Tο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε ένσταση της προέδρου του Οικογενειακού Δικαστηρίου για μετακίνησή της από τη Λευκωσία μετά από 14 συνεχή χρόνια υπηρεσίας.
Η Φώφη Κωνσταντίνου, ενιστάμενη στην παρούσα υπόθεση, διορίστηκε δικαστής του Οικογενειακού Δικαστηρίου την 1η Οκτωβρίου 2008 και τοποθετήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ασκώντας καθήκοντα, για περιορισμένο χρόνο και στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου κατά την περίοδο άδειας της δικαστού που ήταν τοποθετημένη σε αυτό. Ήταν όρος του διορισμού της, τον οποίο ανεπιφύλακτα αποδέχθηκε, ότι τοποθετείται στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού «υποκείμενη σε μετάθεση σε άλλη πόλη ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας».
Στις 10.9.2011 μετατέθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ενώ μεταξύ 2013 – 2016 ασκούσε καθήκοντα και στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου. Στις 16.12.2024 διορίστηκε πρόεδρος Οικογενειακού Δικαστηρίου. Από πλευράς τοποθέτησης, βρίσκεται τοποθετημένη στη Λευκωσία από το 2011 μέχρι σήμερα. Στις 19.6.2025, η αρχιπρωτοκολλητής γραμματέας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου κοινοποίησε στην ενιστάμενη την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου όπως μετατεθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου από την 10η Σεπτεμβρίου 2025 «προς εξυπηρέτηση των αναγκών της υπηρεσίας». Η ενιστάμενη καταχώρισε ένσταση και ζήτησε το σχετικό πρακτικό, πιστό αντίγραφο του οποίου της κοινοποιήθηκε.
Όπως σημειώνεται στο υπό αναφορά πρακτικό, «κρίθηκε σκόπιμο όπως η κ. Φ. Κωνσταντίνου μετατεθεί εκτός Λευκωσίας. Είναι τοποθετημένη στη Λευκωσία από το 2011. Εξυπηρετούνται οι σκοποί της δικαιοσύνης να μην παραμένει ένας δικαστής στην ίδια επαρχία για πάρα πολλά χρόνια. Στη Λευκωσία τοποθετείται η κ. Κάιζερ για να καλύψει τη θέση της. Η ένσταση επιδόθηκε στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και στην κ. Κάιζερ ως «ενδιαφερόμενο μέρος».
Στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο συνήλθε ως Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΣΔΣ), σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι, «στο ερώτημα κατά πόσον η απόφαση είναι αιτιολογημένη, το οποίο κατ’ ουσίαν είναι συνυφασμένο με το ζήτημα της δέουσας ή μη έρευνας, η απάντηση μας είναι καταφατική. Η πληροφόρηση της γραμματέως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου προς την ενιστάμενη συμπληρώθηκε από το πρακτικό. Το πρακτικό αποκαλύπτει τους λόγους της κρίσης του Συμβουλίου, ήτοι το ανεπιθύμητο της παραμονής ενός δικαστή για πολλά χρόνια στο ίδιο δικαστήριο για αυτονόητους λόγους, συναρτημένους με την ανάγκη για διαφύλαξη της αντικειμενικής αμεροληψίας στη μικρή κοινωνία της Κύπρου. Το ζήτημα συναρτάται κατά τρόπο αυτονόητο επίσης με την ανάγκη για ίση μεταχείριση των δικαστών και την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων με δεδομένο τον μικρό αριθμό των δικαστών που υπηρετούν στη χώρα μας. Εκείνο που έχει τώρα καθοριστική σημασία είναι πως δόθηκε αιτιολογία, η οποία είναι επαρκής», τονίζει το ΑΣΔΣ.
Σε άλλο σημείο της απόφασης, επισημαίνεται ότι, «είναι βάσιμη η θέση της άλλης πλευράς ότι εάν γινόταν δεκτό πως η αρχαιότητα προσδίδει κάποιο είδος προστασίας έναντι μετακίνησης, θα οδηγούμαστε σε παγίωση τοποθέτησης των αρχαιότερων δικαστών σε δικαστήρια της προτίμησής τους, σε βάρος των αναγκών της υπηρεσίας, αλλά και των συναδέλφων τους. Σε ό,τι αφορά τη μετάθεση του ενδιαφερόμενου μέρους στη Λευκωσία, αυτή δεν ήταν παρά το επακόλουθο της μετάθεσης της ενισταμένης ώστε να καλυφθεί η θέση που κενώθηκε. Ως προς το ζήτημα των οικογενειακών περιστάσεων, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της ενισταμένης αγορεύοντας το έθεσε σε δεύτερη μοίρα, πράττοντας ορθά, εφόσον το Συμβούλιο κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης δεν είχε οποιοδήποτε αίτημα ή πληροφόρηση από την ενισταμένη παρά το ενδεχόμενο μετακίνησής της, ευλόγως, εφόσον βρισκόταν τοποθετημένη στη Λευκωσία ήδη για 14 χρόνια. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στο Συμβούλιο ότι παρέλειψε, υπό αυτές τις περιστάσεις, να προβεί σε δέουσα έρευνα». Καταληκτικά, το ΑΣΔΣ αναφέρει ότι η ένσταση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.