Τα τελευταία χρόνια, έχουμε βάλει τις σωστές βάσεις για τον πώς μιλούμε πιο σωστά, έχουμε καταφέρει να δρούμε καλύτερα απέναντι σε συμπολίτες μας και ομάδες. Ωστόσο αυτή η τάση μας προς τον αρνητισμό μοιάζει περισσότερο με Λερναία Ύδρα, ένα τέρας που δεν μπορούμε να νικήσουμε τόσο εύκολα. Κι αυτό γιατί κάθε φορά που καταφέρνουμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, έρχεται μία νέα κατάσταση που μας πάει και πάλι στο ίδιο σημείο.
Στην εποχή λοιπόν των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, κάθε αρνητικό σχόλιο παρουσιάζεται ως κριτική. Το να είσαι δημόσιο πρόσωπο σημαίνει αυτόματα πως έχεις τα μέσα, είσαι άχρηστος, κόντρα στους μεροκαματιάρηδες πολίτες, είσαι σίγουρα πλούσιος, έχεις σίγουρα τα κονέ για να παίρνεις τα πολλά, τα εύκολα χρήματα. Ακόμη και αν είσαι πολιτικός που ναι, μπορεί να μην είσαι ο άνθρωπος του μόχθου, πάλι στο ίδιο καζάνι θα βράζεις. Εντούτοις υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην κριτική που ασκείται απέναντι στα πρόσωπα και την τοξικότητα που βγαίνει αβίαστα από πολλούς ανθρώπους με στόχο να πουν οτιδήποτε αρνητικό για κάποιον που πολύ απλά μπορεί να μην τον συμπαθούν. Η συμπάθεια ή η αντιπάθεια είναι θεμιτές. Η τοξικότητα, όμως, δεν είναι κριτική.
Δεν είναι λίγες οι φορές που μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, με την αμεσότητα και την ψευδαίσθηση «οικειότητας» που προσφέρουν, πολίτες επιλέγουν να επιτεθούν προσωπικά και συχνά απροκάλυπτα σε πολιτικά πρόσωπα, όχι για τις πολιτικές τους πράξεις ή παραλείψεις, αλλά για τις ανθρώπινες στιγμές τους.
Υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στην άσκηση κριτικής και στην τοξικότητα. Η πρώτη αποτελεί βασικό στοιχείο της δημοκρατίας. Είναι απαραίτητο να μπορούμε να αξιολογούμε το έργο των πολιτικών, να τους ζητούμε να λογοδοτήσουν, να σχολιάζουμε αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή μας. Η κριτική έχει θέση στον δημόσιο διάλογο όταν είναι τεκμηριωμένη, ψύχραιμη και αφορά το πεδίο στο οποίο ένα πρόσωπο είναι υπόλογο: το θεσμικό, το επαγγελματικό, το κοινωνικό. Η τοξικότητα, αντίθετα, αφορά την πρόθεση όχι να διαφωνήσεις, αλλά να προσβάλεις, να μειώσεις, να απαξιώσεις. Δεν έχει στόχο τη βελτίωση της πολιτικής ζωής, αλλά την αποδόμηση της ανθρώπινης υπόστασης του «άλλου».
Και οι φωτογραφίες που δημοσιεύουν πρόσωπα που βρίσκονται στον δημόσιο βίο, δεν είναι λόγος άσκησης κριτικής, αλλά μια ουσιαστική παρεκτροπή από την οποιαδήποτε κριτική. Άλλο να σχολιάσεις την παρουσία ενός πολιτικού σε μια δημόσια εκδήλωση λόγω συμβολισμού ή πολιτικής σημασίας, άλλο να σχολιάσεις μια προσωπική του στιγμή. Το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα δεν ακυρώνεται με την ανάληψη ενός αξιώματος. Ο δημόσιος ρόλος δεν σημαίνει απόλυτη έκθεση ούτε αφανισμό της προσωπικής ζωής. Και όταν η πολιτική αντιπαράθεση μετατρέπεται σε ανθρωποφαγία, η συζήτηση παύει να είναι πολιτική και γίνεται προσωπική. Αυτό δεν δυναμώνει τη δημοκρατία, την κάνει πιο φτωχή.