Καμπανάκι κτυπά η Κεντρική Τράπεζα για τις Μη Εξυπηρετούμενες Χορηγήσεις (ΜΕΧ), τονίζοντας ότι παρά τη μείωσή τους εξακολουθούν να είναι μεταξύ των ψηλότερων σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενώ είναι υπαρκτός ο κίνδυνος νέων αθετήσεων στις πληρωμές.
Σε εισαγωγική του τοποθέτηση στην ετήσια έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας, ο διοικητής Χριστόδουλος Πατσαλίδης αναφέρει ότι οι ΜΕΧ παρουσίασαν περαιτέρω μείωση, ως ποσοστό του συνολικού αποθέματος δανείων, και ανήλθαν στο 6,2% το 2024 σε σύγκριση με 7,9% το 2023.
Εντούτοις, υποδεικνύει, είναι σημαντικό να σημειωθούν τρεις βασικοί παράμετροι που δικαιολογούν τη διατήρηση του εν λόγω θέματος ανάμεσα στις εποπτικές προτεραιότητες της ΚΤΚ.
Πρώτον, ο δείκτης ΜΕΧ σε επίπεδο συστήματος συνεχίζει να είναι μεταξύ των ψηλότερων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη περαιτέρω μείωσής του.
Δεύτερον, ο κίνδυνος δημιουργίας νέων αθετήσεων είναι υπαρκτός. Και τρίτον, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα σε επίπεδο συστήματος είναι ανομοιόμορφη μεταξύ των εποπτευόμενων ιδρυμάτων.
«Συνεπώς, ενώ σαφώς αναγνωρίζεται η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στη μείωση των ΜΕΧ σε επίπεδο συστήματος, διατηρείται παράλληλα η ανάγκη στενής παρακολούθησης και λήψης περαιτέρω ενεργειών απομόχλευσης των ισολογισμών των τραπεζών, με ιδιαίτερη έμφαση στα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα τα οποία χρειάζεται να εντείνουν τις προσπάθειές τους επί του προκειμένου», τονίζει.
Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζει, οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τη στενή παρακολούθηση των χαρτοφυλακίων τους και την εφαρμογή συνετών πρακτικών με έμφαση στη δυνατότητα αποπληρωμής κατά τη χορήγηση νέων δανείων αλλά και στην παροχή βιώσιμων αναδιαρθρώσεων σε υφιστάμενους πελάτες.
Σύνεση στα μερίσματα
Ένας άλλος τομέας εστιασμού των εσωτερικών αναλύσεων κατά το 2024, ήταν εκείνος της πρωτόγνωρης κερδοφορίας των τραπεζών, η οποία το 2024 έφτασε το €12 δισ. καθώς επίσης και των επιτοκίων.
Όπως σημειώνει, η επίτευξη ικανοποιητικής κερδοφορίας από μέρους των τραπεζών αποτελεί πυλώνα χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
«Η κερδοφορία πρέπει να τυγχάνει ορθής και συνετής χρήσης, εφαρμόζοντας παράλληλα συνετή πολιτική στη διανομή μερισμάτων, έτσι ώστε να συμβάλει ουσιαστικά στην περαιτέρω θωράκιση των τραπεζών σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα», αναφέρει.
Η μείωση των επιτοκίων αναφοράς κατά το 2024, φαίνεται να οδήγησε σε προσαρμογή των καταθετικών και δανειστικών επιτοκίων των τραπεζών, επιδεικνύοντας αυξημένο βαθμό σύγκλισης με τα αντίστοιχα της ευρωζώνης.
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η προσαρμογή αυτή επιβραδύνεται από την πλεονασματική ρευστότητα των τραπεζών στην Κύπρο.
Οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, φθάνοντας τα €55,9 δισ. στο τέλος του 2024, εξέλιξη που αντανακλά τη διατηρούμενη εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη σταθερότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
«Υπό το φως των πιο πάνω, καθίσταται αναγκαίο τα τραπεζικά ιδρύματα να ενσωματώνουν την κοινωνική πτυχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων αφού αφενός ενισχύουν το κοινωνικό τους προφίλ και αφετέρου συμβάλλουν καθοριστικά στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του γενικότερου οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος», υποστηρίζει.
Επί του προκειμένου, οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζουν την πραγματική οικονομία μέσω της παροχής γραμμών πίστωσης σε βιώσιμες επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Δράσεις για κίνδυνο φήμης
Επισημαίνεται επίσης ότι κατά τη διάρκεια του 2024 και με στόχο την ενίσχυση και θωράκιση της αξιοπιστίας και του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων του τραπεζικού συστήματος, η ΚΤΚ προέβη σε τροποποίηση σχετικών οδηγιών, ενισχύοντας τις απαιτήσεις προς τις τράπεζες αναφορικά με τον εντοπισμό, την αξιολόγηση και τη διαχείριση του κινδύνου φήμης.
Αυτή η τροποποίηση περιλαμβάνει την απαίτηση υιοθέτησης επαρκών και κατάλληλων στρατηγικών, πολιτικών και διαδικασιών εντός του πλαισίου της εσωτερικής διακυβέρνησης τους.
Παράλληλα, με γνώμονα την ενίσχυση της διαφάνειας και διευκόλυνσης του κοινού, από τον Σεπτέμβριο του 2024 η ΚΤΚ δημοσιεύει σε μηνιαία βάση αναλυτικά στοιχεία μεσοσταθμικών επιτοκίων για διάφορα δανειστικά και καταθετικά προϊόντα ανά τράπεζα.
Κύριες Προκλήσεις Τραπεζικού Τομέα
Παρά τη σημαντική θωράκιση των τραπεζών έναντι μελλοντικών απρόβλεπτων κραδασμών, το 2024 ήταν ακόμα ένα έτος με απρόσμενες εξελίξεις γεωπολιτικού χαρακτήρα που έφεραν σημαντικούς κινδύνους για την Κυπριακή οικονομία.
Ιδιαίτερα, εξαιτίας της ρήξης στη Μέση Ανατολή και τον συνεχιζόμενο πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, το οικονομικό και, κατ’ επέκταση, το τραπεζικό περιβάλλον βρίσκεται σε συνεχόμενη αβεβαιότητα με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Συνεπώς, η ΕΚΤ καθώς επίσης και η ΚΤΚ κρίνουν τον γεωπολιτικό κίνδυνο ως εποπτική προτεραιότητα. Σημειώνεται, εντούτοις, ότι κατά το 2024, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα δεν είχε σημαντικές συγκεντρώσεις σε χώρες άμεσα επηρεαζόμενες από τις εξελίξεις.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναδεικνύουν και την αύξηση του κινδύνου της κλιματικής αλλαγής για τον τραπεζικό τομέα.
Σημειώνεται πως πρόκειται για πρωτόγνωρο, αβέβαιο και πολυδιάστατο κίνδυνο για τις τράπεζες, γεγονός που καθιστά αναγκαία την άμεση και συλλογική προσπάθεια όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Οι τράπεζες καλούνται να ακολουθήσουν τις σχετικές ευρωπαϊκές νομοθεσίες και τις δράσεις που έχουν ήδη αναληφθεί από τους ευρωπαίους εταίρους τους, έτσι ώστε να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους ένεκα απρόβλεπτων καιρικών συνθηκών.
«Ως εκ τούτου, ο εν λόγω κίνδυνος πρέπει να συνεχίσει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των διαδικασιών στρατηγικού προγραμματισμού και λήψης αποφάσεών τους. Παράλληλα, η αυξημένη αβεβαιότητα που απορρέει από τις αναδυόμενες εμπορικές συγκρούσεις, επιτείνει το σύνθετο περιβάλλον κινδύνων, στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν οι τράπεζες. Η πολυδιάστατη φύση αυτών των προκλήσεων απαιτεί ολοκληρωμένες στρατηγικές διαχείρισης κινδύνων και προσαρμοστικότητα στα νέα δεδομένα», αναφέρει.
Κρίσιμες προκλήσεις η τεχνολογία και ψηφιοποίηση
Η τεχνολογική ανάπτυξη και η ψηφιοποίηση των τραπεζικών λειτουργιών αποτελούν επιπρόσθετες, κρίσιμες προκλήσεις για τον κλάδο, καθώς επηρεάζουν τόσο την ανταγωνιστικότητα όσο και τη διαχείριση κινδύνων.
Σύμφωνα με τον διοικητή, η ταχεία υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και η εντεινόμενη ψηφιοποίηση των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών αυξάνουν την έκθεση των τραπεζών σε κυβερνοαπειλές, καθιστώντας αναγκαία τη διαρκή επένδυση σε υποδομές ασφαλείας και εξειδικευμένο προσωπικό.
Παράλληλα, η προσαρμογή των τραπεζών στις σύγχρονες τεχνολογίες ενισχύει την ανταγωνιστικότητά τους, επιτρέποντάς τους να βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς επιχειρήσεις και καταναλωτές και να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες πιέσεις από μη παραδοσιακούς χρηματοπιστωτικούς παίκτες.
«Ο εκσυγχρονισμός των τραπεζικών συστημάτων και η υιοθέτηση προηγμένων λύσεων κυβερνοασφάλειας αποτελούν αλληλένδετα στοιχεία για τη διασφάλιση της σταθερότητας και της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Συνολικά, είναι προφανές ότι δεν υπάρχει χώρος για εφησυχασμό, καθώς οι τράπεζες βρίσκονται αντιμέτωπες με πολλαπλούς, απρόβλεπτους και πολυδιάστατους κινδύνους. Για τον λόγο αυτό, οφείλουν να διατηρούν συνεχή εγρήγορση και ετοιμότητα, προκειμένου να τους αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά», τονίζει.
Σε αυξημένα επίπεδα οι κίνδυνοι
Η ΚΤΚ εκτιμά ότι οι κυκλικοί συστημικοί κίνδυνοι στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένουν σε αυξημένα επίπεδα, όπως καταγράφονται και παρακολουθούνται διαρκώς.
Σε αυτό το πλαίσιο, προληπτικά μέτρα κρίθηκαν αναγκαία, με την απόφαση που έλαβε η ΚΤΚ τον Ιανουάριο του 2025 για αύξηση του ποσοστού του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από 1,0% σε 1,5%. Η απόφαση αυτή θα τεθεί σε εφαρμογή από τις 14 Ιανουαρίου 2026. Με αυτόν τον τρόπο, η ΚΤΚ ενισχύει τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και θωρακίζει το σύστημα απέναντι σε πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους.