Η φονική πυρκαγιά που σάρωσε τις ορεινές κοινότητες της επαρχίας Λεμεσού, αφήνοντας πίσω της νεκρούς, τεράστιες υλικές ζημιές και ένα κατεστραμμένο φυσικό τοπίο, ανέδειξε για άλλη μία φορά την ανάγκη να οχυρωθεί η Κύπρος με υλικοτεχνικά μέσα πλαισιωμένα με επιστημονική γνώση. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να είναι κομβικός, όχι για να υποκαταστήσει τις εθνικές ευθύνες, αλλά για να προσφέρει τα εργαλεία, τους πόρους και τον συντονισμό σε υπερεθνικό επίπεδο.
Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει μετά τη φονική πυρκαγιά είναι γιατί η Κύπρος δεν έχει ενταχθεί στον πυρήνα του ευρωπαϊκού στόλου για την αντιμετώπιση καταστροφών (rescEU), παρά τις διαχρονικές εκκλήσεις Κυπρίων ευρωβουλευτών. Παράλληλα, φαίνεται ότι υστερούμε και στην απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την πρόληψη και διαχείριση φυσικών καταστροφών.
Η Κύπρος εκτός βασικού σχεδιασμού
Παρά τις εκκλήσεις Κυπρίων ευρωβουλευτών, φαίνεται πως η εκτελεστική εξουσία στην Κύπρο, δεν έχει ασκήσει την απαιτούμενη πίεση προς την ΕΕ, ούτως ώστε το νησί να αναγνωριστεί ως στρατηγική τοποθεσία για μόνιμη βάση εναέριων μέσων ή εξοπλισμού για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και δη των πυρκαγιών.
Κατά τη φονική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου, ως γνωστόν η Κύπρος ενεργοποίησε το βράδυ της ίδια ημέρας τον Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας της ΕΕ (UCPM). Η ανταπόκριση της ΕΕ ήταν να κινητοποιήσει δύο αμφίβια αεροσκάφη με έδρα την Ισπανία. Τα αεροσκάφη, όμως, δεν έφτασαν ποτέ, καθώς σύμφωνα με αξιωματούχο της ΕΕ «αποδεσμεύτηκαν στην πορεία, λόγω ύφεσης των μετώπων». Σημειώνεται ότι, τα αεροσκάφη ήταν έτοιμα και την επόμενη ημέρα το μεσημέρι.
Το περιστατικό αυτό φανερώνει την αναγκαιότητα δημιουργίας μόνιμης βάσης στην Κύπρο, καθώς ο χρόνος απόκρισης εξαρτάται είτε από γεωγραφικούς παράγοντες είτε από την πίεση που δέχεται ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στις ήδη υφιστάμενες βάσεις.
Καμία αίτηση στο Ταμείο Αλληλεγγύης
Την ίδια ώρα, ερωτήματα εγείρονται και ως προς τη μη ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλληλεγγύης (EUSF) από την Κυπριακή Δημοκρατία, το οποίο προορίζεται για την κάλυψη έκτακτων αναγκών και την αποκατάσταση καταστροφών.
Εκπρόσωπος της Κομισιόν, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του «Π», επιβεβαίωσε πως «η Κύπρος δεν έχει υποβάλει αίτηση στήριξης από το Ταμείο Αλληλεγγύης της ΕΕ». Όπως επισημαίνει ο ίδιος αξιωματούχος, το ταμείο δεν είναι εργαλείο άμεσης επέμβασης, αλλά μηχανισμός μεταγενέστερης ανακούφισης, με δυνατότητα αναδρομικής κάλυψης δαπανών από την πρώτη ημέρα της καταστροφής.
Σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του Ταμείου Αλληλεγγύης, τα κράτη μέλη που επιθυμούν να ενεργοποιήσουν το ταμείο, πρέπει να υποβάλουν αίτηση εντός 12 εβδομάδων από την ημερομηνία της πρώτης ζημιάς.
Όπως αποσαφήνισε ο αξιωματούχος, η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τεχνικά και ποσοτικά στοιχεία εκτίμησης των ζημιών, ώστε να προχωρήσει η αξιολόγηση από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν. Αν εγκριθεί, τότε η Κομισιόν εισηγείται στα θεσμικά όργανα (Ευρωκοινοβούλιο και Συμβούλιο) τη χορήγηση του ποσού, το οποίο καταβάλλεται άμεσα και εφάπαξ.
Υπογράμμισε πως μεταξύ των επιλέξιμων δαπανών του Ταμείου περιλαμβάνονται: αποκατάσταση υποδομών (ενέργεια, ύδρευση, αποχέτευση, τηλεπικοινωνίες, υγεία, εκπαίδευση), προσωρινή στέγαση πληγέντων και ενίσχυση υπηρεσιών πρώτης ανάγκης, θωράκιση υποδομών πρόληψης και προστασίας πολιτιστικής κληρονομιάς, καθαρισμός φυσικών περιοχών με οικολογικά πρότυπα και αποκατάσταση φυσικών ζωνών για την αποτροπή διάβρωσης.
Η πρόληψη να προηγείται της αντίδρασης
Με τη σειρά του, ένας ακόμη αξιωματούχος της ΕΕ με γνώση του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της Ένωσης (UCPM), ερωτηθείς από τον «Π» για την ετοιμότητα των κρατών μελών στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών και ειδικά για την περίπτωση της Κύπρου, υπογράμμισε πως «η πολιτική προστασία είναι κατά κύριο λόγο εθνική αρμοδιότητα». Ωστόσο, ο ρόλος της ΕΕ είναι κρίσιμος, «υποστηρικτικός, διασυνδετικός και επιταχυντικός των επενδύσεων σε πρόληψη και ετοιμότητα».
Όπως εξήγησε, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν περιορίζεται στο σκέλος της καταστολής πυρκαγιών όταν αυτές εκδηλώνονται, αλλά επενδύει ενεργά στη θωράκιση των κρατών πριν την όποια κρίση, μέσω ενός στοχευμένου σχεδίου πρόληψης δασικών πυρκαγιών, στο πλαίσιο του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας. Ήδη, υλοποιούνται οκτώ πολυεθνικά έργα άνω των 5 εκατ. ευρώ, με στόχο τη βελτίωση της ετοιμότητας και της ανθεκτικότητας των χωρών έναντι πυρκαγιών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, κυπριακοί φορείς συμμετέχουν σε ορισμένα από αυτά τα έργα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Πανεπιστήμιο Κύπρου, που συνεργάζεται με διεθνή δίκτυα εμπειρογνωμόνων, όπως το COLLARIS, με αντικείμενο την καινοτόμα χρήση drones στη διαχείριση κρίσεων.
Πολλά τα κονδύλια...
Υπενθυμίζεται ότι το 2018 η Κύπρος είχε υποβληθεί σε αξιολόγηση (Peer Review) από τον Μηχανισμό Πολιτικής Προστασίας της ΕΕ, για την ικανότητά της να ανταποκρίνεται σε φυσικές καταστροφές. Το 2024, η Κομισιόν χρηματοδότησε νέο έργο μεταρρύθμισης του κυπριακού συστήματος πολιτικής προστασίας μέσω του Μηχανισμού Τεχνικής Υποστήριξης για την αναδιοργάνωση και ενίσχυση των δομών.
Η ΕΕ, εξάλλου, δημοσίευσε τον περασμένο Μάιο έναν οδηγό βέλτιστων πρακτικών στην ευαισθητοποίηση για κινδύνους πυρκαγιάς, ενώ μέσω του Δικτύου Γνώσης Πολιτικής Προστασίας (Civil Protection Knowledge Network) παρέχεται συνεχής τεχνική υποστήριξη και διαμοιρασμός καλών πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών.
Σημειώνεται ότι, κατά την περίοδο 2021–2027, 18,8 δισ. ευρώ προβλέπονται για δράσεις προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και διαχείρισης κινδύνων, με 3,3 δισ. ευρώ να προορίζονται αποκλειστικά για τα δάση. Παράλληλα, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, όλο και περισσότερες χώρες στρέφονται πλέον στην πρόληψη αντί για την αντίδραση όσον αφορά τις φυσικές καταστροφές.
Όπως επισήμανε ο αξιωματούχος, υπάρχουν σε εξέλιξη έργα που χρηματοδοτούνται από το UCPM και επικεντρώνονται στην ενίσχυση νέων ή την περαιτέρω ανάπτυξη υπαρχουσών δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων στη διαχείριση κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το έργο FIRE-SCENE, μία πολυεθνική πρωτοβουλία με τη συμμετοχή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το έργο αυτό αναπτύσσει καινοτόμα εργαλεία και μεθόδους για ενσωματωμένη διακυβέρνηση, αξιολόγηση και σχεδιασμό κινδύνου, αντιμετωπίζοντας τις αυξανόμενες προκλήσεις από ακραίες και μεγάλες πυρκαγιές στη Μεσόγειο, λόγω της κλιματικής αλλαγής.