Σε μια εποχή που η δημόσια υγεία θα έπρεπε να αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο μιας δίκαιης και ανθεκτικής κοινωνίας, η Κύπρος ακολουθεί με ανησυχητική ταχύτητα το μονοπάτι της εμπορευματοποίησης της ιατρικής φροντίδας. Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται έντονη κινητικότητα γύρω από τις εξαγορές ιδιωτικών νοσηλευτηρίων και ιατρικών κέντρων από μεγάλους ομίλους, επενδυτικά ταμεία και εταιρείες συμφερόντων που συχνά δεν σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη. Πρόκειται για μια διαδικασία που, αν και παρουσιάζεται ως εκσυγχρονισμός ή βελτιστοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την ποιότητα, την προσβασιμότητα και την ισότητα στον χώρο της Υγείας.
Η υγειονομική περίθαλψη μετατρέπεται σε επενδυτικό προϊόν και ο ασθενής σε πελάτη. Οι αποφάσεις για το πού και πώς θα επενδυθούν οι πόροι καθορίζονται από οικονομικά κριτήρια και όχι από τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Η προληπτική ιατρική, οι χρόνιοι ασθενείς, τα μη επικερδή περιστατικά μπαίνουν στο περιθώριο.
Οι εξαγορές αυτές δεν είναι άσχετες με τις έντονες πιέσεις που δέχεται το Γενικό Σύστημα Υγείας (ΓεΣΥ). Η συγκέντρωση δύναμης στα χέρια λίγων μεγάλων ομίλων μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες ολιγοπωλίου και ελέγχου της αγοράς υγείας. Επιπλέον, νοσηλευτήρια που εντάσσονται στο ΓεΣΥ ή κέντρα που παρέχουν ήδη υπηρεσίες αλλά άλλαξε το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς αρχίζουν σταδιακά να επαναδιαπραγματεύονται όρους, να επιβάλλουν περιορισμούς και να αποσύρονται επιλεκτικά από υπηρεσίες που θεωρούνται μη κερδοφόρες.
Και κάπως ετσι, το σύστημα αποδυναμώνεται, ενώ οι πολίτες κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με ένα διπλό τιμολόγιο. Τις εισφορές τους στο ΓεΣΥ, από τη μια, και την ανάγκη να καταφύγουν σε ιδιωτικές υπηρεσίες με υψηλό κόστος, από την άλλη.
Όταν η Υγεία περνά στα χέρια μεγάλων επιχειρηματικών σχημάτων, χάνεται και το στοιχείο της κοινωνικής λογοδοσίας. Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από γιατρούς ή επαγγελματίες Υγείας με βάση τις ανάγκες της κοινότητας, των ασθενών αλλά από διοικητικά συμβούλια και επενδυτές. Τοπικές κοινωνίες χάνουν τον έλεγχο επί της υγειονομικής τους φροντίδας, ενώ οι επαγγελματίες Υγείας μετατρέπονται σε εργαζόμενους υπό πίεση για αύξηση παραγωγικότητας, εις βάρος της ποιότητας και του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα της φροντίδας.
Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια να αφήσει την υγεία της στα χέρια της αγοράς. Η Πολιτεία, το κράτος, οφείλει να χαράξει ξεκάθαρες κόκκινες γραμμές απέναντι στη συγκέντρωση ιδιωτικής υγειονομικής ισχύος. Απαιτείται αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις εξαγορές, διαφάνεια στις συμφωνίες και ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού. Πάνω απ’ όλα, απαιτείται η ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα του ΓεΣΥ, με σταθερή χρηματοδότηση, στήριξη του ανθρώπινου δυναμικού και επενδύσεις σε πρωτοβάθμια φροντίδα Υγείας.
Η Υγεία δεν είναι εμπόρευμα. Είναι κοινωνικό δικαίωμα. Κι αυτό το δικαίωμα πρέπει η κυβέρνηση να το προστατεύσει.