Η πρόσφατη εμπορική συμφωνία ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη στο πεδίο των διεθνών οικονομικών σχέσεων, ιδίως σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια αγορά χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα, ανακατατάξεις και εντεινόμενο ανταγωνισμό. Παρά την αρχική παρουσίασή της ως μια συμβιβαστική και αμοιβαία επωφελής ρύθμιση, η συμφωνία άφησε περιθώρια για κριτική, τόσο ως προς το περιεχόμενό της όσο και ως προς τη στρατηγική της διαχείριση από ευρωπαϊκής πλευράς.
Κεντρικό σημείο προβληματισμού υπήρξε η πρόβλεψη για αύξηση των δασμών στις ευρωπαϊκές εξαγωγές οχημάτων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, από το προηγούμενο επίπεδο του 2,5% στο νέο όριο του 15%. Παρότι ο αριθμός αυτός παραμένει κάτω από τις πιο δυσμενείς εκτιμήσεις που είχαν διατυπωθεί στο παρελθόν, συνιστά εντούτοις μια σημαντική επιβάρυνση για τους Ευρωπαίους κατασκευαστές.
Η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν επηρεάζει μόνο τα άμεσα κέρδη των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών. Αντίθετα, έχει βαθύτερες επιπτώσεις σε ολόκληρο το οικοσύστημα της ευρωπαϊκής μεταποίησης: από τους μικρούς προμηθευτές εξαρτημάτων, μέχρι τα logistics και τους εργαζομένους οι οποίοι εξαρτώνται από αυτή την αλυσίδα. Επιπλέον, προκαλεί αβεβαιότητα ως προς τις μακροπρόθεσμες δυνατότητες της Ευρώπης να διατηρήσει τη βιομηχανική της ανταγωνιστικότητα σε έναν κόσμο όπου η βιομηχανική πολιτική επανέρχεται στο προσκήνιο ως εργαλείο ισχύος.
Αξίζει να σημειωθεί πως η ΕΕ έχει επενδύσει διαχρονικά στην προώθηση του ελεύθερου εμπορίου και της πολυμερούς συνεργασίας, στη βάση κοινών κανόνων και θεσμικού διαλόγου. Η τρέχουσα συμφωνία όμως μοιάζει να αποκλίνει από αυτή τη φιλοσοφία, καθώς προέκυψε μέσα από έναν γρήγορο και μάλλον μονομερή διάλογο, χωρίς ουσιαστική διαβούλευση με τα κράτη μέλη, χωρίς σοβαρή κοινωνική συζήτηση και χωρίς εμφανή εξασφάλιση συμμετρικών ανταλλαγμάτων. Το γεγονός ότι, υπογράφηκε χωρίς το πλήρες θεσμικό βάθος της ΕΕ, σε ένα ημιεπίσημο περιβάλλον, δημιούργησε εντυπώσεις ελλιπούς προετοιμασίας ή ακόμα και εσπευσμένης αποδοχής εξωτερικών όρων.
Εκτός από τα θέματα της αυτοκινητοβιομηχανίας, η συμφωνία περιλαμβάνει και ρυθμίσεις στον τομέα της ενέργειας και των επενδύσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται για ενισχυμένες εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και για επιτάχυνση των διαδικασιών έγκρισης αμερικανικών ενεργειακών έργων. Παρότι τέτοιες κινήσεις ενισχύουν τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών της Ευρώπης, κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο στη «μετα-ρωσική εποχή» εντούτοις δεν συνοδεύτηκαν από ισοδύναμες δεσμεύσεις των ΗΠΑ για διευκολύνσεις στις ευρωπαϊκές εξαγωγές ή για συμμετοχή ευρωπαϊκών εταιρειών σε δημόσια έργα στις ΗΠΑ.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο αριθμητικό ή τεχνικό, αλλά και συμβολικό. Το μήνυμα το οποίο εκπέμπεται είναι πως η ΕΕ βρίσκεται σε αμυντική θέση, προσφέροντας περισσότερα από όσα διαπραγματεύεται, χωρίς να προβάλει με σαφήνεια τις δικές της προτεραιότητες. Αυτό ενισχύει τον προβληματισμό σε αρκετές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου παρατηρείται κόπωση απέναντι σε μια Ευρωπαϊκή Επιτροπή που δείχνει περισσότερο πρόθυμη να ακολουθήσει παρά να ηγηθεί.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της συμφωνίας αναμένεται να γίνουν περισσότερο εμφανείς με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με κάποιες πρώτες εκτιμήσεις, το νέο εμπορικό καθεστώς μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας στον βιομηχανικό τομέα της Ευρώπης, ιδίως στη Γερμανία, την Ιταλία και τη Σλοβακία, χώρες με έντονη εξαγωγική παρουσία στον τομέα των οχημάτων. Παράλληλα, η μείωση της εξωστρέφειας σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες δημοσιονομικές πιέσεις ενδέχεται να περιορίσει τη δημοσιονομική ευελιξία κρατών που ήδη αντιμετωπίζουν προκλήσεις.
Από γεωπολιτικής σκοπιάς, η συμφωνία επιβεβαιώνει πως οι ΗΠΑ κινούνται με ξεκάθαρη στρατηγική, προωθώντας ενεργά την επανεκβιομηχάνιση και την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής μέσω επιθετικής πολιτικής κινήτρων. Η Ευρώπη, αντίθετα, δίνει την εντύπωση ότι διαχειρίζεται περισσότερο, παρά χαράσσει πολιτική. Δεν πρόκειται απαραίτητα για έλλειψη προθέσεων ή ικανοτήτων, αλλά για έναν συνδυασμό θεσμικής πολυπλοκότητας, εσωτερικών διαφωνιών και διστακτικότητας στην ανάληψη πρωτοβουλιών που ξεπερνούν τα εθνικά συμφέροντα.
Η πρόεδρος της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης. Από την αρχή της θητείας της, προώθησε μια ευρωπαϊκή ατζέντα για την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή καινοτομία και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή δημιουργεί την εντύπωση ότι οι καλές προθέσεις δεν μεταφράζονται πάντα σε πρακτικά αποτελέσματα. Η απουσία σαφών ανταλλαγμάτων, η περιορισμένη αντίσταση στις αμερικανικές επιδιώξεις και η απουσία ενεργούς συμμετοχής των κρατών μελών δημιουργούν ερωτήματα ως προς τον πραγματικό συσχετισμό ισχύος.
Δεν πρόκειται για μια «ήττα», αλλά για ένα σήμα κινδύνου: η Ευρώπη χρειάζεται νέα εργαλεία πολιτικής και θεσμική ανανέωση για να μπορέσει να διαπραγματεύεται ως ισότιμος εταίρος σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικό. Η επιστροφή στη λογική της προστασίας του βιομηχανικού δυναμικού δεν σημαίνει απομάκρυνση από τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου, αλλά προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα. Η Ευρώπη δεν μπορεί να παραμένει ανοιχτή όταν οι βασικοί της εταίροι επιλέγουν όλο και πιο εσωστρεφείς στρατηγικές.
Στο εσωτερικό της ΕΕ, ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη εκφράσει την ανάγκη για επανεξέταση της εμπορικής πολιτικής. Η Γαλλία προτείνει πιο ενεργή χρήση ρητρών ανταποδοτικότητας, ενώ άλλες χώρες επιδιώκουν την αναβάθμιση των εργαλείων οικονομικής διπλωματίας. Παράλληλα, ανεξάρτητοι οικονομολόγοι τονίζουν ότι η Ένωση πρέπει να ενισχύσει την κοινή στρατηγική της στα θέματα βιομηχανικής πολιτικής και να εστιάσει στη στήριξη των τεχνολογιών αιχμής που θα καθορίσουν την επόμενη φάση της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Επιβαρυντικά ενεργεί και το γεγονός ότι το ευρώ έχει ενισχυθεί έναντι του δολαρίου, παρά τις μειώσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κάτι που κάνει τα ευρωπαϊκά προϊόντα ακριβότερα (δασμοί συν 10%-15% λόγω της συναλλαγματικής ισοτιμίας). Την ίδια στιγμή η ΕΚΤ καλείται να ισορροπήσει μεταξύ της ενίσχυσης της ισοτιμίας του ευρώ, των προβλημάτων στην ανάπτυξη της οικονομίας στην ευρωζώνη και στις ενδεχόμενες νέες πληθωριστικές πιέσεις.