Το βιβλίο του Νιαζί Κιζιλγιουρέκ με τον εξόχως ποιητικό τίτλο «Ο δραπέτης των εθνών» είναι δισκελές και δισυπόστατο. Από τη μια, είναι μια μυθιστορηματική πολιτική αυτοβιογραφία. Από την άλλη, είναι μια επιστημονική πραγματεία για τον εθνικισμό σε συνθήκες διεθνικού κράτους.
Ο πολυσέλιδος, σαρκώδης και σαρκαστικός, τόμος του Ν.Κ. συγκεντρώνει όλα τα ειδολογικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος. Παρακολουθεί τη διαμόρφωση, εξέλιξη και ολοκλήρωση ενός χαρακτήρα -του χαρακτήρα του ίδιου του συγγραφέα- στο διάβα των χρόνων και των εμπειριών. Εμπεριέχει τον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο αυτού του χαρακτήρα και την εξελικτική του πορεία στον κόσμο των ιδεών και των οραμάτων. Την ίδια ώρα, ο κεντρικός μύθος σε όλη τη διαδρομή της εξέλιξής του, διακρίνεται για το χιούμορ, την ειρωνεία, τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό του συγγραφέα.
Ταυτόχρονα, όπως προείπα, το βιβλίο του Ν.Κ. συγκεντρώνει και όλα τα ειδολογικά χαρακτηριστικά μιας επιστημονικής πραγματείας. Ενδιατρίβει, πολύπλευρα και πολυεστιακά, στον εθνικισμό ως ιδεολογικό νόσημα που δηλητηριάζει τις ψυχές και τις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στις ιδιάζουσες και ιδιαίτερες συνθήκες της Κύπρου, όπου οι εθνικισμοί είναι δύο, αλληλοσπαρασσόμενοι αλλά την ίδια ώρα και αλληλοτροφοδοτούμενοι. Στην πραγματεία αυτή αξιοποιείται ενδεικτικά όλη η προηγηθείσα βιβλιογραφία. Συνάγονται όμως και χρήσιμα, αξιοποιήσιμα επιστημονικά συμπεράσματα, που πηγαίνουν την πολιτική σκέψη παραπέρα, στο εγγύς και απώτερο μέλλον.
Τα δύο βιβλία στη συσκευασία του ενός ουδόλως βαδίζουν παράλληλα και χωριστά, ως α΄ και β΄ μέρος στον ίδιο τόμο. Αυτός θα ήταν ο εύκολος δρόμος, αλλά δεν θα ήταν καθόλου λειτουργικός ως προς την αναγνωστική πρόσληψη. Διότι δεν θα συνδύαζε επαγωγικά το βίωμα με την ιδέα. Ο Ν.Κ. επέλεξε τον δύσκολο, σύνθετο και διαλεκτικό τρόπο, τον δρόμο της αλληλουχίας, της αλληλεπίδρασης και της σύνθεσης. Στο βιβλίο του είναι όλα χύμα, όπως και στην ίδια τη ζωή. Η μυθιστορηματική γραφή συμπλέκεται αρμονικά, ενίοτε και άτακτα, με την επιστημονική. Συνυπάρχουν, αλληλοσυμπληρώνονται, ερμηνεύουν και ερμηνεύονται. Κι αυτή είναι η μαγεία του όλου έργου, η σύνθεση, η αρμονία της ζωής με την επιστήμη.
Οι εναλλασσόμενοι αφηγηματικοί ρόλοι του Ν.Κ. μέσα στο βιβλίο είναι πολλοί. Το πληγωμένο προσφυγόπουλο διαδέχεται ο επαναστάτης νέος, ο ριζοσπάστης παρίας, ο πανεπιστημιακός και διανοούμενος, ο διανοητής-πολιτευτής, ο πολίτης του κόσμου και τέλος ο παγκύπριος φεντεραλιστής, ο ουτοπιστής, οραματιστής της ολικής Κύπρου. Έτσι, η ματιά του είναι πολυπρισματική, πολυεπίπεδη και πλουραλιστικά αντικειμενική. Κι αυτό, έστω κι αν βασίζεται σε πολλά αυτοαναφορικά-αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού αυτά οδηγούν σε βαθιά και μακρόπνοα, κοινωνικοπολιτικά μα και επιστημονικά συμπεράσματα.
Στη συνέχεια θα επιχειρήσω, σταχυολογώντας κάποιες ενδεικτικές ψηφίδες από το βιβλίο, να ιχνηλατήσω πρώτα τον άνθρωπο και μετά τον διανοητή Ν.Κ. «Ο δραπέτης των εθνών» αποτελείται από 14 κεφάλαια και αριθμεί 343 σελίδες. Στα πρώτα τέσσερα κεφάλαια: α) «Από το παιδί της Δημοκρατίας στο παιδί του πολέμου», β) «Πόλεμος και αποξένωση», γ) Μεταμόρφωση, δ) «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα», όπως επίσης στο έκτο και δέκατο κεφάλαιο: «Το τείχος μας» και «Η μητέρα μου», θα έλεγα ότι πρυτανεύει η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα. Στα υπόλοιπα οκτώ κεφάλαια όμως, πιστεύω ότι ο διανοητής παίρνει το πάνω χέρι. Βέβαια, αυτός ο διαχωρισμός είναι σχηματικός και συμβατικός για να μας βοηθήσει στην ανάλυση του έργου. Αφού, στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνω, όλα είναι φύρδην μίγδην μέσα στο βιβλίο.
Αρχίζω με κάποια περιστατικά και κάποιες αναφορές που οδηγούν το βιβλίο στις παρυφές της μυθιστοριογραφίας. Ο Ν.Κ. βίωσε τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της πατρίδας μας στο πετσί του. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος «ως υποκείμενο και ως αντικείμενο». Δηλαδή, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, και ως αμελητέα, αλλά και ως υπολογίσιμη μονάδα. Και ως στοχοποιούμενος προσωπικά, αλλά και ως παράπλευρη απώλεια.
Κι επειδή μιλούμε για μυθιστοριογραφία, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να διανθίζει τον κεντρικό του μύθο με διάφορα περιστατικά, γλαφυρά, ευτράπελα και αρκούντως εύγλωττα. Όπως π.χ. η τραγελαφική περίπτωση όπου δύο αδέλφια Τ/Κ δολοφόνησαν έναν Ε/Κ ιερέα, ο οποίος προσπαθούσε να προσηλυτίσει μουσουλμάνους στον χριστιανισμό. Αυτό συνέβη το 1924. Οι δύο Τ/Κ συνελήφθηκαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Οδηγούμενοι στην αγχόνη, οδύρονταν: «Παναΐα μου τζαι βοήθα μας»! (σελ. 19). Από τέτοιες αντινομίες, αντιφάσεις και παραδοξότητες είναι διάσπαρτη όλη η ιστορία μας.
Όμως το πιο συγκινητικό, το πιο συγκλονιστικό περιστατικό στο βιβλίο αφορά τη στιγμή που ο 93χρονος πατέρας του συγγραφέα ευρισκόμενος σε κώμα παραληρούσε στην ε/κ διάλεκτο. Και τότε ο συνονόματος εγγονός του, γιος του Ν.Κ., του ψιθύριζε τρυφερά στο αφτί, επίσης στα ελληνικά: «Αγαπώ σε παππού»! (σελ. 263).
Ιδιαίτερα εύγλωττο είναι και το περιστατικό όπου ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου χρειάστηκε να κάμει ένορκο δήλωση ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διαπίστωσε με τρόμο και έκπληξη ότι, με βάση το Σύνταγμα ένορκο δήλωση μπορεί να κάμει κανείς ακουμπώντας είτε πάνω στο Ευαγγέλιο, είτε πάνω στο Κοράνι! Στο Σύνταγμά μας δεν υπάρχει πρόνοια για πολιτικό όρκο. Για να φέρεις σε πέρας αυτήν την πράξη, πρέπει να είσαι είτε χριστιανός, είτε μουσουλμάνος. Δεν δικαιούσαι να είσαι ούτε ανεξίθρησκος, ούτε άθεος! (σελ. 104).
Το χιούμορ, ο σαρκασμός και η χλεύη είναι διάχυτα παντού. Λέει: «Οι άνθρωποι δεν είναι πατάτες. Καθορίζονται από τη συνείδησή τους, όχι από τις ρίζες τους». (σελ. 95).
Αναφερόμενος δε στους τ/κ θύλακες, είναι καίρια και ακαριαία ειλικρινής, σαν μικρό παιδί. Όπως τότε που τα βίωσε: «Έξω φοβόμασταν τους Ελληνοκύπριους και μέσα τους ‘πασάδες’». (σελ. 20).
Ο συγγραφέας έχει την έφεση να διακωμωδεί και να ελαφρύνει ακόμα και τις πιο τραγικές, τις πιο επικίνδυνες στιγμές για τον ίδιο. Σε κάποια στιγμή διερωτάται: «Δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος θα ήθελε να με σκοτώσει πρώτος, οι Ε/Κ ή οι Τ/Κ;». (σελ. 233).
Οι τραυματικές εμπειρίες που βίωσε ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είναι αναρίθμητες. Κατάφερε όμως να αντλήσει και να αξιοποιήσει θετικά, μακρόπνοα και δημιουργικά διδάγματα από όλες. Όπως μας δίδαξε ο Μαρξ, η ύλη καθορίζει τη συνείδηση. Και η ύλη που περιέβαλλε τον Ν.Κ. όλα αυτά τα χρόνια από την παιδική ηλικία μέχρι τις μέρες μας, δεν ήταν πάντα φιλική, δεν ήταν πάντα επαρκής. Παραφράζοντας λίγο τον Μαρξ, θα έλεγα ότι ο Ν.Κ., με τη δύναμη της σκέψης και της βούλησής του, τιθάσευσε κι αυτήν ακόμα την ύλη.
Θρησκεία και γλώσσα πολιτικοποιήθηκαν
Αριστερός σημαίνει
«φιλέλληνας» για τους μεν
και «φιλότουρκος» για τους δε
Ώρα όμως να μπούμε πιο βαθιά στον κόσμο των ιδεών, των οραμάτων και των επιστημονικών συμπερασμάτων. Ώρα να καταπιαστούμε, πιο αναλυτικά, με τον διανοητή Ν.Κ.
Ο συγγραφέας εντοπίζει, αναδεικνύει και αναλύει ενδελεχώς όλες τις ιδιομορφίες και όλες τις ιδιαιτερότητες του ε/κ μα και του τ/κ εθνικισμού. Και στα συμπεράσματά του ακριβολογεί απόλυτα: «Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως η θρησκεία και η γλώσσα, πολιτικοποιήθηκαν. Τα τζαμιά και οι εκκλησίες έπαψαν να είναι οίκος του Θεού και μετατράπηκαν σε κάστρα των εθνών». (σελ. 9).
Ο διανοητής Ν.Κ. δεν μπορεί παρά να αγγίξει και τον βαθύτατο ιδεολογικό ρατσισμό σε βάρος της Αριστεράς, που μαστίζει τις δύο κοινότητες διαχρονικά. Το να είσαι αριστερός στην Κύπρο σήμαινε να είσαι «φιλέλληνας», δηλαδή προδότης, λέει. Η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος, δεν διαφέρει ποσώς. Τα ίδια και στην άλλη κοινότητα, το να είσαι αριστερός στην Κύπρο σήμαινε να είσαι «φιλότουρκος», δηλαδή προδότης. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων, ο συγγραφέας αναγνωρίζει το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς. Αναφερόμενος στην κυπριακή παροικία του Λονδίνου παρατηρεί: «Οι Κύπριοι ήταν οργανωμένοι σε ξεχωριστούς συλλόγους. Μονάχα σε αριστερούς συλλόγους τους συναντούσες μαζί». (σελ. 110).
Οι απόψεις του Ν.Κ. είναι πλήρως αποκρυσταλλωμένες, εύτολμες και ευθύβολες: «Θέλω να είμαι ειλικρινής απέναντι στους Ε/Κ, όπως και στους Τ/Κ. Πιστεύω ότι κανείς δεν είναι μόνο θύμα ή θύτης. Eίμαστε ταυτόχρονα και τα δύο. Γι’ αυτό και ασκώ κριτική και στις δύο πλευρές». (σελ. 140). Και παρακάτω προσθέτει: «Οι εθνικιστές που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, οφείλουν την ύπαρξή τους ο ένας στον άλλο. Η σύγκρουση των δύο κοινοτήτων είναι ευεργετική γι’ αυτούς. Διεκδικώντας ξεχωριστά και ανταγωνιστικά ‘δίκαια’, αναπαράγονται». (σελ. 143).
Να πώς σημασιολογεί ο συγγραφέας την ιδιομορφία και τη διαφορετικότητα του «Δεν ξεχνώ» ανάμεσα στις δύο κοινότητες: «Ο πόλεμος, που έδιωξε τους Ε/Κ στα νότια της Κύπρου και συγκέντρωσε τους Τ/Κ στα βόρεια του νησιού, δεν έχει το ίδιο νόημα για τις δύο κοινότητες. Είναι γι’ αυτό που έχουμε ‘σύγκρουση μνήμης’ στη χώρα μας». (σελ. 152).
Ο Ν.Κ. δεν κάνει εκπτώσεις, δεν χαρίζεται κανενός, είναι αυστηρός κριτής των αυτοκαταστροφικών λαθών και εμμονών τόσο των Ε/Κ, όσο και των Τ/Κ: «… και οι δύο κοινότητες βίωσαν απώλεια πατρίδας. Παρ’ όλ’ αυτά βρίσκονται μακριά από έναν κοινό πόθο για το μέλλον». (σελ. 200). Στην κατακλείδα του βιβλίου ο συγγραφέας συμπεραίνει πικρά ότι οι δύο κοινότητες «συνεχίζουν να υποτιμάνε η μία την άλλη, να συγκρούονται και να διεκδικούν μονομερή δικαίωση. Κάθε μια κρατά ένα κομμάτι της αλήθειας και στρέφεται κατά της ολικής αλήθειας». (σελ. 343).
Θα ήθελα, ωστόσο, να ολοκληρώσω αυτή την τοποθέτηση με μια χαραμάδα ελπίδας, με το φεντεραλιστικό όραμα του Ν.Κ., το όραμα της ολικής Κύπρου. Μιας Κύπρου της οποίας οι πολίτες «ενεργούν ανεξάρτητα από την εθνοτική τους καταγωγή και σύμφωνα με ιδέες που υιοθετούνται συλλογικά». (σελ. 314). Έχουμε χρέος, έχουμε μέγιστη οφειλή στους προγόνους μας, στους εαυτούς μας, τα παιδιά και τα εγγόνια μας, όπως το λέει ο συγγραφέας: «να αντικαταστήσουμε τους εθνικισμούς με τον κυπριακό πατριωτισμό». (σελ. 126).