Sevgul Uludag
Τηλ: 99966518
Η Zalihe Yababa θυμάται την περιοχή «Chiftlikler» («Τα αγροκτήματα») στη Λεμεσό. Κάθισε και έγραψε τις αναμνήσεις της όπως τις θυμόταν και μου τις έστειλε για να τις δημοσιεύσω και να τις μοιραστώ με τους αναγνώστες μας. Γράφει τα ακόλουθα για τη Λεμεσό:
«Η Λεμεσός, γνωστή ως η πόλη με το λιμάνι, ήταν ένα μέρος όπου ζούσαν μαζί Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι. Υπήρχαν πολλές εκδηλώσεις που συμμετείχαν και οι δύο κοινότητες, όπως η Γιορτή του Κρασιού και το Καρναβάλι, Παρακολουθούσαν τις παρελάσεις με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα. Η Λεμεσός ήταν τότε γνωστή ως η πόλη με πολλά χαμάμ. Σε εκείνα τα χρόνια, μια γυναίκα που είχε μόλις γεννήσει την θεωρούσαν ευάλωτη και υπήρχε ένα ρητό που έλεγε ότι «ο τάφος της παραμένει ανοιχτός για 40 μέρες». Έτσι, έπρεπε σύμφωνα με την παράδοση τη 40ή μέρα μετά τον τοκετό να γίνει το «χαμάμ της λεχούσας» («λουτρό για τη μητέρα που γέννησε»).
Στις ακτές της Λεμεσού υπήρχε το Μαυσωλείο Piri Dede, όπου οι άνθρωποι πήγαιναν για να κάνουν ευχές. Όταν πραγματοποιούνταν οι ευχές, κάλυπταν το Μαυσωλείο με ένα πράσινο ύφασμα και προσεύχονταν. Στη Λεμεσό γίνονταν επίσης κοκορομαχίες και οι άνθρωποι πήγαιναν να τις παρακολουθήσουν.
Ζώντας μαζί
Στην περιοχή Chiftlikler (Τα αγροκτήματα), Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι ζούσαν μαζί. Αγοράζαμε τα καθημερινά από τον μπακάλη Himiya, μας έραβε τα ρούχα η διάσημη Ελληνοκύπρια μοδίστρα Παρασκευούλα. Οι Ελληνοκύπριοι φορούσαν μαύρα ρούχα τις μέρες του πένθους. Στην περιοχή, οι άνθρωποι ασχολούνταν με την καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών. Θυμάμαι που ακούγαμε τον ήχο των πηγαδιών όταν ποτίζονταν οι κήποι. Οι άνθρωποι στην ήταν εργατικοί και πουλούσαν τα φρούτα και τα λαχανικά που καλλιεργούσαν οι ίδιοι. Θυμάμαι τον Mustafa Abushal, ο οποίος περιφερόταν με την ψάθινη ζυγαριά του, πουλώντας τα λαχανικά του και απαγγέλλοντας αμανέδες:
«Μελιτζάνες και πιπεριές γυρίζουν με ποδήλατα
Ας φάνε οι άνθρωποι αυτά τα μερσίνια και ας τα επαινέσουν
Έκοψα μερικά φοινίκια από τη φοινικιά
Τα βάζω συνεχώς προς πώληση
Αυτά τα φοινίκια που όλοι ασχολούνται ασταμάτητα
Ο βασιλιάς των ροδιών είναι από εδώ»
Κάποια σπίτια δεν είχαν νερό και έπαιρναν από τα πηγάδια που ήταν στον κήπο τους, ενώ κάποιες γυναίκες έκτρεφαν κατσίκες για να συνεισφέρουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό και πουλούσαν καθημερινά το γάλα. Οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ χαμογελούσαν ο ένας στον άλλο όταν συναντιόνταν το πρωί και έλεγαν «καλημέρα», ζούσαν αρμονικά και δεν είχε κανένας παράπονο από κάποιον. Θυμάμαι που στις επισκέψεις συγγενών ή φίλων από άλλες πόλεις να γίνονται διεργασίες με τους οικοδεσπότες να μαζεύουν ανθούς για να φτιάξουν ντολμάδες... Και το τραπέζι στηνόταν τα καλοκαίρια έξω, κάτω από το δέντρο και όλοι περνούσαν υπέροχα.
Το σπίτι του θείου μου
Ο θείος μου Saffet Sami (αδελφός του πατέρα μου), σε αντίθεση με τα αδέλφια του, ήταν κοντός και με σκούρο δέρμα, όπως τον θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία όταν πηγαίναμε για επίσκεψη μαζί με τη μητέρα μου στην περιοχή «Chiftlikler» στη Λεμεσό και μέναμε εκεί για λίγες μέρες. Ίσως το σκούρο του δέρμα να οφειλόταν στις πολλές ώρες εργασίας στον ήλιο. Ήταν φανατικός καπνιστής, όπως τον πατέρα μου Niyazi και όπως εγώ αργότερα. Τον θυμάμαι να είναι πάντα με ένα τσιγάρο στο χέρι, καθισμένο στην καρέκλα, χωρίς να μιλάει πολύ, πάντα να δουλεύει και να σκέφτεται.
Το σπίτι τους στην περιοχή «Chiftlikler» στη Λεμεσό βρισκόταν σε δρόμο πολύ κοντά στο νέο λιμάνι της Λεμεσού, κοντά στο Limassol Mall. Θυμάμαι πως το 1974, είχαν ξεκινήσει εργασίες για κατασκευή του δρόμου και υπήρχε η διαμάχη πως θα περνούσε από τον κήπο του θείου μου.
Οι καλές στιγμές
Κάποτε, σε ένα εργαστήριο στη Βουδαπέστη, η Shelley Anderson, που ήταν η συντονίστριά μας, είχε ζητήσει να βρούμε μια στιγμή που ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Ήταν τη δεκαετία του 1990 και ήμασταν ακτιβιστές για την ειρήνη από την Κύπρο, την Παλαιστίνη, το Ισραήλ, την Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία, από την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Όσο και αν είχα παιδέψει το μυαλό μου δεν μπορούσα να βρω μια στιγμή που ήμουν πολύ ευτυχισμένη στο έργο μου για την οικοδόμηση της ειρήνης. Οι αγώνες για την οικοδόμηση της ειρήνης, μαζί με τη δημοσιογραφία στάθηκαν αφορμή να φύγω από δουλειές, να δεχθώ απειλές για τη ζωή μου, παρενοχλήσεις, διώξεις, καταπίεση, ψυχολογική βία. Δεν μπορούσα να βρω έστω μια στιγμή στην οποία να ήμουν εξαιρετικά ευτυχισμένη και τα δάκρυα άρχιζαν να πέφτουν πάνω στα πόδια μου. Η Μαρία Χατζηπαύλου η οποία ήταν μαζί μου στο εργαστήρι, θυμόταν πως ως νεαρή γυναίκα, αμέσως μετά το 1974, όταν επισκεπτόταν τους προσφυγικούς καταυλισμούς για να πάρει συνεντεύξεις από γυναίκες. Είχε συναντήσει ένα μωρό του οποίου το δέρμα ήταν σαν δέρμα ψαριού, δίνοντας σχεδόν την αίσθηση ότι ήταν γεμάτο λέπια. Αλλά αυτή είχε μια στιγμή ευτυχίας με τη δουλειά που έκανε ως ερευνήτρια, αφού βρήκε έναν τρόπο να βοηθήσει τις Ελληνοκύπριες πρόσφυγες σε αυτούς τους προσφυγικούς καταυλισμούς.
Αν η Shelley Anderson -μια διάσημη ειρηνοποιός από την Ολλανδία που έχει βοηθήσει πολλές ομάδες ειρήνης- είχε διατυπώσει την ερώτησή της ως «Ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της παιδικής σου ηλικίας;», ίσως θα είχα την απάντηση και δεν θα είχα κλάψει από πόνο εκείνη τη στιγμή.
Οι επισκέψεις μας με τη μητέρα μου στην περιοχή «Chiftlikler» της Λεμεσού και η διαμονή μας εκεί για λίγες μέρες ήταν ίσως οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας. Δεν θυμάμαι να ήμουν πιο ευτυχισμένη οπουδήποτε αλλού. Ίσως ήταν επειδή ήταν μακριά από τη Λευκωσία, τη διαιρεμένη πρωτεύουσα όπου ζούσα, μακριά από τον διαιρεμένο δρόμο μου στην περιοχή Chaghlayan, όπου το 1963 αμμόσακοι και βαρέλια έκοψαν τον δρόμο και τον έκαναν «αδιέξοδο». Ήταν μακριά από τον φόβο πως παίζεις σε έναν δρόμο όπου ήξερες ότι στο τέλος του υπήρχαν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι στρατιώτες σε υπηρεσία και στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο με όπλα. Ήταν μακριά από τα ελικόπτερα που πετούσαν, από τους πυροβολισμούς που άκουγες στη μέση της νύχτας, από τον φόβο. Ήταν πολύ μακριά από τις αναμνήσεις να πρέπει να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας στο Chaghlayan στη μέση της νύχτας, όταν ένας στρατιώτης χτύπησε την πόρτα και μας είπε ότι έπρεπε να φύγουμε, καθώς δεν ήταν ασφαλές να μείνουμε εκεί. Ήμουν πέντε χρονών, φορούσα τις πιτζάμες και τη ρόμπα που μου είχε ράψει η μαμά μου, τις παντόφλες μου, νυσταγμένη. Ήταν Δεκέμβριος του 1963 και μετακομίσαμε όλοι μαζί, η μητέρα, ο αδελφός μου, η γιαγιά και ο παππούς μου, στην εντός των τειχών πόλη της Λευκωσίας για να βρούμε ένα ασφαλές σπίτι για να μείνουμε. Μείναμε μακριά από το σπίτι μας για δύο μήνες, σε τρία διαφορετικά σπίτια που ανήκαν σε τρεις διαφορετικούς συγγενείς, και εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ ακούγοντας τους ήχους από τους πυροβολισμούς και τις εκρήξεις, αφού με είχε κυριεύσει ο φόβος.
Ο άλλος παράδεισος
Η περιοχή «Chiftlikler» της Λεμεσού ήταν μακριά από όλους αυτούς τους φόβους και τις εντάσεις, ένας πραγματικός παράδεισος για ένα παιδί 10-11 ετών. Λόγω των διακοινοτικών συγκρούσεων του 1963, οι Τουρκοκύπριοι ήταν κατά κάποιον τρόπο «εγκλωβισμένοι» σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Λευκωσία, και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν φοβούμενοι την ασφάλειά τους. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν το δικαίωμα να μετακινηθούν έτσι κι αλλιώς, αλλά με την «αποκλιμάκωση» του 1968, η ελεύθερη μετακίνηση για τους Τουρκοκύπριους ήταν και πάλι δυνατή και μόνο τότε μπορέσαμε να πάμε με τη μητέρα μου στα «Chiftlikler».
Η γυναίκα του θείου μου, η Regiye, ήταν πολύ χαρούμενη που μας είδε, το κρεβάτι μας ήταν έτοιμο για να μείνουμε - θυμούμαι τη μυρωδιά καπνού στα σεντόνια όταν ξαπλώναμε για ύπνο. Τα είχαν πλύνει σε ένα «καζάνι» πάνω από φωτιά και τα είχαν κρεμάσει να στεγνώσουν στον ήλιο. Ένα νυχτερινό αεράκι έμπαινε από τα παραθυρόφυλλα φέρνοντας τις γλυκές μυρωδιές των λουλουδιών και κοιμόμασταν για να ξυπνήσουμε το πρωί με φρέσκο γάλα από τις κατσίκες τους. Οι κόρες του θείου μου, η Nadjiye και η Hediye, έβραζαν το απόγευμα καλαμπόκι από τον κήπο τους και έφτιαχναν πουτίγκα από το γάλα των κατσικιών. Πηγαίναμε στο κοτέτσι για να μαζέψουμε φρέσκα αβγά για να φτιάξουμε κέικ ή πρωινό. Η θεία Regiye φώναζε στους γείτονες να μαζευτούν στο τραπέζι για καφέ και ερχόταν η Αγγέλα, μια ψηλή Ελληνοκύπρια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, έπιναν καφέ και η μητέρα μου διάβαζε τα φλιτζάνια τους. Έτρεχα να βρω τη φίλη μου Duriye που ζούσε στο αγρόκτημα της γιαγιάς της και παίζαμε όλη μέρα χωρίς καμία έγνοια. Αυτό ήταν το «Chiftlikler» που εγώ έζησα ευτυχισμένη και μου έδινε χαρά.
Υ.Γ. Μοιράζομαι μερικές φωτογραφίες από την ομάδα «Κάποτε στη Λεμεσό» - «Limassol old times» με τις ευχαριστίες μου - τις μοιράστηκαν σε αυτή την ομάδα οι Ανδρέας Μιχαηλίδης, Αντώνης Νικολαΐδης και Πανίκος Χατζησολωμού.






