Ένας ψύχραιμος παρατηρητής δεν θα μπορούσε παρά να διαπιστώσει ότι αρκετοί σημερινοί πολιτικοί ηγέτες, και κυρίως αυτοί που κατέχουν ή επιθυμούν να αποκτήσουν εκτελεστική εξουσία στο ανώτατο επίπεδο, χαρακτηρίζονται από έντονη ανασφάλεια. Η έφεση στη διαρκή και ανερμάτιστη αυτοπροβολή και στον λαϊκισμό, η σχεδόν αποκλειστική περιβολή τους με κόλακες και «Yes-men», η παραχώρηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων και εξουσιών σε εξαρτώμενούς τους, πολιτικά «ακίνδυνους» και εμφανώς λιγότερο χαρισματικούς, από τους ίδιους, συνεργάτες, η περιφρόνηση, μέχρι και δίωξη, οποιουδήποτε εκφράζει διαφορετική άποψη ή/και διαφωνία, και, τέλος, η διαρκής επιδίωξη συγκέντρωσης δύναμης στα δικά τους χέρια σε πλαίσιο αδιαφάνειας και μυστικοπάθειας, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά τους.
Το δυστύχημα με την πιο πάνω αρνητική διαπίστωση είναι ότι τούτα τα χαρακτηριστικά ηγεσίας και άσκησης εξουσίας, δεν είναι ίδιον μόνο των επικεφαλής κρατών με αμφιλεγόμενα ή απόντα δημοκρατικά πρότυπα και πλουραλιστικές πρακτικές. Δηλαδή, με άλλα λόγια, αυτά τα χαρακτηριστικά ανασφάλειας δεν αφορούν μόνο δικτάτορες και ολοκληρωτικά καθεστώτα, όπου θα ήταν και αναμενόμενα και δικαιολογημένα, όσο απαράδεχτα και καταδικαστέα και αν ήταν. Αφορούν και ηγέτες πολιτειών με δημοκρατικές και πλουραλιστικές παραδόσεις, κράτος δικαίου, διαχωρισμό ελέγχου και εξισορρόπησης εξουσιών, ελεύθερη αγορά και ανοικτή οικονομία.
Για παράδειγμα, πρόσφατα, το γνωστό και έγκυρο Politico ξαναπιανόταν, για πολλοστή φορά, με το συγκεντρωτικό και αδιαφανές ύφος και τρόπο διοίκησης της σημερινής προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αντίστοιχα, το φαινόμενο Τραμπ, η κατάσταση ηγεσίας στη Ρωσία, στην Ιταλία, στην Τουρκία, στο Ισραήλ, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στη Νότια Κορέα, στη Γεωργία, στη Λευκορωσία, στην Ουγγαρία, στη Σλοβακία, και σε αρκετές άλλες χώρες, καταδεικνύουν αυτήν την ανασφάλεια σε ανώτατο επίπεδο ηγεσίας.
Πολλές φορές, αυτός ο συγκεντρωτισμός προσπαθεί να δικαιολογηθεί, έωλα, ως συνέπεια της έκφρασης της λαϊκής βούλησης που απαιτεί έναν ηγέτη «κοντά στον λαό» αλλά αποφασιστικό, «δυνατό» αλλά και προσηνή, που ξέρει να «κουμαντάρει». Έως και αν αυτά τα προσόντα προϋποθέτουν συγκεντρωτισμό, αυλικούς και μυστικοπάθεια (sic). Συχνά, δε, αυτή η κατάσταση επεξηγείται ως πολιτική αναγκαιότητα για τον χειρισμό της όποιας «κρίσης» και για την αντιμετώπιση του όποιου εθνικού «κινδύνου», που, σχεδόν πάντοτε, παρουσιάζεται ως «διαρκής και μόνιμος» ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί ή να απειληθεί ο συγκεντρωτικός ηγέτης.
Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει δεν είναι τίποτα άλλο από τη ροπή του ανασφαλούς και με χαμηλή αυτοπεποίθηση ανθρώπου να θέλει να «προστατεύσει» την όποια εξουσία κατάφερε να φέρει στην κατοχή του αλλά αδυνατεί, λόγω ίδιων προσωπικών και άλλων ελλειμμάτων, να την ασκήσει (την εξουσία) επαρκώς και αποδοτικά στο δυναμικό και χαοτικό πλαίσιο ενός λειτουργικού δημοκρατικού πολιτεύματος και ενός περιβάλλοντος πολυφωνίας και διαλεκτικής σύνθεσης.
Όλα αυτά εμφανίζονται εντονότερα, ειδικά σήμερα, όπου ο ηγέτης δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτούς τους οποίους καλείται να ηγηθεί και να οδηγήσει, επειδή έχει περάσει η εποχή της «αριστοκρατίας» των λίγων και προυχόντων, που για οικονομικούς, κοινωνικούς και γνωσιολογικούς λόγους «φάνταζαν» ως οι μόνοι χαρισματικοί και κατάλληλοι να ηγηθούν των πολλών και που οι πολλοί, με τη σειρά τους, αναγνώριζαν ως τέτοιους, επειδή δεν είχαν τα προσόντα, μορφωτικά και άλλα, για να αναλάβουν οι ίδιοι αυτό το καθήκον. Ακόμα περισσότερο, όταν πολλοί που δεν εμπλέκονται με την πολιτική εξουσία έχουν να επιδείξουν πολύ περισσότερα χαρίσματα και επιτυχίες από εκείνους που κατέχουν ή επιδιώκουν να αποκτήσουν πολιτική εξουσία. Επιπλέον, σήμερα ο ηγέτης, λόγω της συστημικής οικονομικής πολυπλοκότητας, δεν απολαμβάνει της ίδιας δημόσιας αναγνώρισης, σημασίας ή ακόμα και του «δέους» που προκαλούσε, στο παρελθόν, ο θεσμός που εκπροσωπεί. Και επειδή, τέλος, δεν μπορεί, όσο και αν προσπαθεί με έναν σωρό επικοινωνιακά τεχνάσματα, να καθορίσει την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης λόγω της πολυδιάσπασης των μέσων διασποράς του όποιου μηνύματος.
Σε αυτό, λοιπόν, το περιβάλλον χαοτικής διάχυσης και διαχείρισης άυλων και υλικών πόρων και πλούτου, κατακερματισμένης ισχύος, επιρροής και άποψης, μόνιμου λαϊκού βουητού και θεσμικής αμφισβήτησης, και μιας επιτηδευμένης, επίπλαστης και διαρκώς δημόσια προβαλλόμενης δραστηριότητας, που συγχέεται με την πραγματική αποδοτικότητα, ο ανασφαλής ηγέτης γίνεται ακόμα πιο ανασφαλής από ό,τι ήταν όταν ανέλαβε την εξουσία επειδή ίσως να αντιλαμβάνεται τον πραγματικό και περιορισμένο του ρόλο.
Γι' αυτό ρέπει προς τον συγκεντρωτισμό, ως αντίδραση και απορρίπτει καθολικά την πιο σοφή, ίσως, επιταγή διοίκησης και ελέγχου που δεν είναι άλλη από αυτήν που θα τον ήθελε, κανονικά, να στελεχώσει τον μηχανισμό άσκησης εξουσίας του με συνεργάτες που είναι σαφώς καλύτεροι από αυτόν σε εκείνο που τους αναθέτει να φέρουν εις πέρας και από συμβούλους που θα θεωρούσαν καθήκον τους να του λένε μόνο την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος. Δύο αρχές επιμελούς διοίκησης που καθίστανται ακόμα πιο απαραίτητες σήμερα, ακριβώς λόγω της «βαβούρας» που επικρατεί στο πολιτικό επίπεδο.
Το χειρότερο όμως, δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι ότι ο ανασφαλής και συγκεντρωτικός ηγέτης τείνει να παρουσιάζει την απουσία αυτών των δύο διοικητικών αρχών ως απόδειξη αδιαμφισβήτητης αφοσίωσης (loyalty) αλλά, κυρίως, ως παράδειγμα «αυταπόδεικτης» ορθής πολιτικής κρίσης και δέουσας συμπεριφοράς. Μια πρακτική που οδηγεί με ιστορική ακρίβεια στην απαξίωση, στον ολοκληρωτισμό και στην καταστροφή του ιδίου και της χώρας του…