Το ενδεχόμενο αμερικανικής αναγνώρισης της Κριμαίας ως ρωσικής, μονοπωλεί το ενδιαφέρον στον διεθνή Τύπο. Παράλληλα, καταγράφεται η κλιμάκωση των ρωσικών επιθέσεων στην Ουκρανία και οι αγωνιώδεις προσπάθειες της ουκρανικής αεράμυνας να ανταπεξέλθει. Οι εντάσεις στην Ιερουσαλήμ, με ρατσιστικές εκδηλώσεις εις βάρος Παλαιστινίων, και το ακανθώδες ζήτημα των εξοπλισμών του Ισραήλ, βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο.
Η διπλωματία στη Μέση Ανατολή και οι αμερικανικές προσεγγίσεις στη Συρία απασχολούν τους αναλυτές, ενώ αμφισβητείται η αποτελεσματικότητα κινεζικών οπλικών συστημάτων σε πρόσφατη σύγκρουση. Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην κλιματική αλλαγή, οι θολές προοπτικές των σχέσεων Ρωσίας-ΕΕ, και η ανάγκη της Ουκρανίας να αναζητήσει νέες αγορές για τα γεωργικά της προϊόντα συμπληρώνουν το γεωπολιτικό μωσαϊκό.
Ο Τύπος της Δύσης
Οι Martina Sapio και Lily Hyde, στο άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στο Politico στις 27 Μαΐου με τίτλο «Αν ο Τραμπ αναγνωρίσει την Κριμαία ως ρωσική, κινδυνεύει να διαλύσει τις υποθέσεις για εγκλήματα πολέμου», τονίζουν ότι μια ενδεχόμενη αναγνώριση της Κριμαίας ως ρωσικής από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσε να υπονομεύσει σοβαρά τις διεθνείς προσπάθειες για την απόδοση δικαιοσύνης σχετικά με τα εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία. Η διεθνής νομοθεσία απαγορεύει την αλλαγή συνόρων διά της βίας, και η νομική αναγνώριση της ρωσικής κατοχής θα έστελνε επικίνδυνα μηνύματα όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε άλλες δυνάμεις όπως στην Κίνα, ακόμη και στις χώρες που ο Τραμπ έχει ανοιχτά εξετάσει το ενδεχόμενο να προσαρτήσει, όπως η Γροιλανδία. Η Ουκρανία έχει ήδη επιτύχει διεθνώς νομικές νίκες που επιβεβαιώνουν την παράνομη κατοχή. Η αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας θα ακύρωνε αυτές τις αποφάσεις, επιτρέποντας στη Ρωσία να επιβάλλει τετελεσμένα, όπως την υποχρεωτική χορήγηση ρωσικών διαβατηρίων στους κατοίκους της περιοχής. Ο πρώην πολιτικός κρατούμενος της Κριμαίας, Ναρίμαν Τζελιάλ, προειδοποιεί ότι οι κάτοικοι υπό ρωσική κατοχή θα υποστούν περαιτέρω καταπίεση, ενώ ενδεχόμενες υποχωρήσεις δεν θα ανακόψουν τον Πούτιν, ο οποίος έχει ευρύτερους στόχους πέραν της Κριμαίας. Η σταθερή θέση της Ουκρανίας και πολλών διεθνών φορέων είναι ότι η νομιμοποίηση της κατοχής θα κατέλυε το διεθνές δίκαιο και τις προσπάθειες ειρήνευσης που βασίζονται στον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας.
Δημοσίευμα του The Economist με τίτλο «Η Ρωσία εξαπολύει βροχή πυρών στην Ουκρανία» (ημερομηνία πρόσβασης: 29 Μαΐου) περιγράφει την κλιμάκωση των ρωσικών αεροπορικών επιθέσεων στην Ουκρανία, που κορυφώθηκαν στις 25 Μαΐου με μια «μαζική επίθεση» σχεδόν 300 μη επανδρωμένων αεροσκαφών και 69 πυραύλων. Η Ουκρανία αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην αεράμυνά της, καθώς τα ρωσικά drones, όπως τα Shahed που παράγονται με ταχύτατους ρυθμούς, χρησιμοποιούν σύγχρονες τεχνολογίες, όπως τεχνητή νοημοσύνη και δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, για να παρακάμπτουν τα ηλεκτρονικά αντίμετρα. Η αμυντική ικανότητα της Ουκρανίας δοκιμάζεται σκληρά λόγω της έλλειψης αντιαεροπορικών πυραύλων, παρόλο που τα αμερικανικά συστήματα Patriot που διαθέτει η Ουκρανία έχουν καταφέρει να καταρρίψουν πολλούς ρωσικούς πυραύλους. Ωστόσο, το μέλλον προδιαγράφεται δύσκολο, καθώς οι αμυντικές μονάδες ενδέχεται να αναγκαστούν να περιορίσουν τους πόρους τους. Η αμερικανική υποστήριξη παραμένει ανεπαρκής, λόγω της περιορισμένης παραγωγής πυραύλων και ανταγωνισμό και άλλων γεωπολιτικών προτεραιοτήτων. Η Ουκρανία εξετάζει την ανάπτυξη όπλων και τακτικών που θα συνδυάζουν αεροπορική άμυνα και επίθεση, με στόχο να πλήξει τις ρωσικές υποδομές εκτόξευσης, επισημαίνοντας όμως παράλληλα ότι η επιτυχία στην άμυνα δεν πρέπει να δημιουργεί ψευδαισθήσεις.
Ο Luc Bronner, στο άρθρο του με τίτλο «"Θα διώξουμε τους Άραβες": Στην Ιερουσαλήμ, απροκάλυπτος ο ρατσισμός της εθνικιστικής θρησκευόμενης νεολαίας του Ισραήλ», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde (Παρίσι) στις 26 Μαΐου, περιγράφει την ετήσια πορεία για την Ημέρα της Ιερουσαλήμ, όπου δεκάδες χιλιάδες νεαροί άνδρες, ακτιβιστές του ακροδεξιού θρησκευτικού κινήματος του Ισραήλ, γιόρτασαν την κατάληψη και προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ το 1967. Κατά τη διάρκεια της πορείας, εκτόξευσαν ύβρεις και ρατσιστικά συνθήματα κατά των Παλαιστινίων κατοίκων, όπως «Θάνατος στους Άραβες» και «Θα διώξουμε τους Άραβες», ενώ αναφέρθηκε και περιστατικό όπου έφηβοι έφτυσαν Παλαιστίνια γυναίκα. Η εκδήλωση, που χαρακτηρίστηκε ως «ρατσιστική παρέλαση υπερηφάνειας», προκάλεσε φόβο, με αποτέλεσμα πολλά καταστήματα στην Παλιά Πόλη να παραμείνουν κλειστά. Ο ακροδεξιός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, ήταν παρών και επευφημήθηκε από το πλήθος, ενώ νωρίτερα είχε πραγματοποιήσει μια προκλητική επίσκεψη στο συγκρότημα του τεμένους Αλ-Άκσα. Η Ιορδανία, η Γαλλία και η ισραηλινή αντιπολίτευση, διά των Γιαΐρ Γκολάν και Γιαΐρ Λαπίντ, καταδίκασαν την πορεία ως εκδήλωση μίσους και ρατσισμού.
Στο άρθρο του Matthew Ward Agius με τίτλο «Εν μέσω εκκλήσεων για εμπάργκο όπλων, ποιος προμηθεύει το Ισραήλ;», που δημοσιεύθηκε στο DW (ημερομηνία πρόσβασης: 29 Μαΐου), εξετάζεται το ζήτημα του εξοπλισμού του Ισραήλ. Η Ισπανία απηύθυνε έκκληση για ευρωπαϊκό εμπάργκο όπλων κατά του Ισραήλ, εν μέσω διεθνούς καταδίκης για τις επιχειρήσεις στη Γάζα, και συγκάλεσε την «Ομάδα της Μαδρίτης». Ωστόσο, λίγες από τις συμμετέχουσες χώρες προμηθεύουν όπλα στο Ισραήλ, το οποίο διαθέτει ισχυρή εγχώρια παραγωγή και είναι ο 15ος παγκόσμιος εισαγωγέας (αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 2% των παγκόσμιων εισαγωγών). Σχεδόν το σύνολο των εισαγόμενων όπλων προέρχεται από τρεις χώρες: τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και την Ιταλία. Οι ΗΠΑ είναι μακράν ο μεγαλύτερος προμηθευτής (καλύπτοντας περίπου τα 2/3 των εισαγωγών του Ισραήλ την περίοδο 2020-2024), παρέχοντας αεροσκάφη, τεθωρακισμένα και κατευθυνόμενες βόμβες, και είναι απίθανο να μεταβάλουν τη στάση τους, παρά τις προσπάθειες στη Γερουσία. Η Γερμανία, δεύτερος προμηθευτής (καλύπτοντας περίπου το 1/3), παρέχει κυρίως ναυτικό εξοπλισμό και δηλώνει δεσμευμένη στην ασφάλεια του Ισραήλ, παρά τις επιμέρους επικρίσεις για τη Γάζα. Η Ιταλία συνεισφέρει περίπου 1%, και παρότι η νομοθεσία της απαγορεύει εξαγωγές σε εμπόλεμες ζώνες, υπάρχουν αναφορές για συνέχιση των αποστολών. Αν και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο) μείωσαν τις εξαγωγές τους, η συνεισφορά τους είναι ελάχιστη. Εμπειρογνώμονες τονίζουν ότι για την άσκηση ουσιαστικής πίεσης, απαιτείται η συμμετοχή των ΗΠΑ και της Γερμανίας σε ένα εμπάργκο. Ο Matthew Ward Agius καταλήγει πως η πρωτοβουλία της Ισπανίας έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα.
Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής
«Η περιοδεία του Τραμπ στον Κόλπο και οι περιφερειακές πυριτιδαποθήκες» είναι ο τίτλος άρθρου γνώμης του Sam Menassa, που δημοσιεύτηκε στις 26 Μαΐου στην Asharq Al-Awsat. Ο Menassa αναλύει τις μοναδικές ευκαιρίες που αναδύονται από την περιοδεία του Ντόναλντ Τραμπ στη Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ και το Κατάρ για την περιφερειακή σταθερότητα. Τονίζει ότι οι ΗΠΑ και τα αραβικά κράτη πρέπει να αξιοποιήσουν αυτή τη δυναμική για να αντιμετωπίσουν τις «πυριτιδαποθήκες» της περιοχής, παρά τις υφιστάμενες προκλήσεις, όπως οι αδύναμες κυβερνήσεις και οι εσωτερικές διαιρέσεις. Στη Γάζα, η Χαμάς έχει αποδυναμωθεί σημαντικά, έχοντας χάσει διεθνή και αραβική υποστήριξη, ενώ το Ισραήλ υπό τον Νετανιάχου αποτελεί το κύριο εμπόδιο. Απαιτείται συντονισμένη αμερικανο-αραβική πίεση για την αναγνώριση των παλαιστινιακών δικαιωμάτων και την έναρξη της διαδικασίας ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους, ώστε να διευκολυνθεί η ανασυγκρότηση. Όσον αφορά το Ιράν, ο συγγραφέας το θεωρεί αποδυναμωμένο, με υποβαθμισμένους αντιπροσώπους, και εκτιμά ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια νέα πυρηνική συμφωνία με ευνοϊκότερους όρους για τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων περιορισμών στον εμπλουτισμό ουρανίου και στο βαλλιστικό του πρόγραμμα. Στη Συρία δε, η ανάδειξη του μεταβατικού ηγέτη Άχμεντ αλ-Σαράα προσφέρει ελπίδες για την οικοδόμηση μιας «νέας Συρίας». Ωστόσο, απαιτείται γνήσια δέσμευση για μεταρρυθμίσεις και συνεχής αραβο-αμερικανική υποστήριξη για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την ομαλοποίηση των σχέσεων με το Ισραήλ και την οριστική ρήξη με τον Άξονα Αντίστασης. Ο Λίβανος από την άλλη μεριά παρουσιάζει τις πιο σύνθετες προκλήσεις λόγω των θρησκευτικών διαιρέσεων και της βαθιάς διείσδυσης της Χεζμπολάχ στους κρατικούς θεσμούς. Η νέα κυβέρνηση πρέπει να εντάξει τον Λίβανο στον άξονα της αραβικής μετριοπάθειας και να παρουσιάσει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ.
Ο Δρ. Γεχούντα Μπαλάνγκα, στο άρθρο του με τίτλο «Μήπως οι ΗΠΑ επαναλαμβάνουν παλαιότερα λάθη στη Συρία;» (πηγή: Israel Hayom, ημερομηνία πρόσβασης: 29 Μαΐου), αναλύει την πρόσφατη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Σύρο ηγέτη Αχμάντ αλ-Σάραα (γνωστό και ως αλ-Τζουλάνι). Ο Τραμπ επαίνεσε τον αλ-Σάραα, χαρακτηρίζοντάς τον «σκληρό μαχητή», αγνοώντας το παρελθόν του ως ηγέτη σουνιτικής ισλαμιστικής-τζιχαντιστικής οργάνωσης που δίωξε και δολοφόνησε αμάχους, και προχώρησε στην άρση των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Συρίας. Ο Μπαλάνγκα επισημαίνει ότι δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ παρασύρονται από ευσεβείς πόθους στη Μέση Ανατολή, φέρνοντας ως παράδειγμα την υποστήριξη στον Χούσνι αλ-Ζαΐμ το 1949. Οι Αμερικανοί πίστευαν ότι ο Ζαΐμ θα προωθούσε την ειρήνη, αλλά εκείνος εξελίχθηκε σε μεγαλομανή ηγέτη και τελικά ανατράπηκε και εκτελέστηκε, αποτελώντας ένα αποτυχημένο πείραμα. Παρά την 80ετή εμπλοκή στην περιοχή, οι ΗΠΑ φαίνεται να μην έχουν κατανοήσει επαρκώς την κουλτούρα, τις θρησκευτικές παραδόσεις και τα ιδεολογικά κίνητρα των τοπικών ηγετών. Τώρα, ο Τραμπ απαιτεί από τον αλ-Σάραα την ένταξη στις Συμφωνίες του Αβραάμ και την εκδίωξη Παλαιστινίων τρομοκρατών. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν ο αλ-Σάραα, με παρελθόν στην Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, και χωρίς να έχει εδραιώσει πλήρως την εξουσία του σε μια κατακερματισμένη Συρία, είναι ικανός ή πρόθυμος για τέτοιες ριζικές αλλαγές. Ο συγγραφέας υπενθυμίζει ότι κανένα ισλαμιστικό κίνημα που κατέλαβε την εξουσία δεν εγκατέλειψε ποτέ την ιδεολογία του. Καταλήγει προτρέποντας το Ισραήλ, παρότι οφείλει να παραμένει επιφυλακτικό, να αφουγκραστεί τι έχει να προσφέρει η Δαμασκός και να εξετάσει τις εγγυήσεις ασφαλείας που οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα μπορούσαν να παράσχουν, τονίζοντας ότι «είναι προτιμότερο να είσαι σοφός παρά απλώς να έχεις δίκιο».
Ο Τύπος της Ασίας
Ο Brahma Chellaney, στο άρθρο του «Μαθήματα από τον πόλεμο Ινδίας-Πακιστάν: Ήταν υπερεκτιμημένα τα κινεζικά όπλα;», που δημοσιεύθηκε στις 27 Μαΐου, στην The Japan Times, αναλύει τη σύντομη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν (7-10 Μαΐου), η οποία λειτούργησε ως πεδίο δοκιμής για τα κινεζικά οπλικά συστήματα. Το Πακιστάν χρησιμοποίησε εκτενώς κινεζικό υλικό, όπως μαχητικά J-10C, πυραύλους PL-15E και συστήματα αεράμυνας HQ-9, με την υποστήριξη κινεζικής δορυφορικής αναγνώρισης. Ωστόσο, η απόδοση αυτών των συστημάτων κρίθηκε ανεπαρκής, καθώς δεν υπήρξαν επιβεβαιωμένες επιτυχίες των πυραύλων PL-15E και η ινδική αεράμυνα υπερίσχυσε. Αντιθέτως, η Ινδία, αξιοποιώντας όπλα ακριβείας όπως ο πύραυλος BrahMos, κατάφερε σημαντικά πλήγματα σε πακιστανικές αεροπορικές βάσεις (Nur Khan, Bholari) χωρίς να υποστεί επιβεβαιωμένες απώλειες. Η συγκεκριμένη επίθεση στη Nur Khan, κοντά στις πακιστανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, ήταν αυτή που προκάλεσε την παρέμβαση των ΗΠΑ για αποκλιμάκωση. Η σύγκρουση ανέδειξε την αποτελεσματικότητα των ινδικών συστημάτων και τις πιθανές αδυναμίες των κινεζικών εξαγωγών, προσφέροντας πολύτιμα συμπεράσματα για την Κίνα, την Ινδία και τους διεθνείς στρατιωτικούς σχεδιαστές, ειδικά ενόψει πιθανών μελλοντικών κινεζικών επιχειρήσεων (π.χ. Ταϊβάν, Νότια Σινική Θάλασσα).
Σύμφωνα με κεντρικό άρθρο της China Daily με τίτλο «Οι ΗΠΑ αντιστρέφουν την παγκόσμια προσπάθεια για το κλίμα», που δημοσιεύθηκε στις 27 Μαΐου, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να υπονομεύουν ενεργά τις παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε νομοσχέδιο για την κατάργηση φορολογικών πιστώσεων για έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων της πρόωρης λήξης των φοροελαφρύνσεων για ‘καθαρά’ οχήματα και της επιτάχυνσης του τέλους των πιστώσεων για νέες μονάδες ΑΠΕ. Ταυτόχρονα, η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) σχεδιάζει την άρση όλων των περιορισμών στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από εργοστάσια άνθρακα και φυσικού αερίου, ισχυριζόμενη ότι η συμβολή τους στη ρύπανση είναι ασήμαντη. Αυτές οι ενέργειες συνάδουν με την πολιτική «Πρώτα η Αμερική» της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία στο παρελθόν απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού και διέκοψε τις οικονομικές συνεισφορές σε διεθνείς οργανισμούς για το κλίμα. Το άρθρο υποστηρίζει ότι η Ουάσιγκτον, ενθαρρύνοντας τα ορυκτά καύσιμα και δυσχεραίνοντας τις ΑΠΕ, παραβλέπει τις διεθνείς της υποχρεώσεις ως μία από τις χώρες με τις μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων και θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια πρόοδο. Αυτή η στάση, όπως τονίζεται, αγνοεί το γεγονός ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως ξηρασίες και πλημμύρες, δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστους τους Αμερικανούς, και πάει ενάντια στην αναγκαιότητα συλλογικής δράσης.
O Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας
Στο άρθρο του «Η διχοτόμηση της Ευρώπης», που δημοσιεύθηκε στην Izvestia στις 28 Μαΐου, ο Oleg Karpovich, αναλύει την πιθανότητα εξομάλυνσης των σχέσεων Ρωσίας-ΕΕ, σχολιάζοντας την πρόσφατη δήλωση της Προέδρου της Σλοβενίας, Νατάσα Πιρτς-Μουσάρ. Σύμφωνα με την Πιρτς-Μουσάρ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δια στόματος της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εξετάζει την επανέναρξη των σχέσεων με τη Μόσχα, μια προοπτική που η ίδια υποστηρίζει. Ωστόσο, ο Karpovich εκφράζει σκεπτικισμό, θεωρώντας τη φον ντερ Λάιεν ως «γρανάζι» ενός συστήματος που κατευθύνεται από «παγκοσμιοποιητικούς παρεμβατιστές» και αποσκοπεί στη διάσωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Η ουκρανική σύγκρουση και η «ρωσική απειλή» χρησιμοποιούνται για τη διατήρηση του ελέγχου και την εξυπηρέτηση συμφερόντων του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος. Για να προκύψει δε οποιαδήποτε εξομάλυνση, η Μόσχα θέτει ορισμένους αδιαπραγμάτευτους όρους, όπως τον τερματισμό του εξοπλισμού της Ουκρανίας, την αναγνώριση των εδαφικών τετελεσμένων, την ενθάρρυνση του Κιέβου για «αποναζιστικοποίηση» και την επιστροφή στον διάλογο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Επιπλέον, τονίζει τη βαθιά απογοήτευση της Ρωσίας, τις συνέπειες των κυρώσεων και το μίσος κατά των Ρώσων. Η επιστροφή των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων και η άρση των περιορισμών αποτελούν προαπαιτούμενα, ενώ μελλοντικά δεν αποκλείεται η διεκδίκηση αποζημιώσεων. Ο Karpovich καταλήγει ότι η πρωτοβουλία για διάλογο πρέπει να προέλθει από την Ευρώπη με συγκεκριμένες πράξεις. Προς το παρόν, η Ρωσία θα συνεχίσει την «ειδική επιχείρηση» και την ενίσχυση των δεσμών με τον Παγκόσμιο Νότο, καλώντας την Ευρώπη να αναλογιστεί την κατάστασή της.
Στο άρθρο του Mark Iwashko, «Η Ουκρανία πρέπει να κοιτάξει πέρα από την ΕΕ για το γεωργικό της μέλλον» (Kyiv Independent, ημέρα πρόσβασης 29 Μαΐου), υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη η Ουκρανία να διαφοροποιήσει τις γεωργικές εξαγωγές της, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση τερματίζει τις ευνοϊκές δασμολογικές ρυθμίσεις. Για χρόνια, η ΕΕ ήταν η κύρια αγορά για αυτά τα προϊόντα, αλλά η αλλαγή πολιτικής επιβάλλει την ταχεία στροφή σε νέες αγορές εκτός ΕΕ για την προστασία της οικονομίας και την ενίσχυση του ρόλου της χώρας στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια. Η Ουκρανία, ο «σιτοβολώνας της Ευρώπης», παράγει σημαντικές ποσότητες σιτηρών, ηλιελαίου και άλλων αγροτικών προϊόντων, τα οποία αποτελούν το 60% των συνολικών εξαγωγών της, αποφέροντας περίπου 25 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η εξάρτηση από μία μόνο αγορά είναι επισφαλής, επομένως η Ουκρανία πρέπει να ενισχύσει τις εμπορικές σχέσεις με χώρες της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και της Ασίας, πολλές από τις οποίες αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια. Πρωτοβουλίες όπως το «Grain from Ukraine» πρέπει να εξελιχθούν από ανθρωπιστική βοήθεια σε μακροπρόθεσμες εμπορικές συνεργασίες. Η χώρα προσφέρει επίσης προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως βιολογικά γεωργικά προϊόντα, και μπορεί να διεισδύσει σε εξειδικευμένες αγορές. Ωστόσο, αυτό απαιτεί επενδύσεις σε υποδομές, logistics και εκσυγχρονισμό. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις είναι κρίσιμες για τον εκσυγχρονισμό του τομέα, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και της παγκόσμιας σταθερότητας, καθιστώντας την Ουκρανία σημαντικό παράγοντα στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Πηγή: ΚΥΠΕ