Η σχολική και νεανική παραβατικότητα αποτελούν αυξανόμενη πρόκληση για τη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν περιορίζεται στις σχολικές αίθουσες, αλλά αντανακλά ευρύτερες κοινωνικές, οικογενειακές και πολιτισμικές μεταβολές. Από την ενδοσχολική βία, τον σχολικό εκφοβισμό και τη φθορά περιουσίας, μέχρι την παραβίαση κανόνων, τη χρήση ουσιών και την πρώιμη εμπλοκή σε παραβατικές συμπεριφορές, οι εκφάνσεις του φαινομένου είναι πολυδιάστατες και απαιτούν συντονισμένη και στρατηγική αντιμετώπιση.
Η ανάγκη για ανάπτυξη και εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου στρατηγικού σχεδιασμού για την πρόληψη και τη διαχείριση της νεανικής παραβατικότητας είναι επιτακτική. Η απουσία μακροπρόθεσμου οράματος και συντονισμένων πολιτικών οδηγεί σε αποσπασματικές παρεμβάσεις, που δεν αντιμετωπίζουν τις ρίζες του προβλήματος. Αντίθετα, ένας στρατηγικός σχεδιασμός που εδράζεται στην επιστημονική γνώση, την κοινωνική ανάλυση και τη διατομεακή συνεργασία μπορεί να οδηγήσει σε ουσιαστικά και βιώσιμα αποτελέσματα. Ο στρατηγικός σχεδιασμός οφείλει να περιλαμβάνει σαφείς στόχους, εργαλεία αξιολόγησης και χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. Στο επίκεντρο πρέπει να τεθεί η πρόληψη, με την ενίσχυση του θετικού σχολικού κλίματος, την εκπαίδευση στη συναισθηματική αγωγή και την ενίσχυση των δεξιοτήτων ζωής των μαθητών. Παράλληλα, πρέπει να εφαρμοστούν έγκαιροι μηχανισμοί εντοπισμού κινδύνου και άμεσης παρέμβασης, με τη στήριξη της οικογένειας και την ενεργοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών.
Η σχολική μονάδα δεν μπορεί να αντιμετωπίζει από μόνη της το φαινόμενο της παραβατικότητας. Χρειάζεται συνεργασία με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, την Αστυνομία, τις Επαρχιακές Υπηρεσίες Ευημερίας και, κυρίως, με τους γονείς. Ο στρατηγικός σχεδιασμός πρέπει να προωθεί την οριζόντια συνεργασία μεταξύ των Υπουργείων Παιδείας, Υγείας, Κοινωνικής Πρόνοιας, Δικαιοσύνης και Εργασίας, ώστε να δημιουργηθεί ένα συνεκτικό πλέγμα προστασίας και ενδυνάμωσης των νέων. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η επένδυση στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και των επαγγελματιών πρώτης γραμμής, ώστε να αναγνωρίζουν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά περιστατικά παραβατικότητας, χωρίς στιγματισμό και με σεβασμό στην προσωπικότητα του παιδιού. Τέλος, η ενεργός συμμετοχή των ίδιων των παιδιών και των νέων στη χάραξη πολιτικών αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχία οποιασδήποτε στρατηγικής. Μέσα από μαθητικά συμβούλια, προγράμματα ενδυνάμωσης και ανοικτά διαβούλια, τα παιδιά μπορούν να γίνουν συμμέτοχοι και όχι απλοί αποδέκτες των πολιτικών που τα αφορούν.
Η επένδυση στον στρατηγικό σχεδιασμό για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας δεν είναι πολυτέλεια. Είναι θεμέλιο για μια δίκαιη, ασφαλή και συνεκτική κοινωνία. Γιατί το σχολείο δεν είναι μόνο χώρος μάθησης, αλλά και πεδίο διαμόρφωσης χαρακτήρων και πολιτών του αύριο.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη