Τον κώδωνα του κινδύνου για την προωθούμενη ποινικοποίηση των fake news, κρούει ο ΟΑΣΕ, επισημαίνοντας ότι το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και την πρόσβαση στην πληροφορία είναι θεμελιώδες για τη λειτουργία της δημοκρατίας και απαραίτητο για την επίτευξη άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Συγκεκριμένα, η νομική άποψη του ΟΑΣΕ είναι ότι καθίσταται επικίνδυνη η ποινικοποίηση του λιβέλου / δυσφήμισης, καθώς και η αυθαιρεσία της όποιας πιθανής δίωξης και τονίζει ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες που συζητούνται στην κυπριακή Βουλή δεν πρέπει να υιοθετηθούν στην παρούσα μορφή τους λόγω σοβαρών αδυναμιών που έρχονται σε αντίθεση με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε γνωμάτευση του ΟΑΣΕ, που ζήτησε και έλαβε η Αντιπρόεδρος του ΟΑΣΕ και Ειδική Αντιπρόσωπος κατά της Διαφθοράς, βουλεύτρια Ειρήνη Χαραλαμπίδου, σε σχέση με τα κυβερνητικά νομοσχέδια που προωθούνται για ποινικοποίηση των fake news, αναφέρεται ότι το δικαίωμα στην έκφραση προάγει μια ελεύθερη, δημοκρατική και πολυφωνική κοινωνία, επιτρέποντας την ορατότητα των περιθωριοποιημένων ομάδων. «Οποιοσδήποτε περιορισμός σε αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμμορφώνεται με αυστηρές διεθνείς προδιαγραφές, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να είναι νομικά καθορισμένος, να έχει νόμιμο σκοπό, να είναι απαραίτητος, αναλογικός και να μη δημιουργεί διακρίσεις», τονίζει ο ΟΑΣΕ.
Να σημειωθεί ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες στον Ποινικό Κώδικα της Κύπρου αφορούν δύο βασικά ζητήματα: την ποινικοποίηση της διάδοσης ψευδών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της εκ νέου ποινικοποίησης της δυσφήμησης (δηλαδή του λιβέλου) και την ποινικοποίηση της διάδοσης μηνυμάτων που χαρακτηρίζονται ως κατάφωρα προσβλητικά ή/και άσεμνου ή/και αισχρού ή/και απειλητικού χαρακτήρα.
Υπενθυμίζεται ότι το σχετικό νομοσχέδιο για τα fake news, που κατατέθηκε τον Απρίλιο του 2021 και συζητήθηκε σε δέκα ξεχωριστές συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, συνάντησε έντονες αντιδράσεις κυρίως σε ό,τι αφορά θέματα ελευθερίας έκφρασης κατά κύριο λόγο των δημοσιογράφων, αλλά και των πολιτών.
Διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΑΣΕ και ο ODIHR, έχουν καλέσει τις χώρες να καταργήσουν τους ποινικούς νόμους δυσφήμησης λόγω της ψυχολογικής τους επίδρασης στην ελευθερία της έκφρασης, αφού ενώ το διεθνές δίκαιο προστατεύει τη φήμη, οι ποινικές κυρώσεις μπορούν να αποτρέψουν τους δημοσιογράφους και τους επικριτές της κυβέρνησης από το να μιλούν. Αντίθετα, προτείνεται να ενισχυθούν οι αστικές αποζημιώσεις για τη δυσφήμηση που τηρούν τα διεθνή πρότυπα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό κρίνει ο ΟΑΣΕ το Προτεινόμενο Άρθρο 99ΣΤ, το οποίο προτείνει την εκ νέου ποινικοποίηση της δυσφήμησης. Ο ΟΑΣΕ συστήνει την επανεξέταση αυτού του άρθρου και την εστίαση σε μη ποινικές αποζημιώσεις, αφού όπως σημειώνει οι νόμοι για τη δυσφήμηση πρέπει να είναι σχεδιασμένοι, ώστε να αποτρέπουν την κατάχρηση από τις αρχές και να προστατεύουν την ελευθερία της έκφρασης.
Όσον αφορά το «ψευδές περιεχόμενο», αν και η διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί σε πολύ ειδικές περιπτώσεις να θέσει σοβαρούς κινδύνους για τις δημοκρατικές διαδικασίες και την εμπιστοσύνη του κοινού, εντούτοις ο ΟΑΣΕ θεωρεί ότι η ποινικοποίησή του θα πρέπει να ισχύει μόνο όταν η πληροφορία απειλεί πραγματικά την ασφάλεια του κοινού ή προκαλεί σοβαρή βλάβη.
Ως εκ τούτου ο ΟΑΣΕ καταλήγει ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες δεν πρέπει να υιοθετηθούν στην παρούσα μορφή τους λόγω σοβαρών αδυναμιών που έρχονται σε αντίθεση με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ τονίζει ότι η πρόταση για εκ νέου ποινικοποίηση της δυσφήμισης θα πρέπει να αποσυρθεί πλήρως.
Στο πλαίσιο της συζήτησης των κυβερνητικών νομοσχεδίων για την ποινικοποίηση των Fakenews, ως αντιπρόεδρος της ΚΣ ΟΑΣΕ, ζήτησe και έλαβe νομική γνώμη από το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΑΣΕ (ODIHR) και από το Γραφείο Ελευθερίας του Τύπου του ΟΑΣΕ για το νομοσχέδιο που κατατέθηκε τον Απρίλη του 2021 και το οποίο συζητήθηκε σε δέκα ξεχωριστές συνεδριάσεις της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών.
Παρά το γεγονός ότι, μετά από τις έντονες αντιδράσεις που εκφράστηκαν σε θέματα ελευθερίας έκφρασης, όχι μόνο των δημοσιογράφων, αλλά και των πολιτών και όταν επιβεβαιώθηκε ότι δεν συγκέντρωνε πλέον την απαιτούμενη πλειοψηφία στην Βουλή, αποσύρθηκε προκειμένου να διασφαλιστεί ότι αυτό δεν θα επηρέαζε τους δημοσιογράφους. Εξακολουθώντας όμως να επηρεάζει την κριτική που ασκείται από τους πολίτες.
Εν αναμονή της εκ νέου κατάθεσης του νομοσχεδίου, δημοσιοποιώ τη νομική άποψη, η οποία αναφέρεται λεπτομερώς και στοχευμένα στην επικινδυνότητα της ποινικοποίησης του λιβέλου / δυσφήμισης, καθώς και στην αυθαιρεσία της όποιας πιθανής δίωξης.
Όπως εξηγείται στη γνωμάτευση, το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και την πρόσβαση στην πληροφορία είναι θεμελιώδες για τη λειτουργία της δημοκρατίας και απαραίτητο για την επίτευξη άλλων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αυτό το δικαίωμα προάγει μια ελεύθερη, δημοκρατική και πολυφωνική κοινωνία, επιτρέποντας σε διαφορετικές φωνές και στην ορατότητα των περιθωριοποιημένων ομάδων. Οποιοσδήποτε περιορισμός σε αυτό το δικαίωμα πρέπει να συμμορφώνεται με αυστηρές διεθνείς προδιαγραφές, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να είναι νομικά καθορισμένος, να έχει νόμιμο σκοπό, να είναι απαραίτητος, αναλογικός και να μην δημιουργεί διακρίσεις.
Οι προτεινόμενες τροπολογίες στον Ποινικό Κώδικα της Κύπρου αφορούν δύο βασικά ζητήματα: την ποινικοποίηση της διάδοσης ψευδών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της εκ νέου ποινικοποίησης της δυσφήμησης (δηλαδή του λιβέλου), και την ποινικοποίηση της διάδοσης μηνυμάτων που χαρακτηρίζονται ως κατάφωρα προσβλητικά ή/και άσεμνου ή/και αισχρού ή/και απειλητικού χαρακτήρα. Διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΑΣΕ και ο ODIHR, έχουν καλέσει τις χώρες να καταργήσουν τους ποινικούς νόμους δυσφήμησης λόγω της ψυχολογικής τους επίδρασης στην ελευθερία της έκφρασης. Ενώ το διεθνές δίκαιο προστατεύει τη φήμη, οι ποινικές κυρώσεις μπορούν να αποτρέψουν τους δημοσιογράφους και τους επικριτές της κυβέρνησης από το να μιλούν. Αντίθετα, προτείνεται να ενισχυθούν οι αστικές αποζημιώσεις για τη δυσφήμηση που τηρούν τα διεθνή πρότυπα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό ο ΟΑΣΕ κρίνει το Προτεινόμενο Άρθρο 99ΣΤ, το οποίο προτείνει την εκ νέου ποινικοποίηση της δυσφήμησης. Συνιστάται η επανεξέταση αυτού του άρθρου και η εστίαση σε μη ποινικές αποζημιώσεις. Οι νόμοι για τη δυσφήμηση πρέπει να είναι σχεδιασμένοι ώστε να αποτρέπουν την κατάχρηση από τις αρχές και να προστατεύουν την ελευθερία της έκφρασης. Όσον αφορά το “ψευδές περιεχόμενο” σύμφωνα με το Άρθρο 99Γ, αν και η διάδοση παραπλανητικών πληροφοριών μπορεί σε πολύ ειδικές περιπτώσεις να θέσει σοβαρούς κινδύνους για τις δημοκρατικές διαδικασίες και την εμπιστοσύνη του κοινού, εντούτοις, η ποινικοποίηση θα πρέπει να ισχύει μόνο όταν η πληροφορία απειλεί πραγματικά την ασφάλεια του κοινού ή προκαλεί σοβαρή βλάβη.
Τα Προτεινόμενα Άρθρα 99Δ και Ζ αφορούν την ποινικοποίηση ανάρμοστης ή προσβλητικής επικοινωνίας. Η ελευθερία της έκφρασης προστατεύει ακόμη και τις βαθιά προσβλητικές ομιλίες, και η ποινικοποίηση ορισμένων μορφών έκφρασης μπορεί να καλύψει τη συμφωνημένη επικοινωνία μεταξύ ενηλίκων ή καλλιτεχνικές εκφράσεις. Επομένως, τα άρθρα αυτά θα πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να διασφαλίσουν ότι δεν παραβιάζουν προστατευμένες μορφές έκφρασης και να επικεντρωθούν μόνο σε σοβαρές καταχρήσεις.
Συνολικά, τα προτεινόμενα ποινικά αδικήματα παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα, κυρίως λόγω αόριστων και ευρύτατων όρων που μπορεί να οδηγήσουν σε αυθαίρετη εφαρμογή. Αν και ορισμένες διατάξεις προβλέπουν εξαιρέσεις για εκφράσεις δημόσιου συμφέροντος, αυτές είναι στενά καθορισμένες. Οι αυστηρές ποινές, όπως η φυλάκιση για ήπιες παραβάσεις, ενδέχεται να επιβάλουν ψυχολογικό αντίκτυπο στην ελευθερία της έκφρασης.
Η νομοθεσία θα πρέπει να διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και την πρόσβαση στην πληροφορία, ιδιαίτερα όσον αφορά πολιτικές ομιλίες και δημόσιες υποθέσεις. Οι δημόσιοι αξιωματούχοι πρέπει να είναι πιο ανεκτικοί σε κριτική από τους απλούς πολίτες. Κατάλληλες υπερασπίσεις πρέπει να υπάρχουν σε υποθέσεις δυσφήμησης που αφορούν εκφράσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, διασφαλίζοντας ότι οι κατηγορούμενοι δεν θα φέρουν αυστηρή ευθύνη για ανακρίβειες αν ενεργούν καλή πίστη.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ανησυχίες αυτές, ο ΟΑΣΕ καταλήγει ότι οι προτεινόμενες τροπολογίες δεν θα πρέπει να υιοθετηθούν στην παρούσα μορφή τους λόγω σοβαρών αδυναμιών που έρχονται σε αντίθεση με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα. Η πρόταση για εκ νέου ποινικοποίηση της δυσφήμησης υπό το άρθρο 99ΣΤ θα πρέπει να αποσυρθεί πλήρως. Ο ODIHR προσφέρει υποστήριξη για την αναγνώριση εναλλακτικών λύσεων που θα αντιμετωπίσουν τις πραγματικές ανησυχίες χωρίς να παραβιάζουν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης.
Ο ΟΑΣΕ σημειώνει ότι η γνωμάτευση που έχει δώσει και οι προτάσεις σε αυτήν στοχεύουν στην διευκόλυνση των συζητήσεων για τα κυβερνητικά νομοσχέδια και υπογραμμίζει τη σημασία της συμμόρφωσης με τα διεθνή ανθρώπινα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Κύπρου από τη συμμετοχή της στον ΟΑΣΕ.
Επισυνάπτεται η εκτελεστική σύνοψη του ΟΑΣΕ στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο και σε ανεπίσημη μετάφραση στα ελληνικά.