που οδηγεί, με τη σειρά του, τους δανειστές στην εξεύρεση και εφαρμογή αντίστοιχων μηχανισμών αναμόχλευσης των παρεχόμενων μοχλεύσεων.
Αν προβληματίζεται, τώρα, ο αναγνώστης για τον λόγο που συζητούμε εδώ τους μοχλούς και τις μοχλεύσεις, είναι, ίσως, επειδή υποψιάζεται ότι αφορά το δάνειο που έκανε κάποια στιγμή για να αγοράσει το σπίτι του ή οποιοδήποτε άλλο ακίνητο και ευελπιστούσε ότι το συνολικό ποσό που θα κατέβαλλε, μαζί με τον τόκο, μέχρι την αποπληρωμή του θα ήταν λιγότερο από τη συνολική αξία που θα αποκτούσε το ακίνητό του, τότε. Και εδώ είναι που έρχεται στην κουβέντα μας ο Αρχιμήδης και ο μοχλός του.
Αφού στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται περί ενός μοχλού, όμως, που οι διαστάσεις του και η αρχική τοποθέτησή του δεν παράμειναν σταθερές και μιας επιδιωκόμενης μόχλευσης που ήταν πέραν των δυνατοτήτων του μοχλού και των απαιτήσεών του υπό μόχλευση αντικειμένου. Επειδή αυτό συνέβη όταν κάποιος από εμάς πήγε στην τράπεζα δανείστηκε το 80% του ποσού της τότε τρέχουσας φουσκωμένης αξίας ενός ακινήτου, η οποία στη συνέχεια μειώθηκε και… του έμεινε ο μοχλός στο χέρι… και τώρα αναζητείται αναμόχλευση…
Η πιο πάνω απλουστευμένη θεώρηση των πραγμάτων συνοψίζει την ουσία της συζήτησης που διεξάγεται αυτές τις μέρες γύρω από τα επιτόκια των τραπεζών και το πώς δύναται να επηρεάσει την πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). ΜΕΔ που είναι παρεμπιπτόντως τα υψηλότερα στην ΕΕ και αγγίζουν το 20% του ΑΕΠ, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε, και τον χειρισμό τους μέσω νέων αναδιαρθρώσεων (βλέπε αναμόχλευση)… και το κόστος της αναμόχλευσης σε περίοδο πληθωριστικών πιέσεων και αυξημένων επιτοκίων. Και όλα αυτά με ένα άλλο σχεδόν 30% των υποθηκών εκτός τραπεζικού συστήματος και με τις εκποιήσεις πλέον στο κάδρο. Νομίζω πιάσαμε όλοι το νόημα.
Σοβαρά, τώρα, τα πράγματα είναι αρκούντως πολυπλοκότερα και καθίστανται επιπλέον ασταθή λόγω της αχρείαστης και εσωστρεφούς και σε κάποιο βαθμό λαϊκίστικης ρητορικής που δυστυχώς αναπτύχθηκε τις τελευταίες βδομάδες γύρω από τη δράση και ρόλο τόσο της κυβέρνησης και του Υπουργείου Οικονομικών όσο και της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και των ιδίων των εμπορικών τραπεζών, όσων και «πόσων» έμειναν, αλλά και των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων στη διαχείριση του ζητήματος.
Αν υπάρχει μια συνταγή εγγυημένης αποτυχίας σε μια περίοδο όπως αυτή που διανύουμε, και που θα συνεχίσουμε να διανύουμε για αρκετό καιρό ακόμα, είναι εκείνη που χαρακτηρίζεται από ένα διαρκές παιγνίδι αλληλοεπίρριψης ευθυνών, εύηχων αλλά κούφιων πολιτικών υποσχέσεων, και κυρίως απουσίας πραγματικής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων.
Ειδικά όταν οι τελευταίοι, όπως φάνηκε, δεν έχουν και τόση πραγματική επιρροή στις ίδιες τις τράπεζες που ο ατροφικός μεταξύ τους ανταγωνισμός (στη λιανική τραπεζική), η μεγάλη ρευστότητα (δεν έχουν κίνητρο παροχής υψηλότερου καταθετικού επιτοκίου αφού δεν χρειάζονται τις αποταμιεύσεις μας), ο υπερδανεισμένος καταναλωτής (δεν έχουν αγορά για να «πουλήσουν» τα προσφερόμενα δάνειά τους), και τέλος, η επιτυχής, «αναμόχλευση» του βραχνά των ΜΕΔ αποφόρτισε τους ισολογισμούς τους, αλλά όχι και την πραγματική οικονομία. Αντίστοιχα ζητήματα υπάρχουν ασφαλώς και στην περίπτωση των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων, που πλέον κατέχουν και διαχειρίζονται περισσότερα ΜΕΔ από ό,τι οι εμπορικές τράπεζες. Οπότε, σοβαρευτείτε, κύριοι, και οργανωθείτε, επειδή τα δύσκολα είναι μπροστά μας…