Σε μια περίοδο ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, η Τεχνητή Νοημοσύνη εμφανίζεται άλλοτε ως υπόσχεση και άλλοτε ως απειλή. Πόσο πραγματικά επηρεάζει την εργασία και τι σημαίνει αυτό για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία; Ο Λέανδρος Σαββίδης, κοινωνιολόγος της Τεχνολογίας και επίκουρο καθηγητή Οργανωσιακής Θεωρίας στο Alexander College, σε μια ουσιαστική συζήτηση για τις κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις της ΤΝ.
Είναι αξιόπιστη η Τεχνητή Νοημοσύνη;
Η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) δεν είναι ένα ενιαίο πράγμα, αλλά ένα σύνολο τεχνολογιών και τεχνικών υπολογιστικής μοντελοποίησης, που επιχειρούν να προσομοιώσουν ή να αυτοματοποιήσουν γνωστικές λειτουργίες του ανθρώπου, όπως η μάθηση, η αναγνώριση προτύπων, η λήψη αποφάσεων και η γλωσσική επεξεργασία. Στον πυρήνα της βρίσκεται η μαθηματική επεξεργασία μεγάλων όγκων δεδομένων μέσω αλγορίθμων μηχανικής μάθησης και στατιστικής βελτιστοποίησης. Η «μάθηση» της ΤΝ δεν είναι συνείδηση ή κατανόηση, αλλά μια διαδικασία στατιστικής πρόβλεψης βασισμένη σε παρελθόντα δεδομένα.
Παρόλη τη συζήτηση δυαδικού τύπου, καλή / κακή τεχνολογία, γνωρίζουμε πως η ΤΝ δεν είναι ουδέτερη ούτε αυτόνομη· είναι προϊόν παραγωγικών σχέσεων μέσα από τις οποίες αναδύονται και εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό, αλλά και κοινωνικών σχέσεων, τεχνικών επιλογών, οικονομικών συμφερόντων και θεσμικών πλαισίων. Οι τεχνολογίες ΤΝ αναπτύσσονται κυρίως από ιδιωτικές εταιρείες με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας, την επιτήρηση, και σίγουρα την κερδοφορία. Άρα το «πώς λειτουργεί» συνδέεται με το «για ποιον λειτουργεί» και «με ποιο κόστος».
Όσον αφορά την αξιοπιστία, η ΤΝ είναι αξιόπιστη μόνο σε στενά ορισμένα και τεχνικά καθορισμένα πλαίσια. Οι αλγόριθμοι μαθαίνουν από υπάρχοντα δεδομένα, τα οποία φέρουν ενσωματωμένες κοινωνικές μεροληψίες (bias), ταξικές ανισότητες και διακρίσεις. Έτσι, η ΤΝ μπορεί να «παράγει» αξιοπιστία με όρους στατιστικής ακρίβειας, αλλά να αποτυγχάνει κοινωνικά ή και ηθικά: να αναπαράγει ρατσιστικά πρότυπα, να ενισχύει την επιτήρηση των φτωχότερων στρωμάτων, ή να υποκαθιστά εργασία με τρόπους που εντείνουν την επισφάλεια.
Η αξιοπιστία της, επομένως, πρέπει να νοηθεί όχι ως τεχνικό δεδομένο αλλά ως πολιτικά καθορισμένο κοινωνικοτεχνικό ζήτημα: εξαρτάται από το ποιοι καθορίζουν τα κριτήρια επιτυχίας, ποιοι επωφελούνται και ποιοι επιβαρύνονται. Από μια κριτική σκοπιά, η ΤΝ εντάσσεται στη συνεχιζόμενη δυναμική της κεφαλαιοκρατικής τεχνολογικής καινοτομίας που αυξάνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (δηλαδή περισσότερα μηχανήματα, λιγότερη ζωντανή εργασία), οδηγώντας σε σχετική αποσύνδεση από τις κοινωνικές ανάγκες και σε εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης.
Θέσεις εργασίας
Συζητείται πολύ έντονα ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα «κλέψει» θέσεις εργασίας. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Ο φόβος ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα «κλέψει» θέσεις εργασίας είναι διαδεδομένος, αλλά το ζήτημα είναι πιο σύνθετο από έναν απλό τεχνολογικό ντετερμινισμό. Η τεχνολογία από μόνη της δεν «κλέβει» θέσεις εργασίας· είναι οι κοινωνικές και ταξικές σχέσεις μέσα στις οποίες ενσωματώνεται που καθορίζουν αν και πώς θα αντικατασταθεί η εργασία. Στην οικονομία της αγοράς, η καινοτομία αξιοποιείται όχι για τη συλλογική ευημερία, αλλά για την αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση του κόστους εργασίας - δηλαδή για τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Η ΤΝ χρησιμοποιείται ήδη για την αυτοματοποίηση διαδικασιών σε τομείς όπως η λογιστική, η διοίκηση, η μετάφραση, η εξυπηρέτηση πελατών, η μεταποίηση, ακόμα και η δημοσιογραφία και η νομική υποστήριξη. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι «εξαφανίζονται» θέσεις εργασίας, αλλά ότι αλλάζουν οι όροι εργασίας: αυξάνεται η επισφάλεια, εντείνεται η επιτήρηση, μειώνεται η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων και επιβάλλεται μια νέα μορφή «υποδεέστερης» συνεργασίας ανθρώπου και μηχανής, όπου η ανθρώπινη εργασία υποτάσσεται στην ταχύτητα και στα πρότυπα του αλγορίθμου.
Ιστορικά, κάθε μεγάλη τεχνολογική καινοτομία συνοδεύτηκε από αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας, με ορισμένες θέσεις να καταργούνται και άλλες να δημιουργούνται. Το κρίσιμο, όμως, ερώτημα είναι ποιος ελέγχει αυτή τη διαδικασία και προς όφελος ποιων τάξεων κατευθύνεται. Η ΤΝ, στο σημερινό πλαίσιο, εντείνει την τάση αντικατάστασης της ζωντανής εργασίας από νεκρή εργασία (μηχανές, αλγόριθμοι), και άρα επιδρά αρνητικά στην απασχόληση και στους όρους εργασίας των λαϊκών στρωμάτων.
Αντί για «τεχνολογικό ανεργιακό ντετερμινισμό», θα μπορούσε η συζήτηση να στραφεί στη συλλογική δυνατότητα κοινωνικού ελέγχου των τεχνολογικών εξελίξεων. Η ΤΝ δεν είναι εγγενώς κακή ή καλή· όμως, ενταγμένη στην υπηρεσία του κεφαλαίου, συμβάλλει σήμερα στην ενίσχυση των ταξικών ανισοτήτων, στην εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης και στη διεύρυνση του ελέγχου πάνω στην εργατική δύναμη. Αυτό βέβαια έρχεται με τις αντιφάσεις του.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές αντιφάσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης στον χώρο της εργασίας αφορά την αντικατάσταση των θέσεων εισόδου, των λεγόμενων "entry-level" εργασιών, και τις συνέπειες τόσο για τα χαμηλόμισθα στρώματα όσο και για τα μεσαία στρώματα της διοίκησης.
Από τη μία πλευρά, οι εταιρείες και οι οργανισμοί εκφράζουν φόβο ή ανησυχία ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα υποκαταστήσει θέσεις απλών, γραφειοκρατικών, υποστηρικτικών ή επαναλαμβανόμενων εργασιών: τηλεφωνική εξυπηρέτηση, εισαγωγή δεδομένων, στοιχειώδης λογιστική υποστήριξη, απλή μετάφραση, κ.ά. Οι λεγόμενες entry-level θέσεις ιστορικά λειτουργούν ως δομές κοινωνικοποίησης και μαθητείας: χώροι όπου οι νεότεροι εργαζόμενοι αποκτούν εμπειρία, αναπτύσσουν δεξιότητες, εξοικειώνονται με την επαγγελματική κουλτούρα και σταδιακά ανελίσσονται σε πιο σύνθετους ρόλους. Αν αυτές οι θέσεις εκλείψουν λόγω της αυτοματοποίησης, τότε διαρρηγνύεται η ίδια η διαδικασία αναπαραγωγής ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Με την ΤΝ, ο κίνδυνος είναι όχι μόνο να εξαφανιστούν αυτές οι θέσεις, αλλά να χαθεί και η δυνατότητα «μάθησης μέσω της εργασίας» είτε της ίδιας της εργασίας είτε και του οργανισμού (των πρακτικών εκείνων που κάνουν ένα οργανισμό μοναδικό και άρα πιο ανταγωνιστικό), εδραιώνοντας ένα νέο μοντέλο αποκλεισμού από την αγορά για τις λαϊκές τάξεις χωρίς εξειδίκευση ή «ψηφιακό κεφάλαιο».
Από την άλλη πλευρά, δεν γλιτώνουν ούτε τα μεσαία στρώματα – ιδιαίτερα τα διοικητικά, «μανατζερικά» επαγγέλματα. Η ικανότητα της ΤΝ να αναλύει δεδομένα, να παράγει εκθέσεις, να παρακολουθεί KPIs ή ακόμα και να προτείνει στρατηγικές επιλογές (μέσω predictive analytics) απειλεί να υποτιμήσει και να εντατικοποιήσει την εργασία πολλών επαγγελματιών «λευκού κολάρου».
Στην Κύπρο, για παράδειγμα, πολλοί νέοι ξεκινούν την επαγγελματική τους πορεία σε τομείς όπως:
· πωλητές και ταμίες σε λιανεμπορικές αλυσίδες (supermarkets, πολυκαταστήματα), όπου ήδη εισάγονται τεχνολογίες αυτόματης εξυπηρέτησης ή αλγοριθμικής κατανομής βαρδιών,
· θέσεις υποστήριξης αποθήκης και logistics (παρακολούθηση αποθεμάτων, οργάνωση παραγγελιών), που αυτοματοποιούνται σταδιακά μέσω συστημάτων ΤΝ και predictive analytics,
· υπάλληλοι εξυπηρέτησης πελατών σε τραπεζικά υποκαταστήματα ή κέντρα επικοινωνίας, όπου τα chatbot και τα voice assistants υποκαθιστούν ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις,
· βοηθοί γραφείου και junior διοικητικά στελέχη σε λογιστικά και συμβουλευτικά γραφεία, των οποίων οι αρμοδιότητες (αρχειοθέτηση, τιμολόγηση, απαντήσεις email) καλύπτονται όλο και περισσότερο από εργαλεία αυτοματοποίησης,
· προσωπικό υποδοχής και κρατήσεων στον ξενοδοχειακό και τουριστικό τομέα, που έρχεται αντιμέτωπο με την ψηφιοποίηση της εξυπηρέτησης και την εφαρμογή συστημάτων AI-driven customer experience (π.χ. dynamic pricing, recommendation systems).
Η υποκατάσταση των θέσεων εισόδου από Τεχνητή Νοημοσύνη δεν πλήττει μόνο τους ίδιους τους εργαζόμενους, αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις και την παραγωγική τους συνέχεια
Αν αυτές οι «πόρτες εισόδου» κλείσουν - και ταυτόχρονα δεν δημιουργούνται οργανωμένα και κοινωνικά υποστηριζόμενα μοντέλα επαγγελματικής μάθησης - τότε οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν σύντομα έλλειψη καταρτισμένου προσωπικού σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Η αντίφαση είναι ότι, στην προσπάθειά τους να μειώσουν άμεσα το κόστος μέσω της ΤΝ, οι επιχειρήσεις υπονομεύουν τη μελλοντική τους ικανότητα να βρίσκουν προσωπικό με ουσιαστική εμπειρία και κριτική αντίληψη της εργασίας. Αυτό οδηγεί είτε στην πλήρη εργαλειακοποίηση των εργαζομένων (π.χ. φθηνές, αποσπασματικά εκπαιδευμένες μονάδες «task completion»), είτε σε εξάρτηση από εξωτερικές πλατφόρμες και υπεργολαβίες, άρα και σε απώλεια ελέγχου του ίδιου του πυρήνα της παραγωγικής γνώσης.
Πιο ευρύτερα, αναδύεται μια ταξική και διαγενεακή ανισότητα: οι νεότερες γενιές αποκλείονται από τη συγκρότηση επαγγελματικής ταυτότητας, και η κοινωνική κινητικότητα περιορίζεται ακόμα περισσότερο, ειδικά για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων που δεν έχουν πρόσβαση σε ανεπίσημα δίκτυα ή «οικογενειακό κεφάλαιο».
Άρα, η τεχνολογική επιλογή των εταιρειών - αν δεν πλαισιωθεί από συλλογική κοινωνική πολιτική, ουσιαστικά δημόσια κατάρτιση, και σχέδια μετάβασης - γίνεται τελικά αντικοινωνική και αντιπαραγωγική.
Αντί λοιπόν η ΤΝ να απελευθερώνει χρόνο ή δημιουργικότητα, όπως υπόσχονται πολλοί τεχνο-ουτοπιστές, βλέπουμε να χρησιμοποιείται ως εργαλείο εντατικοποίησης, καθυπόταξης και πειθάρχησης της εργασίας - σε όλα τα επίπεδα. Πρόκειται για τομές που αναδιαμορφώνουν όχι μόνο το εργασιακό μέλλον, αλλά και τις ίδιες τις προσδοκίες των ανθρώπων για τη θέση τους στην κοινωνία.
Λιγότερες ώρες;
Μπορεί να μας εξασφαλίσει ότι θα δουλεύουμε λιγότερες ώρες ή να συμβάλει ώστε ο εργασιακός βίος να γίνει πιο ευχάριστος;
Η δυνατότητα της ΤΝ να μειώσει τον ανθρώπινο μόχθο και να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας υπάρχει τεχνικά - αλλά δεν υλοποιείται αυτόματα. Η ερώτηση δεν είναι τι μπορεί να κάνει η ΤΝ, αλλά σε ποιο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο αναπτύσσεται και εφαρμόζεται.
Ιστορικά, κάθε τεχνολογική καινοτομία (από τον αργαλειό μέχρι τον μικροϋπολογιστή) θα μπορούσε να μειώσει τον χρόνο εργασίας. Όμως στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, η κύρια λογική της τεχνολογίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, όχι της κοινωνικής ευημερίας. Η ΤΝ δεν χρησιμοποιείται για να ελευθερώσει χρόνο από τον εργαζόμενο, αλλά για να εντατικοποιήσει την εργασία, να συμπιέσει το εργατικό κόστος και να μεγιστοποιήσει την απόδοση ανά λεπτό και ανά άτομο.
Αντί για μείωση των ωρών εργασίας, παρατηρούμε:
· Ποσοτική εντατικοποίηση: περισσότερες εργασίες σε λιγότερο χρόνο, με συνεχή παρακολούθηση από αλγοριθμικά συστήματα (π.χ. logistics, teleperformance).
· Ποιοτική εντατικοποίηση: διάχυση της ευθύνης στους εργαζομένους να είναι συνεχώς «ευέλικτοι», «καινοτόμοι», «αυτόνομοι» - δηλαδή να αναλαμβάνουν την οργάνωση της πίεσης οι ίδιοι. Η αντίφαση του περιεχομένου της λέξης αυτονομία εδώ είναι χαρακτηριστική, οι εργαζόμενοι καλούνται να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες μόνο όμως μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια καθορισμένων KPIs.
· Επέκταση του εργασιακού χρόνου εκτός ωραρίου, ιδίως σε δουλειές γραφείου, marketing, ανώτερη διοίκηση, όπου η ΤΝ επιτρέπει συνεχή ροή δεδομένων και απαιτήσεων (π.χ. emails, reports, feedback).
Το εργασιακό περιβάλλον μεταβάλλεται έτσι προς μια μορφή συνεχούς αξιολόγησης, διαφανούς επιτήρησης και αυτοματοκρατούμενης πειθαρχίας. Ο αλγόριθμος δεν ξεκουράζεται, δεν ξεχνά, δεν παρακάμπτεται· γίνεται εργαλείο διευθυντικού ελέγχου και ταυτόχρονα μεταφέρει την πίεση στον ίδιο τον εργαζόμενο, που πρέπει να "συνεργάζεται" μαζί του. Σε αντιστοιχία δηλαδή και της εποχής της μετάβασης από την χειρωνακτική εργασία στο εργοστάσιο με την κεντρική μηχανή στο εργοστάσιο να δίνει τον ρυθμό, κατά την πρώτη βιομηχανική επανάσταση.
Από την άλλη πλευρά, η ΤΝ θα μπορούσε πράγματι να προσφέρει πιο δημιουργικές, ευχάριστες και ουσιαστικές εργασιακές εμπειρίες αν και μόνο αν αλλάξει το σύστημα στο οποίο ενσωματώνεται. Σε μια κοινωνία όπου ο κοινωνικός έλεγχος των τεχνολογιών δεν βρίσκεται στα χέρια των λίγων, η εργασία σχεδιάζεται με βάση τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι την κερδοφορία, τότε η ΤΝ θα μπορούσε να λειτουργήσει απελευθερωτικά: να μειώσει τις ώρες, να καταργήσει εξοντωτικές εργασίες, να υποστηρίξει την υγεία και τη φροντίδα, να επιτρέψει περισσότερη συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Αλλά αυτό δεν είναι τεχνολογικό ερώτημα, είναι πολιτικό ερώτημα.
Τι κινδύνους κρύβει η αλόγιστη χρήση της στην εργασία αλλά όχι μόνο;
Η αλόγιστη ή απεριόριστη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης ενέχει πολλαπλούς κινδύνους, που δεν είναι απλώς τεχνικοί ή νομικοί, αλλά βαθιά κοινωνικοί, πολιτικοί και ταξικοί. Οι κίνδυνοι αυτοί εμφανίζονται με διαφορετικές μορφές σε διάφορους τομείς, αλλά συνδέονται μεταξύ τους από ένα κοινό νήμα: την απουσία κοινωνικού και δημοκρατικού ελέγχου των τεχνολογιών.
Νομίζω πως ο κυριότερος κίνδυνος ευρύτερα είναι να ειδωθεί η ανάπτυξη της ΤΝ ως δήθεν "αντικειμενικής", "ορθολογικής", "ουδέτερης" δύναμης. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργεί μια ψευδαίσθηση τεχνικής αναγκαιότητας, που αφαιρεί από την κοινωνία τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τις επιλογές των ισχυρών. Με άλλα λόγια, ο αλγόριθμος λειτουργεί συχνά ως ιδεολογικός μηχανισμός νομιμοποίησης: αποκρύπτοντας ότι πίσω από κάθε "απόφαση" κρύβεται μια σειρά από πολιτικές, ταξικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις.
Η αλόγιστη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους τόσο στον χώρο της εργασίας όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Στον εργασιακό τομέα, παρατηρείται εντατικοποίηση και αποανθρωποποίηση της εργασίας, καθώς η ΤΝ χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της παραγωγικότητας, τη διαχείριση του χρόνου και την αξιολόγηση της συμπεριφοράς ή ακόμη και των συναισθημάτων των εργαζομένων, οδηγώντας σε ένα περιβάλλον συνεχούς επιτήρησης (algorithmic management) και σε αφόρητη ψυχολογική πίεση. Παράλληλα, αυξάνεται η επισφάλεια και αποσπασματοποιείται η εργασιακή εμπειρία, αφού η ΤΝ συχνά αντικαθιστά ανθρώπινες θέσεις χωρίς να προσφέρονται εναλλακτικές ή κοινωνική προστασία, οδηγώντας σε μαζική υποβάθμιση των εργασιακών σχέσεων, ιδιαίτερα για τα χαμηλά και μεσαία στρώματα.
Επιπλέον, η επαγγελματική ταυτότητα και η αυτονομία στην εργασία αποδυναμώνονται, καθώς πολλοί εργαζόμενοι υποβιβάζονται πολλές φορές ως εκτελεστές αλγοριθμικών οδηγιών ακόμα και αν αυτό τους ζητάται να γίνει με δημιουργικό τρόπο, χωρίς χώρο για κρίση ή δημιουργική παρέμβαση εκτός πλαισίου, γεγονός που προκαλεί αποξένωση και διάλυση της επαγγελματικής κουλτούρας. Σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, η ΤΝ τείνει να ενσωματώνει και να ενισχύει τις προϋπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες, παράγοντας αλγοριθμικές μεροληψίες (algorithmic bias) που πλήττουν ιδιαίτερα τις φτωχές τάξεις, τις γυναίκες, τους μετανάστες και όσους αποκλίνουν από τα κανονιστικά πρότυπα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την αξιολόγηση ασφαλιστικής καταλληλότητας, την πρόσβαση σε πρόνοια ή την «πρόληψη εγκληματικότητας». Την ίδια στιγμή, παρατηρείται διάβρωση της ιδιωτικότητας και της προσωπικής αυτονομίας, καθώς η συστηματική συλλογή και ανάλυση δεδομένων με στόχο την πρόβλεψη ή τον έλεγχο συμπεριφορών εγκαινιάζει έναν νέο ψηφιακό ολοκληρωτισμό, όπου η ελευθερία επιλογής υπονομεύεται από τον αλγοριθμικό καθορισμό της καθημερινής ζωής — είτε πρόκειται για την εργασία, το σπίτι, την εκπαίδευση ή την κοινωνική δικτύωση. Τέλος, όσο περισσότερες αποφάσεις περνούν στα «χέρια» της ΤΝ —όπως η απονομή ποινών, η επιλογή δικαιούχων ή η κατάταξη βιογραφικών— τόσο περισσότερο διαβρώνεται η έννοια της κρίσης, της ηθικής ευθύνης και της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων, δίνοντας τη θέση τους σε μια τεχνοκρατική λογική που αποπολιτικοποιεί τη δημόσια σφαίρα και στερεί από την κοινωνία τη δυνατότητα συλλογικού ελέγχου και συμμετοχής.
Θα γίνουμε πιο πλούσιοι;
Το διαδίκτυο βρίθει αναφορών ότι μέσω της τεχνικής νοημοσύνης μπορεί κάποιος να πλουτίσει. Έχει βάση αυτό;
Οι αφηγήσεις περί «εύκολου πλουτισμού μέσω Τεχνητής Νοημοσύνης» που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο - σε βίντεο, podcasts, διαφημίσεις και σεμινάρια - συνιστούν μέρος μιας ευρύτερης νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία αποσυνδέει την τεχνολογία από τις σχέσεις παραγωγής και τις κοινωνικές σχέσεις, και την εμφανίζει ως ουδέτερο μηχανισμό «εξουσιοδότησης του ατόμου».
Ναι, υπάρχουν άτομα και εταιρείες που έχουν πλουτίσει χάρη στην ΤΝ, αλλά όχι λόγω κάποιας μαγικής ή απρόσωπης «ευκαιρίας». Ο πλουτισμός αυτός στηρίζεται σε πολύ συγκεκριμένες θέσεις στην κοινωνική και τεχνολογική αλυσίδα αξίας: Ιδιοκτησία υποδομών (cloud, data centers, πλατφόρμες), πρόσβαση σε τεράστιες ποσότητες δεδομένων (που συχνά εξάγονται από τους χρήστες), επιχειρηματικά μοντέλα βασισμένα στην κερδοσκοπία, την παρακολούθηση, ή την εκμετάλλευση της εργασίας τρίτων (π.χ. crowdwork, microtasking, passive income, attention economy).
Για την πλειονότητα του πληθυσμού, η «ευκαιρία πλουτισμού» μέσω ΤΝ δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια νέα μορφή ψηφιακής επισφάλειας: άνθρωποι που προσπαθούν να παράγουν περιεχόμενο ή να μεταπωλήσουν υπηρεσίες βασισμένες σε εργαλεία ΤΝ, συχνά αναλώνονται σε έναν αγώνα δρόμου χωρίς σταθερότητα, χωρίς προστασία, και με συνεχή εξάρτηση από πλατφόρμες όπως η Amazon, το Upwork, ή το TikTok.
Η υπόσχεση του πλουτισμού είναι, λοιπόν, ταξικά επιλεκτική και ιδεολογικά επικίνδυνη: αποκρύπτει τις υλικές προϋποθέσεις και ενισχύει την αυταπάτη της «ατομικής επιτυχίας» σε ένα σύστημα που στηρίζεται στη μαζική υποτίμηση της εργασίας των πολλών.
Κοινωνική διάσταση
Μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κοινωνία;
Ναι αλλά όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν αλλάζει απλώς τις μεθόδους εργασίας ή επικοινωνίας· ως πολιτική τεχνολογία, επηρεάζει βαθιά τη μορφή της συνείδησης, τις αντιλήψεις για το κοινωνικό, και τους τρόπους με τους οποίους κατανοούμε τον εαυτό μας και τους άλλους.
Η ΤΝ, ιδιαίτερα όταν ενσωματώνεται σε πλατφόρμες, συστήματα πρόβλεψης, αξιολόγησης, εκπαίδευσης και διοίκησης, προωθεί μια συγκεκριμένη "λογική του κόσμου": Ότι η κοινωνία είναι ένα σύνολο μετρήσιμων δεδομένων, η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να προβλεφθεί και να διορθωθεί με αλγόριθμους, η αποτελεσματικότητα υπερέχει της πολιτικής κρίσης, η ηθική και η ελευθερία μπορούν να ενσωματωθούν σε «μοντέλα» αποφάσεων.
Αυτό οδηγεί σε έναν τεχνικο-κανονιστικό τρόπο σκέψης (instrumental rationality) που αποπολιτικοποιεί την κοινωνική ζωή και φυσικοποιεί τις κοινωνικές ανισότητες ως «τεχνικά δεδομένα».
Ταυτόχρονα, η υπερβολική χρήση και ενσωμάτωση της λογικής της ΤΝ μπορεί να αλλοιώσει την αντίληψή μας για τον άνθρωπο: να παρουσιάζει την εργασία ως "κόμβο δεδομένων", την εκπαίδευση ως "επεξεργασία πληροφοριών", την πολιτική ως "βέλτιστη διαχείριση πόρων", την ερωτική ή φιλική σχέση ως "αλγόριθμο συμβατότητας".
Σε αυτό το πλαίσιο, η ΤΝ δεν αλλάζει απλώς την κοινωνία αλλά συμμετέχει στην παραγωγή μιας νέας, κανονιστικής μορφής υποκειμένου: πειθαρχημένου, προβλέψιμου, βελτιστοποιημένου. Η κοινωνία δεν εμφανίζεται ως σύγκρουση συμφερόντων αλλά ως ένα σύστημα προς ρύθμιση, ότι πρέπει δηλαδή για τους ήδη κερδισμένους.