Όχι, δεν θα συνεχίσουν έτσι αυτές οι μέρες, θα τελειώσουν βεβαίως και όλα αυτά, όπως τελειώνουν όλα. Δεν θα είναι πάντα έτσι θλιμμένα τα λουλούδια στις γλάστρες που αράδιασες στο παράθυρό σου. Δεν θα δίνεις πάντα κακές ειδήσεις στους φίλους σου που βρίσκονται μακριά. Θα αλλάξουν όλα που νομίζεις ότι δεν αλλάζουν. Θα μείνουν μόνο οι εποχές. Ο Απρίλιος μετά τον Μάρτιο. Η Κυριακή μετά το Σάββατο. Θα έχεις Ιούληδες που δεν θα υποδέχεσαι με τόση μελαγχολία, τόση θλίψη. Όταν βγουν από το χώμα και δοθούν τα λείψανα και του τελευταίου αγνοούμενου. Είσαι ανήσυχος και ταραγμένος, όμως τώρα περνάς μέρες που κάποτε δεν μπορείς να ξέρεις πού θα σε βγάλουν. Ακόμα υπάρχουν μυστικά που δεν μπόρεσες να λύσεις μια ζωή. Έριξαν τόσους κόμπους στον χρόνο που ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς να τους λύσεις. Αν δεν μπόρεσαν να τους λύσουν ακόμα και οι μάστορες του Γόρδιου, εγώ πώς να τους λύσω; Δεν σού υποβάλλω ερωτήσεις που ξέρω τις απαντήσεις τους. Αν έμεινε κάτι που δεν ξέρω, πες μου το εσύ. Και εγώ μπορεί να σου προτείνω βραβείο προσφοράς έναντι αυτού. Αυτά πρέπει να είναι πράγματα που οι άνθρωποι θα ακούσουν πρώτα από εμένα. Ό,τι υπάρχει που θέλουν να πουν και δεν μπορούν, θα τα πω εγώ στη θέση τους. Όμως, δεν θα δώσω νέες ειδήσεις σε κανέναν, δεν θα πω ποιος σκότωσε τα παιδιά στο μπάνιο, ούτε και ποιος πυροβόλησε τον Αϊχάν. Μόνο σε αυτούς θα τα διηγηθώ αυτά. Θα ανοίξω τις πόρτες των ψυχών. Θα σαστίσουν πώς μπήκα εκεί. Πώς έσπασα εκείνες τις ατσάλινες αλυσίδες που δεν σπάνε. Θα το κάνω αυτό ένα πρωί αφότου φάω πίτα με χαλλούμι και ελιές από τον κουλουρά με την αγαπημένη μου. Θα γίνουν μάρτυρες του έρωτά μας οι πεταλούδες στο βουνό. Δεν θα μας κατακρίνουν. Ακόμα και αν κάνουμε περισσότερα. Όπως ήρθαμε σε αυτό τον κόσμο χωρίς να το αντιληφθεί κανείς, έτσι θα φύγουμε στο τέλος; Δεν θα αντιληφθούν την απουσία μας ακόμα και οι πεταλούδες;
Άντε, φύγε από πάνω μου βασιλιά των κερατάδων. Δεν έχω περισσότερο χρόνο να σου αφιερώσω. Κρίμα στις ώρες που έκλεψα από την αγαπημένη. Ξέρεις, εγώ είμαι προδότης της πατρίδας. Ενώ εσύ είσαι γνωστός πατριώτης. Αν κάποιος ληστέψει αυτό το έθνος, αυτός είσαι εσύ. Εγώ δεν μπορώ να το ληστέψω. Αν κάποιος κλέψει, αυτός είσαι εσύ. Εγώ δεν μπορώ να κλέψω. Το δικό σου καταφύγιο είναι μια σημαία. Το δικό μου καταφύγιο είναι τα στήθη της αγαπημένης μου. Τα μάτια που δεν βλέπουν, γίνονται αμύγδαλα όταν πεθάνουν; Είστε τυχεροί, αποκτήσατε αμυγδαλωτά μάτια πριν να πεθάνετε. Αν είναι η πιο απλοϊκή ευχή του κόσμου το «να αναπαύεται σε τόπο φωτεινό», το πιο μεγάλο ψέμα του κόσμου είναι η απάντηση που δίδει η κοινότητα στην ερώτηση «πώς ήταν ο μακαρίτης».
Τι λες για ένα πρωινό μου μυρίζει καπήρα; Η μητέρα μου έκανε γλυκό του κουταλιού καρυδάκι και νεράντζι. Σκούπιζε το σπίτι, έπλενε τα ρούχα με αλισίβα. Έβαζε τα χέρια της στη θάλασσα όταν είχαν έκζεμα επειδή έκανε καλό το αλμυρό νερό. Κρεμούσε θαλασσιά χάντρα για το μάτι και έκαιγε φύλλα ελιάς επειδή έκαναν καλό. Δεν έκοβε νύχια τα βράδια επειδή δεν ήταν καλό. Μαζευτείτε στο τραπέζι κάτω από την κληματαριά. Μας καλούν και τα βουνά. Να πάρουμε όλοι μαζί τους δρόμους. Να κοιτάνε από πίσω μας τα άνθη των ροδιών. Μην ξεχνάς να ποτίσεις τα γεράνια στις γλάστρες. Τάισε τη Βάντα. Χάιδεψε τον Κούκι στο κεφάλι. Διάβασε ακόμα μια φορά την τελευταία σελίδα του Γκαμπριέλ Μάρκεζ. Στα δικά μας ημερολόγια δεν έχουμε σημαδεμένες ειδικές μέρες. Δεν έχει σημασία ο χώρος. Κάνουμε έρωτα και σε ένα χωράφι με μαργαρίτες.
Ιδού, είμαι εδώ, σε μια πόλη που μυρίζει Λουζινιανούς και Ενετούς. Δεν φεύγω για πουθενά. Θα κοιτάξω ακόμα μια φορά αν κάποιος έκλεψε τα άδειους τάφους που περιμένουν τον μουσαφίρη τους. Δεν σκότωσα ακόμα τους δολοφόνους των ομαδικών τάφων. Δεν θα τους σκοτώσω. Θα κλέψω τις σημαίες που αναρτιούνται στους συλλόγους και θα ράψω πουκάμισα στα παιδιά. Θα πάω στον Ακάμα ακόμα, δεν μπορώ να πεθάνω πριν δω τον Ακάμα. Δεν έχω καμία φωτογραφία από την Κρήτου Τέρρα, θέλω και από εκεί μια ανάμνηση. Μην ανησυχείτε για μένα. Φάτε εσείς το σταφύλι. Και εγώ θα δείρω τον αμπελουργό.