Ο Χριστοφής Βασιλείου Ππασιάς ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος και λιγομίλητος με πολλή υπομονή. Ένας ίλαρος άνθρωπος και δουλευτής που υπεραγαπούσε τα παιδιά του. «Τον θυμάμαι να τελειώνει από τη δουλειά και να πηγαίνει στο χωράφι μαζί με τον πατέρα μου που μάζευαν πατάτες και μετά στο κουρείο του μέχρι αργά το βράδυ. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τη δουλειά. Ένας άνθρωπος που βοηθούσε πάντα τους άλλους χωρίς ιδιαίτερά έντονες πολιτικές αντιλήψεις χωρίς ωστόσο να διστάζει να μπει σε συζήτηση, πάντοτε όμως με ήπιο τρόπο με τον οποίο χειριζόταν όλα τα θέματα που προέκυπταν. Τον θυμάμαι πάντοτε δεκτικό σε ότι του έλεγαν και έτοιμο ανά πάσα στιγμή να ακούσει την αντίθετη άποψη χωρίς να αντιμιλήσει. Μόνο μια φορά δεν άκουσε την άποψη μου…
Αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες που ανέφερε κατά τη συνάντησή μας, την προηγούμενη Πέμπτη, η Γεωργία Ππασιά, η σύζυγος του ήρωα. Η κα Ππασιά οδήγησε την Κυπριακή Δημοκρατία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το οποίο την καταδίκασε την περασμένη Τρίτη, ότι παραβίασε τα δικαιώματα της οικογένειας του για χρόνια «αγνοούμενου», καθώς μέχρι το 1999 αμέλησε η πολιτεία να ενημερώσει για την πρόοδο των ερευνών και ότι ήταν ενδεχόμενα νεκρός και όχι αγνοούμενος. Τη μάνα τους, η ηρωίδα, όπως τη χαρακτηρίζουν τα τρία της παιδιά: η Μαργαρίτα, ο Βάσος και η Τόνια. Η κα Γεωργία, δυο μέρες μετά τη δικαίωση της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μας άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της στην Ξυλοφάγου, στην οδό Χριστοφή Βασιλείου Ππασιά. Σκοπός της συνάντησή μας ήταν, όχι να ασχοληθούμε με τη δικαίωση και όλα όσα είχαν προηγηθεί, αλλά με τον ήρωα καθώς και με τα χρόνια που ακολούθησαν του χαμού του. «Δεν με άκουσε, οι άλλοι είναι στο φυλάκιο και πολεμούν έννεν κρίμα; είπε μου τζιαι εσηκώθηκε τζιαι έφυεν».
Η γνωριμία, ο γάμος και το άδειο σπίτι
«Με τον Ττοφή ήμασταν γείτονες και συμμαθητές μέχρι την έκτη δημοτικού. Όταν τελειώσαμε το δημοτικό οι γονείς μου με έστειλαν στη θεία μου στη Λευκωσία για να φοιτήσω στο γυμνάσιο και οι δρόμοι μας χώρισαν» εξιστορεί η κα Γεωργία. Τα χρόνια πέρασαν και με την επιστροφή της στη Ξυλοφάγου οι δρόμοι τους ξανά έσμιξαν και τους οδήγησαν στα 20 τους χρόνια, στο κατώφλι της εκκλησίας. Μετά από εννέα μήνες ήρθε στον κόσμο η Μάρω και ένα χρόνο μετά ο Βάσος. «Το σπίτι μας όταν μπήκαμε, δεν ήταν τελειωμένο ήταν μόνο οι τοίχοι και με στερήσεις καταφέραμε να βάλουμε πόρτες και παράθυρα. Όταν μετακομίσαμε με τα δυο μας μωρά είχαμε μόνο ένα δικό μας κρεβάτι και δυο κρεβατάκια για τα μωρά. Στο σπίτι δεν είχαμε ούτε νερό ούτε ρεύμα ούτε γκάζι». Τα πρώτα χρόνια πέρασαν με τον Ττοφή και τη Γεωργία Ππασιά να δίνουν το δικό τους αγώνα για επιβίωση. Κατάφεραν με το μεροκάματο του Ττοφή από το μπαρκέρικο και της Γεωργίας, που δούλευε καθαρίστρια, να ολοκληρώσουν το σπίτι τους. Επτά χρόνια αργότερα, με πολλές θυσίες και δόσεις στους μάστορες, κατάφεραν να το τελειώσουν. Ένα περίπου χρόνο αργότερα έρχεται στον κόσμο και το τρίτο παιδί της οικογένειας η Τόνια.
Η εισβολή
Εκείνο το πρωινό του Ιούλη, βρίσκει τον Χριστοφή Βασιλείου Ππασιά να φεύγει για τη δουλειά του στις Βάσεις Δεκέλειας. «Μετά από λίγο επέστρεψε και μου λέει κάτι έγινε δεν θα πάω δουλειά και φεύγω να πάω στην εκκλησία γιατί είναι μαζεμένοι όλοι εκεί. Εγώ μέχρι να ξυπνήσω τρία μωρά και να τα ετοιμάσω και να πάω στην εκκλησία, δεν τον προλάβαμε. Όπως μας είπαν συγχωριανοί, είχαν μπει στα αυτοκίνητα και έφυγαν για τη Λευκωσία. Τον Χριστοφή τον είδα ξανά όταν τελείωσε η πρώτη φάση της εισβολής και μας ειδοποίησαν να πάμε στη Λευκωσία, στο φυλάκιο του Αγίου Παύλου όπου είχε τοποθετηθεί μαζί με άλλους συγχωριανούς μας». Ο Χριστοφής επέστρεψε ξανά στην οικογένεια του τραυματισμένος και στα δυο αυτιά. Άντεξε όμως μερικές ημέρες. Όπως εξήγησε η κα Γεωργία, μόλις ένιωσε λίγο καλύτερα, σηκώθηκε το πρωί από το κρεβάτι, έβαλε τη στολή του τη φρεσκοπλυμένη, και είπε φεύγω πάω πίσω στο φυλάκιο. «Εκαρτέραν όμως να δει πρώτα τα μωρά… Τα κλάματα μου εκείνη την ημέρα έφταναν ένα χιλιόμετρο μακριά. Παρακάλεσα, φώναξα, αλλά τίποτε. Ήταν η πρώτη φορά που δεν με άκουσε. Οι άλλοι είναι στον πόλεμο και εγώ θα μείνω σπίτι, είναι κρίμα». Αυτά ήταν και τα λόγια του «αγνοούμενου» Χριστοφή λίγο πριν αφήσει για τελευταία φορά την οικογένειά του για να επιστρέψει στη μάχη, όπως τα εξιστορεί η γυναίκα του η κυρία Γεωργία. Ο Χριστοφής Βασιλείου Ππασιά τραυματίστηκε στην περιοχή του Αγίου Παύλου, συνελήφθη από τους Τούρκους κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής και αφού βασανίστηκε, εκτελέστηκε επί τόπου με μια σφαίρα στο κεφάλι. «Μας είχε πει ένας από τους στρατιώτες που κατάφεραν να γλιτώσουν ότι ενώ τον βασάνιζαν οι Τούρκοι, ο Χριστοφής φώναζε τα μωρά μου, ρε τα μωρά μου, μέχρι που δέχτηκε τη χαριστική βολή στο στόμα.

Ο αγώνας της αναζήτησης και η επιβίωση
Ο πόλεμος τελειώνει και η Κύπρος μετρά τις πληγές της. Κάποιες οικογένειες σμίγουν ξανά στην προσφυγιά και κάποιες άλλες κλαίνε τους νεκρούς που άφησε πίσω ο πόλεμος. Αυτή η περίοδος που ακολούθησε της εισβολής, βρίσκει τη Γεωργία Ππασιά με τη Μαργαρίτα 7 ετών, το Βάσο 6 και την Τόνια βρέφος στην αγκαλιά της, να αναζητούν απεγνωσμένα την τύχη του δικού τους ανθρώπου. «Πηγαίναμε από την Ξυλοφάγου στη Λευκωσία και απ' εκεί στη Λεμεσό και τη Λάρνακα, σε στρατόπεδα και στις δημόσιες υπηρεσίες προσπαθώντας να μάθω πληροφορίες για τον άντρα μου». Η ψυχολογική πίεση που ασκείτο στην κυρία Γεωργία από την εξαφάνιση του Χριστοφή την εξαντλεί και τη ρίχνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο κρεβάτι. Στο πλευρό της εκείνη την περίοδο, έχει στενούς συγγενείς και φίλους που αναλαμβάνουν τη φροντίδα των τριών ανήλικων. «Τα παιδιά μου πήγαιναν σχολείο και δεν είχαν ούτε ένα σεντ στην τσέπη τους. Μας έστελνε η κυβέρνηση 30 λίρες τον μήνα. Πως μπορεί να επιβιώσει μια οικογένεια με τρία παιδιά; Διερωτήθηκε η κυρία Γεωργία». «Το 1980, μετά από ένα ταξίδι στην Αγγλία, που μου πλήρωσαν τα εισιτήρια οι θείες μου, επέστρεψα και αποφάσισα ότι έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Έπιασα δουλειά ως καθαρίστρια σε ξενοδοχείο. Θυμάμαι πως τον πρώτο μήνα πληρώθηκα με μετρητά, 80 λίρες. Ήμουνα τόσο χαρούμενη που είχα εκείνα τα λεφτά στη τσάντα μου, που όταν έφτασα σπίτι φώναξα και τα τρία μου τα παιδιά και τους τα άπλωσα πάνω στο κρεβάτι και τους είπα πιάστε και πηγαίνετε να αγοράσετε ότι θέλετε».
Η Μάρω, ο Βάσος και η μικρή Τόνια
Για πολλά χρόνια μας έλεγαν ότι ο πατέρας μας έλειπε στην Αγγλία. Στο σπίτι δεν έλεγαν ούτε το όνομα του, θυμάται η μεγαλύτερη κόρη του Χριστοφή Βασιλείου Ππασιά. «Έχω χαραγμένη στη μνήμη μου τον πατέρα μου να με τρέχει μέσα στο σπίτι για να διαβάσω. Η εικόνα όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι τον πατέρα μου να κάθεται στη βεράντα μας εδώ έξω και να διαβάζει εφημερίδα. Αυτό όμως που θυμάμαι έντονα είναι όταν με κυνηγούσε στο σπίτι και μου έλεγε να κάτσω να διαβάσω. Την ημέρα του γάμου μου παρόλο που ήμουν ευτυχισμένη, εντούτοις δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω και ταυτόχρονα να ελπίζω ότι ο πατέρας μου θα ερχόταν και θα ήταν παρών», λέει η Μάρω. Για 26 χρόνια είχαμε ελπίδες ότι ο πατέρας μας θα επιστρέψει στο σπίτι, γιατί δεν υπήρχαν μαρτυρίες ή ενδείξεις ότι ήταν νεκρός. Τελικά ήταν θαμμένος στο κοιμητήριο Λακατάμειας. Καθημερινά τον περιμέναμε, και αναζητούσαμε από το κράτος και τις επιτροπές πληροφορίες, και κανείς δεν μας είπε ότι είχε γίνει διακομιδή νεκρών στη Λακατάμεια». Μια ημέρα πριν παντρευτώ είχα ελπίδα ότι ο πατέρας μου θα ήταν παρών. Το βράδυ με τη σκέψη αυτή δεν κοιμήθηκα καθόλου. Το πρωί είχα ακόμη ελπίδες ότι ο πατέρας μου θα είναι παρών στο γάμο μου» αναφέρει ο Βάσος Ππασιάς. Εγώ δεν έχω και πολλά πράγματα να πω, ανέφερε η Τόνια, η μικρότερη κόρη του Χριστοφή και της Γεωργίας. «Δυστυχώς εγώ τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ και ότι ξέρω, τα γνωρίζω από τις φωτογραφίες και από τα όσα μου είπαν η μητέρα μου και οι συγγενείς μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι παιδικά μου χρόνια τα πέρασα κλαίγοντας. Το μόνο μου παράπονο είναι ότι πέρασαν τα χρόνια και δεν μου μιλούσε κανείς για τον πατέρα μου. Καταλαβαίνω γιατί δεν μας μιλούσαν, ήθελαν να μας προστατέψουν, όμως θα έπρεπε να μας είχαν πει ότι χάθηκε, να το ξέρουμε».
Προσωπικό σχόλιο
«Ευχαριστώ το Θεό και την Παναγία γιατί όλα αυτά τα χρόνια μου έδιναν φώτιση να σταθώ στα πόδια μου. Μεγάλωσα τα παιδιά μου, τα πάντρεψα και τελείωσα το σπίτι μου. Ήμουν γιέ μου 29 χρονών με τρία μωρά και κατάφερα να σταθώ. Πλέον δοξάζω το Θεό και ευχαριστώ όλους που τόσα χρόνια ήταν δίπλα μου, τα αδέρφια μου και τα αδέρφια του άντρα μου, τους γονιούς μας που σταθήκαν κοντά μας. Πλέον είμαι ευτυχισμένη, έχω τα εγγόνια μου και το σπίτι μου όλη μέρα είναι ζωντανό». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Γεωργίας Ππασιά, αποχαιρετώντας με. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι η ψυχική δύναμη που κρύβει μέσα της αυτή η γυναίκα, η μάνα, η ηρωίδα όπως την αποκάλεσαν πολλές φορές οι κόρες της κατά την παραμονή μου στο σπίτι τους. Από την αρχή μέχρι και το τέλος της κουβέντας μας, η κα Γεωργία, παρά τη συγκίνησή της, δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να χαμογελά. Και γιατί να μην το κάνει άλλωστε. Τα δύσκολα πέρασαν, στάθηκε σαν Δαβίδ απέναντι στον Γολιάθ και νίκησε. Όχι με σφεντόνα, αλλά με μια μόνο φωτογραφία, του Χριστοφή Βασιλείου Ππασιά που από ένας απλός μπαρμπέρης από την Ξυλοφάγου, πέρασε στην αιωνιότητα ως ήρωας. Ο «άγνωστος» για τη Δημοκρατία πλέον έγινε γνωστός σε όλο το σύστημά της. Η οικογένεια Ππασιά έχει γεννηθεί για να αγωνίζεται. Ο Χριστοφής Βασιλείου Ππασιάς στάθηκε απέναντι στον Τούρκο εισβολέα και παρά τα λογχίσματα που δεχόταν, όπως μαρτυρούν συμπολεμιστές του που κατάφεραν να γλιτώσουν, το μόνο που σκεφτόταν πριν δεχτεί τη χαριστική βολή ήταν τα μωρά του. «Τα μωρά μου ρε τα μωρά μου» φώναζε. Η Γεωργία Ππασιά μέσα στο ανάπηρο κράτος, ένα κράτος που αντί για συνοδοιπόρος της προτίμησε να σταθεί απέναντι της. «Τότε ο Δαβίδ τρέχει προς το μέρος του Γολιάθ. Παίρνει μια πέτρα από το σακίδιό του, τη βάζει στη σφεντόνα του και τη ρίχνει με όλη του τη δύναμη. Η πέτρα πηγαίνει κατευθείαν στο κεφάλι του Γολιάθ, και εκείνος πέφτει κάτω νεκρός! Όταν οι Φιλισταίοι βλέπουν ότι έπεσε ο καλύτερός τους πολεμιστής, όλοι τρέχουν για να γλιτώσουν». Το κράτος γονάτισε.