Δεν προκάλεσε και δεν προκαλεί καμία έκπληξη ο τρόπος που άδειασε ο Νίκος Χριστοδουλίδης τον υπουργό Εργασίας για τα χρωστούμενα των ομάδων. Άλλωστε είναι γνωστό πως πάντα με πρόσχημα τα θέλω του κοινού κατάφερνε να κάνει κωλοτούμπες και να πηγαίνει με το ρέμα. Όχι γιατί θέλει να είναι απαραίτητα κοντά στον λαό, αλλά γιατί πάντα θα υπάρχει ο φόβος να χάσει το κεκτημένο του, τον κόσμο που τον ψήφισε από τα άκρα αριστερά μέχρι τα άκρα δεξιά. Το πρόβλημα δεν είναι να κατηγορήσεις έναν Πρόεδρο επειδή ακούει τον κόσμο, έστω και αν έχει εκλεγεί για να προχωρεί τις πολιτικές, αλλά πως ο Χριστοδουλίδης δεν είχε μια συγκεκριμένη ομάδα κοινού, προερχόμενη από συγκεκριμένο κόμμα με αποτέλεσμα να φοβάται και τη σκιά του ή την κάθε ομάδα που τον… απειλεί, φοβούμενος πως είναι δικοί του ψηφοφόροι. Θεωρώντας πως ήταν ένας πολιτικός που δεν εξελέγη Πρόεδρος με την απόλυτη στήριξη κάποιου κόμματος εξαρχής, αλλά από κόμματα-πασπαρτού που κούμπωσαν ή αν θέλετε κολλήθηκαν σαν τσιμπούρια πάνω του, όχι απλά επειδή τον πίστεψαν αλλά επειδή αποζητούσαν την πολιτική τους επιβίωση, ο Χριστοδουλίδης μοιάζει με εκείνη τη γειτόνισσα που την νοιάζει περισσότερο τι θα πει ο κόσμος παρά το τι θα πουν στο σπίτι της και την οικογένειά της.
Ο μεγαλύτερος φόβος των πολιτικών είναι οι πολιτικές τους και τι αντίκτυπο έχουν αυτές πρωτίστως στο κόμμα που εκπροσωπούν. Κι αυτό γιατί συνήθως ηγούνται ενός κόμματος και εκπροσωπούν μια συγκεκριμένη ομάδα, συνεπώς η επιβίωση του κόμματος εξαρτάται εν μέρει από τις δικές του πολιτικές. Πλέον ζούμε σε μια πρωτόγνωρη περίοδο, όπου ο μεγαλύτερος φόβος του Χριστοδουλίδη είναι ομάδες κοινού που αντιδρούν. Ο πιο πετυχημένος πολιτικός είναι εκείνος που λέει αυτά που σκέπτονται όλοι και τα λέει όσο γίνεται πιο δυνατά. Ο Πρόεδρος δυστυχώς πάει αντίστροφα, αφού περιμένει να σκεφτούν οι άλλοι και να δράσει, αφού πάντα αντιδρά στις αποφάσεις των άλλων. Είτε πρόκειται για μια μικρή ομάδα ανθρώπων είτε για οργανωμένους οπαδούς, η επίκληση στον φόβο και το δεν θα σε ξαναψηφίσουμε, κτυπά αμέσως καμπανάκι για τον ίδιο τον Πρόεδρο με αποτέλεσμα να μην εξαρτάται ο ίδιος από τις δικές του πολιτικές, αλλά από την αντίδραση του κόσμου σε αυτές. Και πώς να μην κτυπήσει ειδικά από οπαδούς μιας ομάδας που παραδοσιακά ανήκε στη δεξιά φλερτάροντας με την ακροδεξιά.
Εκείνο, ωστόσο που διαπιστώνεται είναι πως θα το έκανε, θα αντιδρούσε δηλαδή, με την οποιαδήποτε ομάδα, αφού έτσι και αλλιώς μέσα από τη στήλη αναφέραμε την απόλυτη εξάρτηση της πολιτικής με το ποδόσφαιρο. Γιατί ούτε τα χρέη αποκτήθηκαν ξαφνικά, ούτε οι πολιτικοί μας ήρθαν ουρανοκατέβατοι. Εκεί ήταν. Και ο Πρόεδρος έχει ενώπιόν του ένα μεγαλύτερο στοίχημα ακόμη και από το ποιο οδόφραγμα θα ανοίξει. Έχει μια μοναδική ευκαιρία, ίσως την τελευταία του. Να αποδείξει πως έχει την τόλμη να προχωρήσει πέραν από τα θέλω μιας ομάδας και να δείξει πως για πρώτη φορά ένας πολιτικός αποφασίζει με γνώμονα πως είναι όλοι ίσοι προς όλους. Μπορεί άραγε;