«Αυτός που ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον. Αυτός που ελέγχει το παρόν, ελέγχει το παρελθόν» (George Orwell, «1984»)
Στο μνημειώδες μυθιστόρημά του με τίτλο «1984» (γνωστό και ως «Ο Μεγάλος Αδελφός») ο άγγλος συγγραφέας Τζωρτζ Όργουελ περιγράφει μια φανταστική χώρα, την Ωκεανία, όπου το ολοκληρωτικό καθεστώς του Μεγάλου Αδελφού παρακολουθεί τα πάντα, ακόμα και τη σκέψη μέσα από τη γλώσσα του σώματος και τις εκφράσεις του προσώπου. Η μόνη αλήθεια που επιτρέπεται σε αυτή τη δυστοπική χώρα είναι εκείνη που προβάλλει ο Μεγάλος Αδελφός, κάθε δε παρέκκλιση από αυτήν τιμωρείται αμείλικτα. Ο έλεγχος του Κόμματος δεν περιορίζεται μόνο στο παρόν, αλλά επεκτείνεται και στο παρελθόν. Το καθεστώς έχει στήσει ένα γιγαντιαίο μηχανισμό, ο οποίος ασχολείται αποκλειστικά με την προσαρμογή των γεγονότων του παρελθόντος στις ανάγκες του σήμερα, δηλαδή του καθεστώτος. Με αυτό τον τρόπο τα γεγονότα είτε εξαφανίζονται, είτε διαστρεβλώνονται. Οι εφημερίδες και τα βιβλία επανεκδίδονται, όπως επίσης οι επίσημες ανακοινώσεις και δηλώσεις αξιωματούχων της εξουσίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι το καθεστώς ασκεί απόλυτο έλεγχο στο περιεχόμενο της συλλογικής μνήμης, ελέγχει τη σκέψη του παρόντος και προετοιμάζει με ακρίβεια τις μελλοντικές συνειδήσεις. Κατ΄αυτό τον τρόπο το καθεστώς επιχειρεί να διασφαλίσει την μη αμφισβήτησή του ούτε από τις τωρινές ούτε από τις μελλοντικές γενεές.
Αυτά και άλλα πολλά ανασύρθηκαν από το υποσυνείδητό μου τον τελευταίο καιρό με αφορμή τις κηδείες στα κατεχόμενα των Τουρκοκυπρίων που σκοτώθηκαν εν ψυχρώ από δολοφόνους της ΕΟΚΑ Β΄ στην Αλόα, Σανταλάρη και Μαράθα στις 14 Αυγούστου 1974, στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Οι κηδείες των 126 θυμάτων γίνονται σταδιακά, ανάλογα με τον ρυθμό ταυτοποίησης των οστών τους από την Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων. Σαράντα έξι χρόνια μετά και οι δύο κοινότητες κηδεύουν η καθεμιά τα θύματά της, είτε αυτά σκοτώθηκαν σε μάχες, είτε έπεσαν θύματα δολοφονιών. Με τη διαφορά ότι το τι συμβαίνει στη μια πλευρά δεν γίνεται γνωστό στην άλλη. Θα ανέμενε κανείς ότι οι κηδείες των θυμάτων θα καλύπτονταν και από τα δικά μας Μέσα, αφού και αυτό σημάδεψε τραγικά την ιστορία του τόπου μας. Αυτό δεν έγινε, όπως ακριβώς κάνουν τα τουρκοκυπριακά Μέσα, τα οποία αγνοούν τον δικό μας πόνο. Θα ήταν μια ευκαιρία επιτέλους να μάθουμε και εμείς και εκείνοι το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο ανθρώπινος πόνος είναι ο ίδιος και κοινός για όλα τα ανθρώπινα όντα.
Η περίπτωση αυτή, όπως και άλλες στην ιστορία μας, έχουν να κάνουν με τη διαχείριση του ιστορικού μας παρελθόντος και της τραυματικής ιστορικής μνήμης. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο οι σχέσεις μας μαζί τους είναι κάκιστες και τούτο θα το διαπιστώσετε παρακολουθώντας επετειακές εκδηλώσεις για διάφορους ιστορικούς σταθμούς. Κατά κανόνα οι προσεγγίσεις των γεγονότων στοχεύουν στο θυμικό των ανθρώπων, στο συναίσθημα, και συνεπώς απουσιάζει κάθε διάθεση για ενδοσκόπηση, αυτοκριτική και πραγματιστική προσέγγιση. Όπου δε αυτό επιχειρείται, γίνεται επιφανειακά και με έκδηλη την προσπάθεια απόκρυψης των πραγματικών γεγονότων. Η ίδια ιδεαλιστική και μονόπλευρη προσέγγιση κυριαρχεί και στην εκπαίδευση, η οποία σταθερά υπηρετεί εθνικούς μύθους. Είναι καλά γνωστό ότι οι εθνικοί μύθοι αποκρύπτουν και αποστρέφονται το μεγαλύτερο μέρος της αλήθειας. Φυσικά ως ένα σημείο τα έθνη έχουν ανάγκη τους εθνικούς μύθους, γιατί αυτοί συνέβαλαν στη δημιουργία και στην ενότητα των εθνικών κρατών. Όμως τα εθνικά παραμύθια είναι μαχαίρι δίκοπο. Πώς στέκεσαι έντιμος μπροστά στην αλήθεια και πώς εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις σου απέναντι στο σήμερα και στο αύριο; Αν μιλάμε για την Κύπρο, πώς προσεγγίζεις τον πόνο της άλλης πλευράς, ο οποίος υπήρξε και υπάρχει, όπως ακριβώς υπάρχει και ο δικός σου; Πώς επιλέγεις να διαπαιδαγωγήσεις τα παιδιά σου, για να μπορέσουν αυτά να πάνε ένα βήμα παρακάτω στην οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος για τον τόπο τους;
Βέβαια το πρόβλημα της διαχείρισης της τραυματικής ιστορικής μνήμης, κυρίως όταν αυτό προκαλεί πόνο και αισθήματα ενοχής, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή την Κύπρο. Εμφανίζεται και σε άλλες χώρες, οι οποίες βίωσαν ανάλογες εμπειρίες Σε κάθε περίπτωση τα ευαίσθητα αυτά θέματα έχουν εξ ορισμού πολιτικές προεκτάσεις, γι΄ αυτό και κάθε χώρα τα αντιμετωπίζει με τον δικό της τρόπο και στη δική της συγκυρία. Για παράδειγμα στη Γερμανία μόλις τη δεκαετία του 1970 άρχισαν να διδάσκονται στα σχολεία τα εγκλήματα των Ναζί, σήμερα δε η χώρα αυτή δεν κρύβει το ναζιστικό της παρελθόν. Το κράτος καταβάλλει συστηματική προσπάθεια να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του μαζί του, αφού αυτό αποτελεί κοινωνική απαίτηση αλλά και επειδή αποτελεί εμπόδιο στον ηγετικό ρόλο της χώρας στην Ευρώπη. Βέβαια μετά τον πόλεμο ακολούθησε μια περίοδος σιωπής, η οποία, όμως, τερματίστηκε με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις τη δεκαετία του 1960, με κύριο αίτημα την αποκάλυψη και αναμέτρηση της χώρας με το ναζιστικό της παρελθόν, δηλαδή εκείνο των γονιών και των καθηγητών τους. Καίριο ρόλο για το βήμα που έγινε για την επεξεργασία του παρελθόντος διαδραμάτισαν οι δίκες Άουσβιτς (1963-1965). Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης μια σημαντική διαφοροποίηση στη σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού στα γερμανικά πανεπιστήμια την εποχή αυτή, τα οποία απώλεσαν τον ελιτίστικο χαρακτήρα τους και δέχονταν φοιτητές των μικρομεσαίων στρωμάτων, που τελικά αμφισβήτησαν έμπρακτα τους καθηγητές τους, καλώντας τους μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας να μιλήσουν για το παρελθόν τους.
Μεγάλη συζήτηση έγινε και γίνεται ακόμα και στη Γαλλία για το αποικιακό της παρελθόν, με μεγάλη έμφαση στον πόλεμο για την ανεξαρτησία της Αλγερίας (1954-1962). Για τους Γάλλους είναι ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, γιατί οι μνήμες είναι έντονες και άνθρωποι ζουν ακόμα. Αυτά όμως δεν εμποδίζουν να υπάρχει και να εξελίσσεται μια μεγάλη συζήτηση στη γαλλική κοινωνία, στην ακαδημαϊκή κοινότητα και στη διανόηση για το αποικιακό της παρελθόν, αφού είναι και απαίτηση των 8.000.000 εκατομμυρίων Γάλλων πολιτών με καταγωγή από τις πρώην αποικίες, οι οποίοι ζητούν την μεταμέλεια του κράτους για τη συμπεριφορά του στις πρώην αποικίες. Σε γενικές γραμμές η συζήτηση επικεντρώνεται στην κατάληξη σε ένα ιστορικό αφήγημα, το οποίο θα συμπεριληφθεί και στα διδακτικά εγχειρίδια ιστορίας στη Μέση Εκπαίδευση. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, όμως επισημαίνω το γεγονός ότι, παρά τη σιωπή 30 χρόνων από το τέλος του πολέμου για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, ξεκίνησε το 1992 η επεξεργασία αυτού του τραύματος, πάντα σε σχέση με το γενικότερο αποικιακό παρελθόν της Γαλλίας.
Στην Ελλάδα η ιστορία ήταν πάντα εργαλειοποιημένη από τον δημόσιο λόγο για να υπηρετεί ιδεολογίες και ιδεοληψίες. Όπως και σε άλλες χώρες το δύσκολο και πονεμένο παρελθόν είναι ανεπιθύμητο. Παράδειγμα η καταστροφή το 1989 των 17 εκατομμυρίων φακέλων που αφορούσαν τους μηχανισμούς καταστολής που εφάρμοσε το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς εναντίον των ιδεολογικών αντιπάλων του. Η πραγματιστική και κριτική προσέγγιση του παρελθόντος είναι άγνωστη στον δημόσιο λόγο, η όποια δε αναφορά σε αυτό γίνεται επιλεκτικά για να υπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς. Όμως δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι στην επιστημονική κοινότητα έγινε και γίνεται σοβαρή συζήτηση για μια όσο το δυνατόν απροκατάληπτη προσέγγισή του. Επίσης πρέπει να δεχτούμε ότι νέες προσεγγίσεις βρίσκουν, έστω και με αργούς ρυθμούς, το δρόμο τους στα σχολικά εγχειρίδια.
Στην Κύπρο, όπως και στην Ελλάδα, η ιστορία και οι τραυματικές μνήμες επίσης εργαλειοποιούνται ασύστολα και κατ΄επιλογήν, ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει όχι μόνο στη Γερμανία και Γαλλία αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και των Βαλκανίων, η διαχείριση της συλλογικής ιστορικής μνήμης δεν απασχόλησε σχεδόν καθόλου την ελληνοκυπριακή κοινότητα σε δημόσιο και επίσημο επίπεδο, γεγονός που είναι θλιβερό. Εδώ η σιωπή και η διαστρέβλωση σε επίσημο επίπεδο για όσα τραγικά συνέβησαν από το 1963 και μετά, μέχρι και την συμφορά του 1974, συνεχίζεται. Ενώ στη Γερμανία, όπως είδαμε, η συζήτηση για το ναζιστικό της παρελθόν ξεκίνησε από τα πανεπιστήμια και μάλιστα από την πρώτη γενιά των μεταπολεμικών φοιτητών, στην Κύπρο, αντίθετα, παρόλο που το πανεπιστήμιο λειτουργεί για σχεδόν τριάντα χρόνια και οι πρώτοι του φοιτητές ανήκαν στην πρώτη γενιά νέων μετά τη συμφορά του 1974, παιδιά και εγγόνια των συφοριασμένων της τουρκικής εισβολής, δεν έχει παρατηρηθεί καμία φοιτητική ευαισθησία για την προδοσία εκείνη και καμιά δυναμική φοιτητική παρέμβαση προς την κατεύθυνση του αναστοχασμού για το πρόσφατο παρελθόν μας. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στους λόγους που οδήγησαν τον τόπο στο 1974 αλλά και πιο πριν στην ταραγμένη ιστορία μας από το 1950 και μετά. Η μεγαλύτερη συμφορά που έπληξε την Κύπρο και που οδήγησε στην απώλεια του 37% του εδάφους της και στην προσφυγοποίηση σχεδόν 200.000 ανθρώπων, δεν στάθηκε ικανή να συγκινήσει το λεγόμενο φοιτητικό κίνημα με αμφισβήτηση του παλιού, είτε αυτό είναι το επίσημο ιστορικό αφήγημα, είτε το εκπαιδευτικό σύστημα, είτε νοοτροπίες και πρακτικές. Ένας λόγος είναι ότι οι φοιτητές αυτοί είναι τα προϊόντα του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού συστήματος. Ποιο είναι αυτό το σύστημα;
Εμφορείται από απαρχαιωμένες αντιλήψεις και από εθνικιστικά και ιδεολογικά σύνδρομα που δεν του επιτρέπουν να υπερβεί το εθνικιστικό και εν πολλοίς αμαρτωλό παρελθόν του. Θα ανέμενε κανείς ότι η παταγώδης αποτυχία του εθνοκεντρισμού και εθνικισμού το 1974 θα προβλημάτιζε τις πολιτικές ηγεσίες και θα επέφερε αλλαγή πλεύσης στο δημόσιο σχολείο αντικρύζοντας την ιστορία μας με κριτικό πνεύμα, ώστε να υπηρετήσει τον τόπο, κάτω από τις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η εισβολή. Εντελώς αντίθετα σήμερα η ποιότητα της ιστορικής γνώσης που προσφέρεται το οδήγησαν σε μία νέα έξαρση του εθνικισμού, που μόνο νέα δεινά προδικάζει.
Μια κραυγαλέα αντίφαση παρατηρείται στη διδακτέα ύλη των μαθημάτων στη Μέση Εκπαίδευση. Ενώ λοιπόν αυτή ανανεώνεται και εκσυγχρονίζεται κάθε τόσο, ώστε να ανταποκρίνεται κατά το δυνατόν στις εκάστοτε εκπαιδευτικές ανάγκες, αλλά και να αντανακλά την πρόοδο και τις νέες αντιλήψεις στα διάφορα επιστημονικά πεδία, το ίδιο δεν παρατηρείται με την ιστορία της Κύπρου. Ειδικότερα τα εγχειρίδια ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας που παίρνουμε από την Ελλάδα ανανεώνονται, ενσωματώνοντας νέες αντιλήψεις, νέες μεθόδους, καθώς και τα αποτελέσματα της έρευνας, έστω και σε κάποιο βαθμό. Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με την ιστορία της Κύπρου όλων των περιόδων. Αυτή η παραμέληση της τοπικής μας ιστορίας συνιστά κεφαλαιώδες λάθος και εμπαιγμό για όλους μας, με θύματα γενεές ολόκληρες μαθητών, οι οποίοι αποφοιτούν έχοντας ελλιπέστατη ή και λανθασμένη γνώση του ιστορικού παρελθόντος της πατρίδας τους.
Τι ακριβώς όμως συμβαίνει; Το μάθημα της ιστορίας της Κύπρου στη Μέση Εκπαίδευση είναι χωρίς υπερβολή το πιο παραμελημένο διδακτικό αντικείμενο. Ο χρόνος που αφιερώνεται γι΄ αυτό είναι ελάχιστος και παντελώς ανεπαρκής για μια στοιχειωδώς σοβαρή προσέγγιση και προβληματισμό. Ούτε λόγος βέβαια για επαφή με τα βασικά ζητήματα που θέτει η τοπική μας ιστορία αλλά και τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η περιθωριοποίηση του αντικειμένου εκ των προτέρων προδικάζει και το αποτέλεσμα, που είναι περίπου μηδέν. Τα διδακτικά εγχειρίδια είναι γραμμένα από καλούς συναδέλφους μεν, πλην όμως είναι πεπαλαιωμένα και βέβαια δεν ενσωματώνουν ευρήματα και πορίσματα της έρευνας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει σημειώσει μεγάλες προόδους στην Κύπρο. Η Κύπρος είναι ένα από τα κραυγαλέα παραδείγματα χωρών, οι οποίες δεν έχουν συμφιλιωθεί με το ιστορικό τους παρελθόν, γεγονός το οποίο είναι ερμηνεύσιμο. Έχουμε κατά νουν κυρίως τη χρονική περίοδο της αγγλοκρατίας (1878-1960), ειδικότερα δε την εποχή από την αρχή της δεκαετίας του 1950 μέχρι και σήμερα. Αυτή την εποχή συνέβησαν γεγονότα, τα οποία καθόρισαν και ακόμα καθορίζουν όχι μόνο το παρόν μας αλλά πρωτίστως το μέλλον μας. Είναι κοινή διαπίστωση όλων όσοι πέρασαν από την κυπριακή Μέση Εκπαίδευση ότι αποφοιτώντας οι γνώσεις τους είναι ελάχιστες, επιφανειακές, σκόρπιες και ασύνδετες μεταξύ τους. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι το μάθημα για την πατρίδας μας αποτελεί το φτωχό και κακορίζικο συγγενή του αναλυτικού προγράμματος.
Η μοναδική μέχρι τώρα προσπάθεια να εκσυγχρονιστούν τα σχολικά βιβλία της ιστορίας της Κύπρου έγινε επί προεδρίας Δημήτρη Χριστόφια (2008-2013), ξεσήκωσε όμως τέτοιες αντιδράσεις από τη δεξιά, την ακροδεξιά, το «πατριωτικό» κέντρο και την Εκκλησία, που τελικά εγκαταλείφθηκε. Τα κύρια επιχειρήματα όσων λυσσαλέα αντιδρούσαν, πριν καν δουν το αποτέλεσμα, ήταν ότι θα γίνει παραχάραξη της ιστορίας και ότι το εγχείρημα συνιστά ασέβεια προς το παρελθόν μας, λες και η ιστορία είναι δόγμα που δόθηκε εξ ουρανού και συνεπώς συνιστά ιερή αγελάδα. Πρόθεση ήτανε η σύσταση μιας αντιπροσωπευτικής επιτροπής, η οποία μέσα από διάλογο θα κατέληγε στα κύρια σημεία που θα αποτελούσαν τον άξονα του ιστορικού αφηγήματος που θα ενσωματωνόταν στην διδακτέα ύλη. Ούτε αυτό στάθηκε ικανό να κάμψει τις αντιδράσεις. Έτσι σήμερα τα παιδιά αποφοιτούν από τη Μέση Εκπαίδευση αγνοώντας πλήρως τη θέση της πατρίδας τους στον κόσμο τον τελευταίο ενάμιση αιώνα, τι σκέφτονταν για το μέλλον οι παππούδες και προπάπποι τους, τι πρότειναν οι διάφορες κοινωνικές δυνάμεις, ποια τα επιχειρήματά τους, ποια η στάση της Ελλάδας απέναντι στο πρόβλημα της Κύπρου τον τελευταίο αιώνα, ποιες οι διεθνείς συνθήκες μέσα στις οποίες αποφασίστηκε ό,τι αποφασίστηκε για το μέλλον, ποιες προσωπικότητες και θεσμοί πρωταγωνίστησαν στα πολιτικά δρώμενα της εποχής, πόσο ορθολογιστικές ήταν οι αποφάσεις που καθόρισαν τη μοίρα μας, πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε τη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία, ποια θα έπρεπε να είναι η στάση μας απέναντι στους συνοίκους Τουρκοκυπρίους, τι λογικά θα έπρεπε να επιδιώξουμε για το συλλογικό καλό μετά το 1974 και άλλα πολλά. Εκτός από αυτά το κράτος αδιαφορεί πλήρως για τις επανειλημμένες συστάσεις προς τα κράτη μέλη για θέματα ιστορίας τόσο του Συμβουλίου της Ευρώπης όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σκοπός των οποίων είναι η δημιουργία του αυριανού ευρωπαίου πολίτη. Μέσα από τις συστάσεις αυτές επιδιώκεται η εξάλειψη του κινδύνου ενός νέου πολέμου, μέσα από τη δημιουργία ενός εντελώς νέου πολίτη σε σχέση με το παρελθόν. Ειδικότερα επιμένουν το μάθημα της ιστορίας να προάγει το σεβασμό της διαφορετικότητας, να καλλιεργεί την ικανότητα ανάλυσης και κριτικής ερμηνείας κειμένων και να αναπτύσσει την περιέργεια και το ερευνητικό πνεύμα. Μεγάλη σημασία έχει επίσης η σύσταση ότι η ιστορία δεν πρέπει να διαστρεβλώνεται μέσα από την παρουσίαση της μισής αλήθειας για εξυπηρέτηση ιδεολογικών ή άλλων σκοπιμοτήτων. Τα διδακτικά μας εγχειρίδια για την Κύπρο σήμερα βρίσκονται πολύ μακριά από αυτές τις αρχές.
Τι φοβούνται, όμως, όσοι αντιδρούν; Φοβούνται ότι η ενσωμάτωση στην διδακτέα ύλη και άλλων απόψεων και ερμηνειών για την κρίσιμη περίοδο από το 1950 και μετά εκτός από τις δικές τους θα ενεργοποιήσει την κριτική σκέψη, με συνέπεια να αποδυναμώσει ή και να ακυρώσει τη δική τους θεώρηση των γεγονότων, με πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Με λίγα λόγια επιδιώκουν τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με τη μία και μόνη άποψη για τα γεγονότα, δηλαδή τη δική τους. Σε αντίθετη περίπτωση φοβούνται ότι οι νέες γενιές θα τους απαξιώσουν, όχι μόνο ως άτομα αλλά και ως ιδεολογία. Ακόμα είναι πολλοί εκείνοι που φοβούνται την αποκάλυψη των ευθυνών και εγκλημάτων τους. Η συντήρηση των πραγμάτων ως έχουν πιστεύουν ότι τούς διασφαλίζει το απυρόβλητο στο μέλλον και φυσικά την υστεροφημία, τη στιγμή που οι ίδιοι γνωρίζουν την αλήθεια και τα γεγονότα που την συνοδεύουν. Περί τίνος πρόκειται στην ουσία; Πρόκειται για μια συντονισμένη απόπειρα ελέγχου του παρελθόντος από ένα αμαρτωλό και αδίστακτο κατεστημένο, με απώτερο στόχο τον έλεγχο του μέλλοντος, από αυτούς οι οποίοι ελέγχουν το παρόν. Είναι η ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται από τον Μεγάλο Αδελφό και το «Κόμμα» στην τρομακτική χώρα Ωκεανία του Όργουελ, όπου οι αξιωματούχοι του καθεστώτος έχουν εκπαιδευτεί στη λεγόμενη «διπλή σκέψη», σύμφωνα με την οποία, ενώ γνωρίζουν την πραγματικότητα, ενσυνείδητα την αγνοούν, την παραποιούν και τελικά την εξαλείφουν. Με ποιο σκοπό; Το μεγάλο ζητούμενο είναι η διατήρηση της εξουσίας, όπως ωμά ομολογεί ο Ο΄Μπράιεν, ο βασανιστής του Γουίνστον Σμιθ.
Ο Τζιωρτζ Όργουελ, λοιπόν, στο «1984» του το εξηγεί με σαφήνεια: «Να λες ηθελημένα ψέματα ενώ πιστεύεις ειλικρινά ότι είναι αλήθεια, να ξεχνάς όλα τα γεγονότα που έχουν γίνει ενοχλητικά και, όταν χρειάζεται να τ,΄ανασύρεις από τη λήθη, μόνο για το χρονικό διάστημα που πρέπει, ν΄αρνιέσαι την ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, ενώ την ίδια στιγμή ξέρεις πως η πραγματικότητα αυτή υπάρχει – όλα αυτά είναι αδήριτη αναγκαιότητα». Και ακόμα: «Το Κόμμα θέλει την εξουσία αποκλειστικά και μόνο για δικό του όφελος. Δεν ενδιαφερόμαστε για το καλό των άλλων. Μας ενδιαφέρει μόνο η εξουσία … η καθαρή εξουσία».
Συμπέρασμα; Έχουμε και εμείς στην Κύπρο τον δικό μας «Μεγάλο Αδελφό», το δικό μας «Κόμμα», που ακούει στο όνομα κατεστημένο, που νέμεται και κινεί τα νήματα της εξουσίας από το 1960, που μονοπώλησε τον πατριωτισμό, που διέπραξε πλήθος από εγκλήματα εναντίον Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που δολοφόνησε αμάχους, που αποφασίζει τι πρέπει να μάθουν τα παιδιά μας, που δεν ντρέπεται για όσα διέπραξε αλλά φοβάται μήπως μαθευτεί η αλήθεια.
Η πολιτεία ποτέ δεν προβληματίστηκε και δεν πήρε στα σοβαρά την τοπική μας ιστορία, όταν και έπρεπε να αναλάβει τις ασήκωτες ευθύνες της για την κατάντια μας. Στην ουσία είναι και αυτή κομμάτι του «Μεγάλου Αδελφού», ο οποίος ως χειρούργος της κακιάς ώρας ασελγεί στο σώμα του παρελθόντος μας, το οποίο τής είναι ανεπιθύμητο και το οποίο η ίδια δημιούργησε ή επέτρεψε να δημιουργηθεί. Οδηγεί τους νέους σε αποστασιοποίηση από την ιστορική μας πορεία σε αυτό τον τόπο και έμπρακτα περιφρονεί όσους έζησαν, μόχθησαν, ίδρωσαν και έδωσαν ίσως και τη ζωή τους για κάτι καλύτερο. Ενσυνείδητα και εγκληματικά αποκόπτει τον ομφάλιο λώρο των νέων από την πηγή της ύπαρξής τους. Πρόκειται για κορυφαίο πνευματικό εμπαιγμό.
Για να είμαστε απόλυτα σαφείς «Μεγάλο Αδελφό» και «Κόμμα» έχουν βέβαια και οι Τουρκοκύπριοι. Και εκείνος διέπραξε τα ίδια και χειρότερα εγκλήματα με τον δικό μας, νέμεται επίσης την εξουσία και αποφασίζει για το δηλητήριο που θα ποτίσει τις νέες γενιές Τουρκοκυπρίων. Αποφασίζει τι θα μαθευτεί και τι όχι και τρέμει, όπως και ο δικός μας, μπας και χάσει την εξουσία και όλα τα καλά που αυτή συνεπάγεται. Με τη διαφορά ότι εκείνοι τόλμησαν και βελτίωσαν τα βιβλία της ιστορίας της Κύπρου. Πρωτοπόρησαν και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα.
Πέραν από τη θυματοποίηση ολόκληρων γενεών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων από τις ηγεσίες τους, οι δύο κοινότητες κουβαλούν στην πλάτη τους αυτό το ασήκωτο βάρος του ένοχου παρελθόντος, τουλάχιστον από το 1955 και μετά και δεν τόλμησαν να απαλλαγούν από αυτό αποδεχόμενές το και ζητώντας ένα ειλικρινές συγγνώμη η μια από την άλλη. Αυτό θα ήταν είναι λύτρωση και για τις δύο κοινότητες και θα βοηθούσε τα μέγιστα να δούμε πιο καθαρά το μέλλον. Αντίθετα τώρα μας στοιχειώνει κάθε μέρα και προσδιορίζει αμείλικτα τον τρόπο που βλέπουμε το μέλλον. Στην πραγματικότητα η αποσιώπηση του τραυματικού παρελθόντος, ειδικά όταν αυτό κουβαλά εγκλήματα, σημαίνει δολοφονία της μνήμης, η οποία σε τίποτα δεν διαφέρει από ένα φόνο, αφού όχι μόνο αρνείσαι τις τραγικές συνθήκες του θανάτου, αλλά αρνείσαι ότι ο θανών υπήρξε ποτέ. Πρόκειται για τη χειρότερη μορφή απαξίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ποιο το αποτέλεσμα για τη σύγχρονη Κύπρο; Τα παιδιά μας ζούνε σε ένα ψέμα, που τους αποκόπτει από το παρελθόν και που παράλληλα τους ευνουχίζει τη σκέψη να οραματιστούν ένα μέλλον καλύτερο για την ολική και επανενωμένη Κύπρο. Ένας λόγος που φτάσαμε στη διαίρεση της πατρίδας μας είναι η εθνοκεντρική αντίκριση του παρελθόντος και του μέλλοντος, η οποία απέκλεισε από το τοπικό γίγνεσθαι τους συνοίκους Τουρκοκυπρίους. Αν θέλουμε να είμαστε σωστοί, όσο δυσάρεστο και να είναι αυτό, πρέπει να πούμε ότι το κυπριακό κράτος, οι φιλόσοφοι της εκπαίδευσης, η επιστημονική κοινότητα και οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις απέτυχαν παταγωδώς να προβληματιστούν και να καθοδηγήσουν υπεύθυνα την κοινωνία σε ανοικτούς ορίζοντες.
Το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα με τρόπο εγκληματικό και συνωμοτικό αρνείται στα παιδιά του ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, να γνωρίσουν υποφερτά τουλάχιστον την ιστορία του τόπου τους. Η απαξίωση αυτή για την ιστορική παιδεία δεν αφορά μόνο την σύγχρονη ιστορία αλλά αφορά ολόκληρη την ιστορία του τόπου μας. Αν και η Κύπρος είναι κατάσπαρτη με αρχαία μνημεία όλων των εποχών και σχεδόν όλων των λαών που πέρασαν από δω , ποτέ δεν υπήρξαν οργανωμένα προγράμματα γνωριμίας των παιδιών με αυτά. Με αυτή την τακτική δημιουργούνται πολίτες με μειωμένη ή καθόλου ιστορική συνείδηση, οι οποίοι ζουν σε ένα παρόν που δεν γνωρίζουν από πού και πώς τους προέκυψε. Απαραίτητη προϋπόθεση για να αγαπήσεις έναν άνθρωπο είναι πρώτα να τον γνωρίσεις. Μήπως το ίδιο δεν ισχύει και για τον τόπο σου; Αν δεν τον γνωρίσεις, πώς θα τον αγαπήσεις; Ένας λόγος που του προκαλέσαμε και ακόμα του προκαλούμε τόσα δεινά είναι γιατί ποτέ δεν τον γνωρίσαμε σε βάθος και συνεπώς ποτέ δεν τον αγαπήσαμε με πάθος.
Αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο, γιατί εκτός από το παρελθόν, χάνουμε το παρόν και κυρίως το μέλλον. Τον λόγο έχουν οι φωτισμένοι και προβληματισμένοι αυτού του τόπου, όπου και αν αυτοί ανήκουν, είτε είναι ιδιώτες, είτε ανήκουν στην εκπαίδευση, στη διανόηση ή στα πανεπιστήμια. Αρκετά δεινά μας έδωσαν οι ανιστόρητοι και κυρίως οι απαίδευτοι που μας δυναστεύουν.
- Πρώην επιθεωρητής Φιλολογικών Μαθημάτων Υπουργείο Παιδείας
george.dionyssiou@gmail.com