Οι πυρκαγιές της τουρκικής εισβολής του 1974, ως συνέπεια του ταυτόχρονου βομβαρδισμού των κυπριακών δασών από την τουρκική αεροπορία, με αποτέλεσμα να αφανιστεί το 30% των παραγωγικών δασών της Κύπρου, σε έκταση περίπου 260 τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχουν μείνει στην Ιστορία ως οι πιο καταστροφικές στη σύγχρονη ιστορία των κυπριακών δασών. Συγκεκριμένα, από το 1885, οπότε άρχισαν οι καταγραφές του Τμήματος Δασών, μέχρι σήμερα. Επίκληση στο ολέθριο αποτύπωμα γίνεται μέχρι τις μέρες μας, για να σχηματιστεί το μέγεθος μίας μεγάλης πυρκαγιάς, χωρίς ωστόσο να προκύπτει «διάδοχος» από την όποια σύγκριση μαζί τους. Για παράδειγμα, στην πυρκαγιά του Αρακαπά (2021), που άφησε πίσω της 55 τετραγωνικά χιλιόμετρα καμένης γης, η κυβέρνηση έκανε λόγο για μία τραγωδία της οποίας δεν υπήρξε προηγούμενο, πλην της περιόδου της εισβολής το 1974.
Κάηκε το 1/3 του Δάσους της Πάφου
- Το μέγεθος της καταστροφής αποτυπώνεται στην Ετήσια Έκθεση του Τμήματος Δασών για το 1974 και σε φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Τμήματος Δασών, μέρος των οποίων δημοσιεύει σήμερα ο «Π». Στις εικόνες παρουσιάζονται οι καβουρνιασμένες πλαγιές από το Δάσος της Πάφου, το οποίο δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα, στο βόρειο μέρος του. Σύμφωνα με την Έκθεση, από την έκταση περίπου 260 τετραγωνικών χιλιομέτρων, περίπου τα 216 km² αφορούσαν το Δάσος της Πάφου, καθώς κάηκε σε ποσοστό 35,79%. «Μερικοί από τους αυτόχθονες κέδρους μας και αγρινά έχουν επίσης καταστραφεί», σημειώνει στην Έκθεση ο τότε διευθυντής του Τμήματος, Ε. Δ. Μιχαηλίδης.
«Υπό τις χειρότερες συνθήκες»
«Ο Ιούλιος είναι ένας από τους πιο ξηρούς και ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες της Κύπρου και ως εκ τούτου τα δάση είναι ιδιαίτερα εύφλεκτα κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα. Ακριβώς κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα, εν μέσω πανικού, σύγχυσης και αποδιοργάνωσης που προκλήθηκε από την εισβολή, η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε με εμπρηστικές βόμβες τα δάση μας ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία. Έτσι, το Τμήμα Δασών κατέσβησε αυτές τις πυρκαγιές υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες, σε μια εποχή που όλα ήταν κινητοποιημένα για την πολεμική προσπάθεια. Οι λειτουργοί εργάστηκαν μέχρι εξάντλησης για πολλές μέρες και νύχτες, με αυτοθυσία, ζήλο και αφοσίωση, άξιοι κάθε επαίνου και συγχαρητηρίων. Χάρη σε αυτή την πρωτοφανή προσπάθεια, σε συνδυασμό με τη βοήθεια πολλών εκατοντάδων εθελοντών από κοντινά και μακρινά χωριά, οι πυρκαγιές τελικά σβήστηκαν», σημείωσε.
Στο μεταξύ και όπως τονίζεται στην Έκθεση, το 24,1% των δασών της Κύπρου, συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της οροσειράς του Πενταδακτύλου, καταλήφθηκαν από τους Τούρκους εισβολείς, καθώς και πολλοί δασικοί σταθμοί, σταθμοί πυρασφάλειας και εξοπλισμός.
Από σφαίρες κατά αντιστασιακών
Πληροφορίες και μαρτυρίες για το αρχικό ξέσπασμα των πυρκαγιών στο Δάσος της Πάφου και τις τιτάνιες προσπάθειες κατάσβεσης παραθέτει στο βιβλίο του με τον τίτλο «Κάμπος – Τσακίστρα – Τμήμα Δασών, αμφίδρομες σχέσεις» (Λευκωσία 2024), ο Κωνσταντίνος Χειμώνας. Ο συγγραφέας υπηρέτησε στο Τμήμα Δασών 41 χρόνια και συμμετείχε στις προσπάθειες κατάσβεσης της πυρκαγιάς στο Δάσος της Πάφου. Επικαλούμενος προφορικές μαρτυρίες τριών δασικών υπαλλήλων, σημειώνει ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε σε μικρή έκταση πριν την ημέρα της εισβολής (20 Ιουλίου) και συγκεκριμένα στις 18 με 19 Ιουλίου, κατά το κυνήγι αντιστασιακών από ομάδα στρατιωτών. Στη συνέχεια, λόγω παρεμπόδισης από τον στρατό και των περιστάσεων της εισβολής, η φωτιά δεν αντιμετωπίστηκε έγκαιρα και η τουρκική πολεμική αεροπορία, η οποία βομβάρδισε όλο το μέτωπο της ακτής της βόρειας Τηλλυρίας, τη γιγάντωσε.
«Από προφορικές μαρτυρίες τριών δασικών υπαλλήλων, των Χρίστου Οικονομίδη από τον Πεδουλά, Λοΐζου Παναγιώτου από τον Ποταμό του Κάμπου και Άγγελου Αριστοδήμου από τη Γαληνή, που καταγράφηκαν από το Τμήμα Δασών κατόπιν συνεντεύξεως, σημειώνεται ότι ο Κρητικός διοικητής της περιοχής Συρμένης-Καππάρκα της Τηλλυρίας, με το όνομα Σαρρής, έβαλλε με τους στρατιώτες του με εμπρηστικές σφαίρες εναντίον αντιστασιακών, που κατέφυγαν στο δάσος για να σωθούν, με αποτέλεσμα να προκληθεί πυρκαγιά», αναφέρει ο συγγραφέας.
«Παρεμποδίστηκαν από τον διοικητή»
«Οι δυνάμεις του Τμήματος Δασών, που προσέτρεξαν για να την κατασβήσουν, παρεμποδίστηκαν από τον στρατιωτικό διοικητή με αποτέλεσμα η φωτιά να πάρει διαστάσεις. Για την κατάσβεσή της προσέτρεξαν και από πλευράς του Κάμπου προς Λιμνίτη και Καμπίτες, υπό την καθοδήγηση του δασοπόνου Θεοχάρη Ματσούκα. Από προφορική μαρτυρία του Γιακουμή Παντελή, ο οποίος μετείχε στην ομάδα κατάσβεσης, το βράδυ της 19/07/1974 η πυρκαγιά δεν προχωρούσε αρκετά και υπήρχε δυνατότητα να αντιμετωπιστεί. Ένα μήνυμα, όμως, που ο Θεοχάρης Ματσούκας πήρε στον ασύρματό του, τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν και να επιστρέψουν στο χωριό. Το μήνυμα έλεγε ότι η Τουρκία έκανε απόβαση στην Κερύνεια».
Οι τουρκικές βόμβες και η ανακοπή
Το πρωί της 20 Ιουλίου 1974 η τουρκική πολεμική αεροπορία συνέχιζε το έργο που άρχισαν οι αυτόχειρες, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Χειμώνας. Βομβάρδιζε με εμπρηστικές βόμβες όλο το μέτωπο της βόρειας ακτής της Τηλλυρίας, με αποτέλεσμα η φωτιά να θεριέψει και να τυλίξει στις φλόγες τις κοιλάδες Ξερού – Κάμπου, Λιμνίτη, Φλέγιας Κατούρη μέχρι τα υψώματα της κοιλάδας Λιβαδιού και σε βάθος, αφού πέρασε τον δρόμο Κάμπου – Σταυρού Ψώκας, να φτάσει μέχρι την Ιρκά Στερατζιά, μια κοιλάδα πριν την Κοιλάδα των Κέδρων, όπου και ανακόπηκε από ισχυρές επίγειες δυνάμεις στο αργάκι του Λιβαδιού – Κουπανίστρας και Αθέρα, πάνω από το νερό του Παπάλουκα».
Στη συνέχεια αναφέρει ότι οι ισχυρές επίγειες δυνάμεις αποτελούνταν από νεαρούς έφεδρους Καμπίτες, όπως και παλιούς έμπειρους υλοτόμους, και πολλούς άλλους, υπό την καθοδήγηση των δασικών υπαλλήλων Σάββα Θεοφάνους, Σεραφείμ Μιχαήλ, Θεοχάρη Ματσούκα και του ιδίου. «Η ομάδα των νεαρών, μετά την αναχαίτιση της φωτιάς στην κοιλάδα της Ιρκάς Στερατζιάς, προχώρησε προς τον Χοντρό και κατέληξε στα Βροδίσια, όπου και ανακόπηκε η φωτιά, αφού έκαψε και τα Καρκοπούλια», προσθέτει, επικαλούμενος ως πηγή πληροφοριών τις μαρτυρίες των Χαμπή Ηλία, Σάββα Θεοφάνους (συντηρητή του Τμήματος Δασών) και του ιδίου.
Αναδάσωση μέχρι το ’82
Από την πρώτη στιγμή, μαζί με την προσπάθεια διάσωσης της καμένης ξυλείας, εκπονήθηκε από το Τμήμα Δασών, με τη βοήθεια συμβούλων διαφόρων χωρών και τη F.A.O., και σχέδιο αναδάσωσης των καμένων περιοχών. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Χειμώνα, η όλη προσπάθεια κράτησε 7 – 8 χρόνια, μέχρι το 1981 – 82. Χρησιμοποιήθηκαν μηχανήματα αλλά εργοδοτήθηκαν και εκατοντάδες εργάτες για φύτευση, σπορά και κατασκευή κρατονιών στο χέρι, εκεί που τα μηχανήματα ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθούν ή επιβαλλόταν να μην χρηιμοποιηθούν. Για τον άθλο αυτόν το Τμήμα Δασών τιμήθηκε με το βραβείο «Schlish», μέσω της δασικής Κοινοπολιτειακής Ενώσεως.
10.600.000 κυβικά πόδια ξυλείας απαιτούσαν άμεσα διάσωση
Σύμφωνα με την Έκθεση του διευθυντή του Τμήματος Δασών, η τουρκική εισβολή ανέτρεψε το Σχέδιο Εργασίας για το 1974, καθώς σχεδόν όλες οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην επιχείρηση διάσωσης της καμένης ξυλείας στο Δάσος της Πάφου. «Αυτή ήταν μια γιγαντιαία και πρωτοφανής επιχείρηση για την Κύπρο. Περίπου 10.600.000 κυβικά πόδια (300.198 m3) ξυλείας απαιτούσαν διάσωση στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, ώστε να αποφευχθεί η προσβολή από έντομα και μύκητες ή η φυσική φθορά. Μέρος αυτής βρισκόταν σε πολύ δύσκολες και απρόσιτες περιοχές», σημειώνεται. Όμως η καταστροφή βρήκε το Τμήμα Δασών απροετοίμαστο, καθώς η αξιοποίηση των δασών μέχρι τότε βρισκόταν στα χέρια μικρών ιδιωτών εργολάβων, των οποίων οι εργασίες δεν ήταν μηχανοποιημένες.
Ειδικοί από το εξωτερικό
Ειδικοί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας (F.A.O.), την Ελλάδα, τη Βρετανία και την τότε Ομοσπονδιακή (Δυτική) Δημοκρατία της Γερμανίας ήρθαν στο νησί και έδωσαν τις συμβουλές τους για διάφορες πτυχές της επιχείρησης. Σύγχρονος μηχανολογικός εξοπλισμός αγοράστηκε από το Τμήμα Δασών και άλλα δόθηκαν ως βοήθεια από την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γιουγκοσλαβία και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
«Στήθηκαν συνεργεία σε κάθε κοιλάδα και σε κάθε καμένη περιοχή, που στελεχώθηκαν με έμπειρους υλοτόμους από Κάμπο – Τσακκίστρα, Παναγιά, Πύργο, τα γύρω χωριά και όχι μόνο, για την εκκοπή των δέντρων, την αποκλάδωσή τους και τον τεμαχισμό τους. Στρατεύτηκαν εργάτες, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι, οι περισσότεροι πρόσφυγες λόγω της τουρκικής εισβολής, από τη Γαληνή, τη Βαρίσια, τον Λουτρό, τον Ποταμό του Κάμπου, τον Ξερό, την Πεντάγυια, όπως και μαθητές των γυμνασίων από τον Κάμπο και εκτοπισμένοι για τη μετατόπιση, τη φόρτωση και τη μεταφορά των κορμοτεμαχίων στις ξυλοσχιστικές μηχανές του Κάμπου και τις Δασικές Βιομηχανίες της Κοκκινοτριμιθιάς και όχι μόνο. Οι κορμοί, που επιλέγονταν για οικοδομήσιμη ξυλεία, αν δεν απορροφούνταν άμεσα από το παζάρι, αποφλοιώνονταν και αποθηκεύονταν σε ειδικά διαμορφωμένες πλατείες εντός του δάσους, σε κάθε κοιλάδα, και τους γινόταν ειδική συντήρηση μέχρι να απορροφηθούν από το παζάρι», αναφέρει στο βιβλίο του ο Κωνσταντίνος Χειμώνας.
Επικαλούμενος στατιστικά στοιχεία του Τμήματος Δασών, αναφέρει ότι ασχολήθηκαν καθημερινά για τη διάσωση της καμένης ξυλείας περίπου 1,000 άτομα και εξάγονταν από το δάσος περί τα 90 αυτοκίνητα ξυλείας ημερησίως. Τονίζει ότι η διάσωση της ξυλείας κράτησε 4 περίπου χρόνια. Εξήχθησαν από το δάσος γύρω στις 308,650 m3, εκ των οποίων 175,868 m3 μέτρα διατέθηκαν στην ντόπια αγορά, ενώ τα υπόλοιπα δόθηκαν στις Δασικές Βιομηχανίες σε συμφωνημένη τιμή και εισπράχθηκε το ποσό των £1.965,200 λιρών. Τα καυσόξυλα και όλη η ελαττωματική ξυλεία χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή ξυλανθράκων. Για τον σκοπό αυτόν παραχωρήθηκε από το Τμήμα Δασών προς όσους έδειξαν ενδιαφέρον αρκετός αριθμός μεταλλικών καμινιών.
Πηγή φωτογραφιών: Τμήμα Δασών