Στην οικονομία, όπως και στη ζωή, αυτό που προκαλεί την εντονότερη ανησυχία και τη μεγαλύτερη φθορά είναι η αβεβαιότητα και απροσδιοριστία, ειδικά όταν τούτες είναι έντονες και παρατεταμένης διάρκειας. Η, επί μακρόν, ύπαρξη και συντήρηση ραγδαίων μεταβολών αλλά, κυρίως, η προσπάθεια αντοχής στην πίεση διαχείρισής τους, έχουν ως σύμπτωμα την πρόκληση φθοράς.
Υπό αυτές τις συνθήκες αβεβαιότητας, μια κοινωνία και μια οικονομία βιώνουν όχι μόνο, αυτό που αποκαλούμε στην καθομιλούμενη άγχος, αλλά κάτι πιο σύνθετο και οργανικό που οι ειδικοί το αποκαλούν στρες. Όπως και στην περίπτωση ενός ανθρώπου που βιώνει στρες, όπου δηλαδή ο οργανισμός του αντιδρά με συγκεκριμένους βιοχημικούς τρόπους για να αντιμετωπίσει την όποια «πίεση» (stressors), έτσι και στην περίπτωση των κοινωνιών και των οικονομιών, η αντίδραση στην «πίεση» και η προσπάθεια διαχείρισής της μεταφράζεται σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Συμπεριφορές, που εκ πρώτης, μπορεί και να φαντάζουν αλλόκοτες στον μη ειδικό, ή να μην «φαίνονται» και καθόλου στα αρχικά τους στάδια, ή να εκφράζονται με τρόπους, που φαινομενικά, να μην σχετίζονται με αυτή καθαυτή, την υποβόσκουσα αιτία του στρες. Ότι όμως και αν συμβαίνει, εκείνο που όλοι ξέρουμε είναι ότι οι παρατεταμένες συνθήκες στρες, φθείρουν τόσο τους ανθρώπους όσο και τις οικονομίες.
Αυτή, λοιπόν, την περίοδο η παγκόσμια οικονομία διέρχεται από μία περίοδο απροσδιοριστίας και αβεβαιότητας που προκαλεί στρες στις αγορές, και στις κοινωνίες. Και κατ' επέκταση και στους ίδιους τους ανθρώπους, που τις αποτελούν. Πέραν των όσων άλλων συμβαίνουν σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, η αβεβαιότητα που προκαλείται από τις αδυναμίες των πολιτικών ηγεσιών, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη και αλλού, ενισχύει το στρες και τη φθορά που προκαλεί και που άρχισε να καταγράφεται, πλέον, και στους οικονομικούς δείκτες, πέραν εκείνων που αφορούν τα χρηματιστήρια. Δείκτες όπως εκείνος που καταγράφει την καταναλωτική εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, έχουν κατακρημνιστεί στα επίπεδα του 2020. Και όλοι θυμόμαστε ποιες ήταν οι επικρατούσες συνθήκες τότε.
Εμείς εδώ στην Κύπρο, μπορεί να μην πολυανησυχούμε ακόμα, και μπορεί λόγω ασημαντότητάς μας στο διεθνές σύστημα να μην πολυενδιαφέρουμε και κανένα σε δομικό επίπεδο, αλλά, όπως γνωρίζουμε από προηγούμενες κρίσεις, το στρες στην παγκόσμια οικονομία και η φθορά που προκύπτει από αυτό, αργά ή γρήγορα θα μας αγγίξει. Οι δε αντιδράσεις μας προς αυτό το στρες και τη φθορά, όσο καλά ενισχυμένες και αν δύναται να είναι από τη συμμετοχή μας στην ΕΕ, και όσο περισπούδαστη και αν είναι η μόνιμη ρητορική μας περί αποδεδειγμένης «ανθεκτικότητας» της κυπριακής οικονομίας, σίγουρα δεν είναι ούτε του μεγέθους, ούτε της ποιότητας των μεγάλων χωρών της υφηλίου, αλλά ούτε και εκείνων που θα έπρεπε να ήταν. Ακόμα, δε, περισσότερο ανησυχητική καθίσταται η κατάσταση που δημιουργούν οι συνθήκες απροσδιοριστίας και αβεβαιότητας πάνω μας, λόγω των ιδιαζουσών χαρακτηριστικών μας σε οικονομικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε πολιτικό και γεωπολιτικό.
Οπότε, τι κάνουμε αφού δεν ξέρουμε τι ακριβώς έρχεται και πότε θα έρθει, και όταν το μόνο που ξέρουμε είναι ότι κάτι έρχεται; Η ερώτηση δεν είναι ούτε θεωρητική, αλλά ούτε και ρητορική. Η απάντησή της αφορά τη συντεταγμένη πολιτεία, την κυβέρνηση και τους θεσμικούς της πυλώνες, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών μας… αν υπάρχουν τέτοιες εδώ στην Κύπρο… για την Κύπρο. Το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και δεν σώζεται μόνο με τη χρήση επικοινωνιακών εργαλείων. Ειδικά σε μια οικονομία όπως τη δική μας, όπου η ανεμική επέκταση της χρηματοοικονομικής πίστης σταμάτησε εδώ και χρόνια να ενισχύει δομικά τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας και όπου το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δείχνει, καλύτερα από οποιεσδήποτε άλλες προβαλλόμενες μετρήσεις… πόσο βαθιά πάει η τρύπα του λαγού… για να ξαναθυμηθούμε την ιστορία της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων.