Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ) εκτιμά ότι δεν είναι απαραίτητη η συμμετοχή της στη συμβουλευτική επιτροπή για τις κυρώσεις.
Σε επιστολή που απέστειλε στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών, με αφορμή τη συζήτηση των τριών νομοσχεδίων που προβλέπουν για τη δημιουργία Εθνικής Μονάδας Κυρώσεων (ΕΜΕΚ), ο πρόεδρος της ΕΚΚ, Γιώργος Θεοχαρίδης, αναφέρει ότι η δημιουργία και η στελέχωση της ΕΜΕΚ θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την ικανότητα αυτόνομης λειτουργίας της, χωρίς να απαιτείται και η συμμετοχή των εποπτικών Αρχών για την υποβοήθηση του έργου της, οι οποίες, κατά την άποψή του, έχουν να επιτελέσουν διαφορετικό έργο από την ΕΜΕΚ.
Με βάση τις πρόνοιες άρθρων του νομοσχεδίου, η ΕΚΚ θα ενημερώνει, θα συνεργάζεται, θα παρέχει στοιχεία και πληροφορίες, θέσεις, απόψεις και διευκρινίσεις στην ΕΜΕΚ, συμβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στον χειρισμό οποιωνδήποτε ζητημάτων εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ΕΜΕΚ και είναι, ταυτόχρονα, σχετικά με θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της ΕΚΚ.
Ως εκ τούτου, η ΕΚΚ εκτιμά ότι η συμμετοχή της στη συμβουλευτική επιτροπή δεν κρίνεται απαραίτητη, δεδομένου ότι οι υποθέσεις που θα εξετάζονται, και για τις οποίες θα παρέχεται καθοδήγηση στην ΕΜΕΚ, δεν σχετίζονται, επί το πλείστον, με θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ΕΚΚ. Η μη συμμετοχή της ΕΚΚ θα συμβάλλει, επιπρόσθετα, τονίζεται, στον περιορισμό του σχετικού διοικητικού φόρτου. Ως εκ τούτου, η ΕΚΚ διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τον σκοπό και την ανάγκη της θεσμοθετημένης συμμετοχής της στο εν λόγω όργανο.
Η εμπειρία της συμβουλευτικής
Επισημαίνεται ότι η ΕΚΚ διαθέτει διακριτό ρόλο και αποστολή, δηλαδή την εποπτεία της κεφαλαιαγοράς και των άλλων υπό την ευθύνη της τομέων. Η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής περιλαμβάνει αριθμό φορέων με διαφορετικά αντικείμενα και εξειδίκευση. Υποστηρίζει ότι η εξέταση όλων των θεμάτων από όλους τους συμμετέχοντες σε κοινή βάση καθιστά τη διαδικασία μη αποδοτική, επιβαρύνοντας τους συμμετέχοντες με ζητήματα που δεν αφορούν άμεσα την αποστολή τους.
Από τη μέχρι σήμερα εμπειρία της ΕΚΚ στη Συμβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών Κυρώσεων (ΣΕΟΚ) και τη Μονάδα Εφαρμογής Κυρώσεων (ΜΕΚ), των οποίων οι αρμοδιότητες θα ενοποιηθούν στην ΕΜΕΚ, έχει διαφανεί ότι οι υποθέσεις που εξετάζονται δεν σχετίζονται, ως επί το πλείστον, με θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της ΕΚΚ.
Παράλληλα, σημειώνει ότι προκειμένου να διασφαλιστεί η εύρυθμη και αποτελεσματική άσκηση του ρυθμιστικού και εποπτικού της ρόλου, είναι απαραίτητο όλοι οι διαθέσιμοι πόροι της ΕΚΚ να αφιερώνονται κατά προτεραιότητα σε ζητήματα που άπτονται των άμεσων αρμοδιοτήτων της.
Όπως προβλέπεται σε άρθρα του νομοσχεδίου ΕΜΕΚ, η ΕΚΚ μπορεί να ενημερώνει την ΕΜΕΚ, να παρέχει στοιχεία, πληροφορίες, απόψεις και διευκρινίσεις, όποτε αυτό ζητηθεί και εφόσον το θέμα εμπίπτει στις αρμοδιότητές της. Αυτό το πλαίσιο συνεργασίας είναι κατά την άποψη της ΕΚΚ επαρκές και λειτουργικό, χωρίς να απαιτείται η θεσμοθετημένη συμμετοχή σε συμβουλευτικό όργανο.
Η επιβολή μέτρων
Επιπρόσθετα, η ΕΚΚ αναφέρεται στην αναγκαιότητα για προσθήκη στη νομοθεσία πρόνοιας για την επιβολή διοικητικών μέτρων από τις εποπτικές Αρχές ή/και τις αρμόδιες Αρχές σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους κανονισμούς ή τις οδηγίες.
Παράλληλα, υποστηρίζει τη δημιουργία υποχρέωσης στην ΕΜΕΚ να ενημερώνει τις εποπτικές Αρχές για κάθε απόφαση που λαμβάνει και αφορά έγκριση ή απόρριψη αιτήματος ή τροποποίηση, αναστολή και ανάκληση άδειας ή παρέκκλισης σχετικά με εποπτευόμενο πρόσωπο της συγκεκριμένης εποπτικής Αρχής.
«Πιστεύουμε ότι η εν λόγω πληροφόρηση είναι πολύ χρήσιμη για την άσκηση αρμοδιοτήτων όλων των εποπτικών Αρχών και η ρητή αναφορά της υποχρέωσης στο νομοσχέδιο θα παρέχει στην ΕΜΕΚ σαφή νομική βάση για να διαβιβάσει την απόφαση. Επιπρόσθετα, η ρητή αναφορά στο νομοσχέδιο θα συμβάλλει θετικά σε μελλοντικές αξιολογήσεις της Κύπρου για τα θέματα των κυρώσεων», τονίζεται.
Η ΕΚΚ εισηγείται όπως η ΕΜΕΚ κοινοποιεί στην εποπτική Αρχή του αιτητή την απόφασή της για έγκριση ή απόρριψη του αιτήματος για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της. Παράλληλα, προτείνεται η ΕΜΕΚ να κοινοποιεί στην εποπτική Αρχή του αιτητή την απόφασή της για τροποποίηση, αναστολή ή ανάκληση άδειας ή παρέκκλισης για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων της.