«Αυτοί απ’ εκεί και εμείς απ’ εδώ» «Να χτίσουμε τοίχο και να τους απομονώσουμε», «Να τους αφανίσουμε γιατί η Κύπρος είναι ελληνική». Αυτά είναι τα σημερινά συνθήματα, ιδίως της νέας γενιάς. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση το πλέον απορριπτικό κόμμα, το ΕΛΑΜ, καταλαμβάνει την τρίτη θέση με διψήφιο αριθμό. Μπορεί σε δημοσκοπήσεις το 55% να τάσσεται υπέρ της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, αλλά αυτό είναι ένα συνονθύλευμα διαφόρων παραλλαγών, που στην ουσία αναιρούν τα χαρακτηριστικά της ομοσπονδίας. Το 2004, η πλειοψηφία, με συντριπτικό ποσοστό, τάχθηκε εναντίον της λύσης και επανένωσης. Στην ουσία, τάχθηκαν εναντίον της επιστροφής της Αμμοχώστου και άλλων περιοχών, εναντίον της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων και γενικά υπέρ της διατήρησης του στάτους κβο και της κατοχής. Το μεγάλο ερώτημα είναι: Οι σημερινοί Κύπριοι θέλουν μια μισή πατρίδα; Θέλουν μια διχοτομημένη πατρίδα χωρίς να νοιάζονται για τις κατεχόμενες περιοχές; Ασφαλώς, όχι. Ο Κύπριος είναι πατριώτης. Και θέλει την πατρίδα του ενωμένη.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι η παιδεία. Ο Κύπριος έχει μεγαλώσει με την ιδέα ότι για όλα ευθύνονται οι ξένοι και οι Τ/Κ. Δυστυχώς, αγνοούν την ιστορία, τα τραγικά δικά μας λάθη και τα εγκλήματα που διαπράξαμε εναντίον των Τ/Κ. Μιλούμε για αγνοουμένους και ξεχνούμε ή δεν γνωρίζουμε ότι και στην άλλη πλευρά υπάρχουν αγνοούμενοι, ίσως και περισσότεροι από τους δικούς μας. Το 1963, εμείς προκαλέσαμε την κρίση, με τα 13 σημεία του Μακαρίου και αντί να μιλούμε για «Μακαριοανταρσία» μιλούμε για τουρκανταρσία. Το 1959, ο Εθνάρχης υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, κατόπιν πλήρους ενημέρωσης και συμφωνίας και μάθαμε να θεωρούμε υπεύθυνο τον Καραμανλή. Τις συμφωνίες που υπογράψαμε, με διάφορα προσχήματα, δεν τις τηρήσαμε και ισχυριζόμαστε ότι σε μια ενδεχόμενη συμφωνία λύσης είναι αμφίβολο αν η άλλη πλευρά θα τιμήσει την υπογραφή της.
Είναι καιρός να προσγειωθούμε και να αναγνωρίσουμε τα τραγικά μας λάθη. Στην ιστορία του Κυπριακού μία φορά επήλθε συμφωνία, αυτή της Ζυρίχης-Λονδίνου και εμείς όχι μόνο δεν τιμήσαμε την υπογραφή μας, αλλά οργανωνόμασταν για να αφανίσουμε τους Τ/Κ. Μετά την εισβολή, μία φορά μάς προσφέρθηκε λύση, την οποία αποδέχθηκε και η άλλη πλευρά, το 2004 με το σχέδιο Ανάν, και εμείς είπαμε όχι. Πολύ πρόσφατα, τον Ιούλιο του 2017, εμείς φύγαμε από τις συνομιλίες, εμείς μιλήσαμε στην άλλη πλευρά για λύση δύο κρατών και έχουμε την αναίδεια να μιλούμε για τουρκική αδιαλλαξία. Το 1974, αυτοί εισέβαλαν στην Κύπρο και κατέλαβαν το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και πάλι παραγνωρίζουμε το πραξικόπημα και την τραγική ομιλία του Μακαρίου στα ΗΕ, με την οποία κατάγγελλε την εισβολή της χούντας στην Κύπρο και καλούσε τις υπόλοιπες εγγυήτριες δυνάμεις να αναλάβουν δράση, μια ενέργεια με την οποία νομιμοποιούσε την τουρκική εισβολή. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε κανένα από τις εκατοντάδες ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ δεν αναφέρεται πουθενά η τουρκική εισβολή και κατοχή.
Θεωρούμε τους Άγγλους υπεύθυνους για τη μη πρόοδο στο Κυπριακό τη στιγμή που, όπως αποκάλυψε ο Αλέξανδρος Ζήνων, τέως γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών, ο Μπόρις Τζόνσον εξεπλάγη όταν ο τέως ΠτΔ ζητούσε από τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου να τον βοηθήσει να ναυαγήσουν οι συνομιλίες και στο μέλλον να συζητήσουν λύση δύο κρατών. Τέλος, οι πλείστοι θεωρούν τον αμερικανικό παράγοντα υπεύθυνο για τα δεινά μας και την ίδια στιγμή εκθειάζουν τη στάση και συμπαράσταση της Ρωσίας, η οποία πάντα ήταν ο κακός δαίμονας του Κυπριακού.
Από τη μια, η μεροληπτική και εκτός πραγματικότητας ιστορία που διδάσκεται και από την άλλη, ορισμένα κόμματα και πολιτικοί φωστήρες, οι οποίοι χωρίς το Κυπριακό δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης, έχουν καταφέρει μια πλύση εγκεφάλου στον σύγχρονο Κύπριο και τον έχουν πείσει ότι η συμβίωση με τους συμπατριώτες μας Τ/Κ είναι αδύνατη. «Δει των προειρημένων μνημονεύειν και μηδέν οίεσθαι τούτων λέγεσθαι γεγονός ούτω και πεπραγμένον», (αυτά που είπαμε πρέπει να τα εξιστορούμε και να μη νομίζουμε ότι επειδή τα λέμε ότι έτσι και έγιναν), έλεγε ο Πλούταρχος.
Αυτό είναι το μεγάλο μας πρόβλημα. Επειδή τα λέμε μεταξύ μας χωρίς να εξιστορούμε τα πραγματικά γεγονότα, νομίζουμε ότι τα ψεύδη που μας δίδαξαν και μας διδάσκουν είναι η ιστορική αλήθεια. Σίγουρα, η ιστορική αλήθεια είναι πικρή για μια χαμένη πατρίδα. Από την άλλη όμως, η χάλκευση της ιστορίας είναι ό,τι χειρότερο για έναν λαό που αγωνίζεται για απελευθέρωση και απαλλαγή από την κατοχή. Υπάρχουν τρόποι, οι νέοι μας τουλάχιστον, να διδαχθούν την αληθινή ιστορία. Υπάρχουν συγγράμματα που εξιστορούν τα πραγματικά γεγονότα χωρίς προκαταλήψεις. Για παράδειγμα, τα δύο βιβλία του Άγγελου Βλάχου, «Δέκα Χρόνια Κυπριακού» και το «Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης». Επίσης, θα μπορούσε να διδάσκεται το δίτομο βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα, «Ιστορία χαμένων ευκαιριών». Τέλος, αν θέλουμε να γνωρίζουμε την αλήθεια για τα πρόσφατα εθνικά εγκλήματά μας, τότε αξιόπιστη πηγή είναι το «Έγκλημα στο Κραν Μοντανά», του Μακάριου Δρουσώτη. Μόνο έτσι θα δημιουργηθούν πολίτες που να μπορούν να κρίνουν ανεπηρέαστοι και να αποφασίζουν χωρίς προκαταλήψεις για το μέλλον αυτού του τόπου, πάντα με γνώμονα την αληθινή ιστορία της πατρίδας μας. Η άγνοια των λαθών μας δεν μας επιτρέπει να διδαχθούμε από τα παθήματά μας και να μας γίνουν μαθήματα. Το «παθός και μαθός» ή το «πάθει μάθος», του αρχαίου τραγικού ποιητή Αισχύλου, δυστυχώς δεν μας έγινε βίωμα.