Αγαπώ τον Mujica. Δεν αγαπώ εσάς. Τον Jose Mujica. Pepe! Όταν τον γνώρισα, κατάλαβα καλύτερα πόσο άνευ αξίας είστε εσείς. Ξέρω πως και εσείς τον θαυμάζετε. Όμως, ποτέ δεν θα μπορέσετε να γίνετε όπως εκείνος. Σας κάνει χαρούμενους να βλέπετε σε κάποιον άλλο τις αρετές που δεν έχετε εσείς; Δεν είμαι βέβαιος. Αυτό απλώς σάς κάνει πιο άσχημους. Με φόντο εκείνον φαίνεστε πολύ πιο κακοί, πολύ πιο εγωιστές.
Πέθανε ο Mujica. Πέθανε ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Έφυγε από αυτόν τον κόσμο σε ηλικία 89 χρόνων. Δεν ξέρω αν ένας τέτοιος άνθρωπος έρχεται μια φορά κάθε σαράντα χρόνια ή κάθε εκατό χρόνια στον κόσμο. Όποιος τον κοιτάζει ντρέπεται για τον εαυτό του. Εσείς δεν ντρέπεστε; Πείτε αλήθεια. Δεν ντρέπεστε καθόλου; Η ζωή του είναι ένα χοντρό μυθιστόρημα με κιτρινισμένες σελίδες. Βεβαίως και η δική σας ζωή είναι μυθιστόρημα. Όμως, η δική σας είναι πολύ φθηνό μυθιστόρημα!
Αγαπώ τον Mujica. Δεν αγαπώ εσάς. Ρωτώ γι’ αυτόν τα ξυπόλυτα παιδιά στις αμμώδεις παραλίες της Ουρουγουάης. Τα παιδιά χορεύουν. Τραγουδούν. Λένε το Bella Ciao, το Venceremos. Όταν τους λέω για τον Mujica, αναπηδάνε και φωνάζουν όλα μαζί «ζήτω». Περνάει από δίπλα μας ο Mujica με το μικρό παλιό σαραβαλάκι του. Αν θελήσουν να απλώσει τα χέρια του για να τα φιλήσουν, δεν δίνει τα χέρια του στα παιδιά. Τα φιλάει στο μέτωπο. Φτωχή, κακότυχη Ουρουγουάη. Τι ωραία που εξέλεξες και έβαλες στην ηγεσία σου έναν άνδρα ο οποίος έζησε χρόνια με τα μυρμήγκια, τα έντομα σε μια τρύπα στη φυλακή. Εμείς δεν μπορέσαμε να το κάνουμε αυτό. Πάρα πολλοί στον κόσμο δεν μπόρεσαν να το κάνουν. Δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την αξία εκείνων που πέρασαν βασανιστήρια στις φυλακές και υπέφεραν πολλά χρόνια για τον λαό. Έρχεται στα αφτιά μου ο ήχος της κιθάρας από το Μοντεβιδέο. Ο Ροντρίγκεζ παίζει αυτή την κιθάρα; Ή μήπως ήρθε εκεί ο Victor Jara από το στάδιο βασανιστηρίων του Σαντιάγκο; Αν κλαίει ένας νέος τώρα σε μια απόμερη γωνιά της Μεσογείου, για εσένα κλαίει, Mujica. Ένα παιδί μού στέλνει την εικόνα σου την οποία ζωγράφισε με μαύρο στυλό. Ζωγραφιά σου.
Στην πατρίδα μου ήρθε καλοκαίρι χωρίς να δει την άνοιξη. Αφού γνώρισα εσένα, κοιτάζω με διαφορετικό τρόπο εκείνους που κάθονται πάνω από το κεφάλι μας. Δεν αγαπώ εσάς. Αγαπώ τον Mujica. Ήταν και εκείνος Πρόεδρος όπως εσείς. Όμως, ζούσε σε καλύβα. Εσείς έχετε Προεδρικά Μέγαρα. Έχετε δούλους, υπηρέτες. Ο Mujica έκανε μόνος του όλες τις δουλειές του. Είχε ένα αυτοκίνητο παλιό μοντέλο, σαραβαλάκι. Εσείς έχετε αυτοκίνητα πολυτελείας. Δεν είχε προσωπικό οδηγό. Εσείς έχετε προσωπικό οδηγό. Δεν είχε σωματοφύλακες. Εσείς έχετε έναν στρατό σωματοφυλάκων. Δεν έτρωγε ο ίδιος τον μισθό που έπαιρνε, τον έδιδε στους φτωχούς. Εσείς τον καταβροχθίζετε και θέλετε και αύξηση και από πάνω. Αχ, πόσο απλά ντυνόταν. Μέχρι τώρα δεν είδα να φοράει γραβάτα σε καμία φωτογραφία του.
Για όλα αυτά δεν σας αγαπώ. Αγαπώ τον Mujica. Σκεφτήκατε ποτέ; Γιατί ζήτησε να θαφτεί δίπλα του το σκυλί του; Μήπως επειδή αγαπούσε πιο πολύ τα τετράποδα από τα δίποδα; Μήπως επειδή μόνο από τα μυρμήγκια είδε έλεος στο κελί της φυλακής δώδεκα χρόνια και μόνο με αυτά μπόρεσε να γίνει φίλος; Ο κόσμος έχασε τον ωραιότερο άνθρωπό του. Είμαστε πιο μόνοι τώρα. Και νιώθουμε πιο λίγο ασφαλείς.
Τώρα, ποιους να ρωτήσω σε αυτό το μικρό νησί στη μέση της θάλασσας πού να βρω μια τέτοια καρδιά; Χρειάζομαι τόσο πολύ έναν Κύπριο Mujica…