Κάποτε ρωτάω τον εαυτό μου όταν βλέπω πως δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα μετά που γράφω τόσα χρόνια: «Μήπως πάντα προς λάθος διεύθυνση τα έγραφα;» Ξέρω πως έχω άδικο. Άδικα ονειρεύεσαι να αλλάξεις κάτι γράφοντας άρθρα, να περιμένεις να διορθωθεί κάτι, να ονειρεύεσαι να γκρεμιστεί ένα ταμπού. Αν ήταν έτσι, αυτός ο κόσμος θα γινόταν εντελώς διαφορετικός. Πέρασαν τόσοι συγγραφείς, τόσοι διανοούμενοι και τόσοι σοφοί άνθρωποι από αυτό τον κόσμο που αν επρόκειτο να άλλαζε κάτι, θα άλλαζαν τα πάντα. Τώρα θα ήθελα να κουβέντιαζα με τον Ντοστογιέφσκι. Θα ήθελα να τον ρωτήσω: «Πώς βρίσκεις τη σημερινή ανθρωπότητα μάστορα;» Ακόμα το μίσος είναι πιο ισχυρό από την αγάπη; Ξέρω, τα ίδια πράγματα περνάνε μέσα και από εσένα πάνω σε αυτή τη βουνοκορφή την οποία ανεβήκαμε για να μυρίσουμε το θυμάρι. Ατενίζουμε τον ουρανό. Ατενίζουμε τον ορίζοντα. Διηγήσου μου την παιδική σου ηλικία. Τις ξέγνοιαστες μέρες σου. Μίλα μου για τα κορόμηλα που έκλεβες τις καλοκαιρινές μέρες από τον κήπο του γείτονα. Τις νύκτες που κοιμόσουν ακουμπώντας το κεφάλι στο γόνατο της μάνας σου. Όποτε έρθει καλοκαίρι σε τούτα εδώ τα μέρη πάντα θυμάμαι τα παλιά θερινά σινεμά. Στέλνω χαιρετίσματα στον φίλο μου, ο οποίος είπε «αν ήμουν βλάκας, θα σκεφτόμουν πως μια μέρα θα πεθάνω και θα λυπόμουν». Δεν λυπάμαι που θα πεθάνω, λυπάμαι επειδή δεν θα μπορέσω να σε ξαναδώ. Τα ανέκδοτα που λες για να με κάνεις να γελάσω. Τα λόγια παρηγοριάς που έλεγες «μη λυπάσαι, θα περάσει και αυτό». Τις αναμνήσεις που απέμειναν από μια βραδιά χωρίς ύπνο. Να πεθάνεις μήπως σημαίνει να μην φιληθείς ξανά; Γιατί βασιλεύει διαφορετικά ο ήλιος μετά από κάθε φορά που κάνεις έρωτα; Σε ποια βουνά να ανέβουμε; Μέχρι πού είναι η αιωνιότητα; Έχει τέλος και η αιωνιότητα;
Όποτε αρχίσω ένα άρθρο, σκέφτομαι «μήπως το έγραψα και προηγουμένως αυτό». Μήπως περνάει πιο γρήγορα από ό,τι στο παρελθόν ο χρόνος; Πότε είναι ο καιρός για το μαύρο σταφύλι; Γιατί υπάρχουν δύο χωριά με το όνομα Τέρα σε αυτό το νησί; Γιατί υπάρχουν εφτά χωριά με το όνομα Καλό Χωριό; Σωστά τα μέτρησα; Δεν είμαι βέβαιος. Φιλικοί και ευγενικοί χωρικοί. Πώς ανοίγουν τις αγκάλες τους στις φωλιές τους στους συγγενείς τους που έρχονται από τις πόλεις. Πώς μοιράζονται το τραπέζι τους. Το αντιλαμβάνονται ακόμα και τα πουλιά. Ο Χριστόφορος με περιμένει στους λόφους του Αστρομερίτη. Κοιτάει από μακριά το παλιό του χωριό. Λέγοντας ιστορίες στα εγγονάκια του.
Αχ, υπάρχει αυτό το νησί, αυτό το νησί. Με κάνει να γράφω πράγματα που δεν θέλω. Μήπως είμαι συμβολαιογράφος; Τι προβλήματα χωρίς τελειωμό υπάρχουν. Πιάνεις μια στήλη εφημερίδας. Γράφεις, γράφεις και δεν τελειώνει. Ιδού ένας φόνος. Η σορός μιας νεαρής γυναίκας στην αμμουδιά. Ανάσκελα. Με μισάνοικτα μάτια. Στα γόνατα και στους ώμους της κόκκινες κηλίδες. Σαν να την ανάγκασε κάποιος να γονατίσει και την πίεσε στους ώμους. Μόλις είδα αυτή τη φωτογραφία που δεν είναι γνωστό ποιος την έβγαλε, είπα πως είναι φόνος. Όμως, η Αστυνομία λέει πως είναι αυτοκτονία. Έχω πάρα πολλούς λόγους για να μην εμπιστεύομαι αυτή την Αστυνομία. Ποιος στη σειρά είναι αυτός ο φόνος που γράφεται στους ανεξιχνίαστους; Η εγκυκλοπαίδειά μας με τους άγνωστους δολοφόνους φούσκωσε πολύ αγαπητέ μου φίλε. Εσύ πάντα ζητάς λύση σε αυτό το νησί. Εγώ ζητώ δικαιοσύνη. Τι να κάνω μια λύση χωρίς δικαιοσύνη άλλωστε;
Έχω παράπονα για την Αφροδίτη. Είναι το νησί του έρωτα, όμως δεν με κάνει να γράφω ακόμα και ερωτικά ποιήματα. Τι άλλο υπάρχει εδώ εκτός από ιστορία πολέμου και ειρήνης; Στον πόλεμο μοιραστήκαμε, γκρεμιστήκαμε. Ύστερα η ειρήνη δεν έλειπε από τη γλώσσα μας. Η ζωή μας πέρασε μιλώντας συνεχώς για ειρήνη. Μήπως είμαστε κουρασμένοι από την ειρήνη; Στα όνειρά μας πάντα υπάρχει ένα λευκό περιστέρι. Είμαστε σαν τα ονειροπόλα παιδιά που περιμένουν τον πρίγκιπα με το λευκό άλογο. Ό,τι υπήρχε τα οποία δεν θα μπορούσαμε να συνηθίσουμε, τα συνηθίσαμε όλα. Όλα τα κακά έχουν γίνει τόσο συνηθισμένα στη ζωή μας που δεν μας εκπλήσσουν πλέον. Μήπως ήταν κάτι για να συνηθίσει κανείς τα χρόνια της κατάπαυσης του πυρός σε αυτό το μικρό νησί το μοιρασμένο από τη μέση; Το συνηθίσαμε και αυτό. Μόλις ανατείλει ο ήλιος, θα χαθούν.
Αυτά είναι βραδινά μουρμουρητά που σμίγουν με το θρόισμα του ευκάλυπτου. Θα ξυπνήσετε με φρέσκιες ελπίδες.