H Κύπρος τον Αύγουστο του 2025, με βάση τα στατιστικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν, ήταν η μόνη χώρα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση όπου ο πληθωρισμός ήταν μηδενικός. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι, την ώρα που στην ευρωζώνη ο μέσος όρος ανήλθε στο 2% και στο σύνολο της ΕΕ στο 2,4%, η κυπριακή οικονομία παρουσίασε σταθερότητα τιμών, ξεχωρίζοντας από τα υπόλοιπα κράτη μέλη. Στην κορυφή της λίστας με τις υψηλότερες αυξήσεις βρέθηκε η Ρουμανία με 8,5%, ενώ ακολουθούν η Εσθονία με 6,2% και η Κροατία με 4,6%. Στον αντίποδα, μετά την Κύπρο, η Γαλλία παρουσίασε τον χαμηλότερο πληθωρισμό στο 0,8% και η Ιταλία στο 1,6%.
Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου, η εικόνα διαφοροποιείται όταν εξετάζεται σε μηνιαία βάση, αφού τον Αύγουστο καταγράφηκε αύξηση 0,8% σε σχέση με τον Ιούλιο, ενώ στο οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2025 η μεταβολή ανήλθε στο 1,2% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2024. Σημαντικές αυξήσεις τιμών σημειώθηκαν στην εστίαση και τη φιλοξενία με +5,3% και στην αναψυχή και στον πολιτισμό με +4,9%. Αντίθετα, καταγράφηκαν αισθητές μειώσεις στην ένδυση και υπόδηση με -7,5% και στη στέγαση, την ηλεκτρική ενέργεια και το υγραέριο με -4,0%. Σε επίπεδο οικονομικών κατηγοριών, οι τιμές της ενέργειας μειώθηκαν κατά 9,1% σε ετήσια βάση, ενώ οι υπηρεσίες κινήθηκαν ανοδικά κατά 1,5%.
Παρά το θετικό στατιστικό, η αίσθηση της ακρίβειας παραμένει έντονη για τα νοικοκυριά. Ο πληθωρισμός αποτυπώνει μόνο τη μεταβολή των τιμών μεταξύ δύο χρονικών στιγμών, όχι όμως το συνολικό επίπεδο τιμών, το οποίο έχει αυξηθεί σωρευτικά τα τελευταία χρόνια. Έτσι, ακόμη και αν οι δείκτες δείχνουν σταθεροποίηση, οι πολίτες εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβά για βασικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Η μείωση στις τιμές της ενέργειας λειτουργεί ως αντίβαρο, ωστόσο οι αυξήσεις σε τομείς που συνδέονται με τον τουρισμό, όπως η εστίαση και οι υπηρεσίες, κρατούν την καθημερινότητα δαπανηρή. Για μια τετραμελή οικογένεια που θέλει να δειπνήσει σε εστιατόριο, ο λογαριασμός μπορεί εύκολα να ξεπεράσει τα 100 ευρώ, ενώ για τους τουρίστες οι τιμές φαίνονται συγκριτικά λογικές, καθώς προέρχονται από χώρες με ακόμη υψηλότερο κόστος ζωής. Αυτό δημιουργεί ένα είδος «διπλής πραγματικότητας»: για την κυπριακή κοινωνία οι τιμές είναι πιεστικές, αλλά για την τουριστική βιομηχανία παραμένουν ανταγωνιστικές.
Το γεγονός ότι ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή ήταν αρνητικός (-0,9%) για τρίτο συνεχόμενο μήνα, δείχνει πως, σε ορισμένους κλάδους υπάρχει πραγματική αποκλιμάκωση. Στην ένδυση, για παράδειγμα, οι τιμές μειώθηκαν κατά 12% λόγω του έντονου ανταγωνισμού, της ανάπτυξης των ηλεκτρονικών αγορών και των συχνών εκπτώσεων. Την ίδια στιγμή, οι τουριστικές υπηρεσίες ακριβαίνουν, επηρεασμένες από την υψηλή ζήτηση του καλοκαιριού. Η τουριστική κίνηση λειτουργεί διπλά: ενισχύει την οικονομική δραστηριότητα αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις.
Γενικότερα θα πρέπει να αφήνονται οι δυνάμεις της αγοράς (της προσφοράς και της ζήτησης) να βρουν το ισοζύγιο, με την Πολιτεία να έχει την υποχρέωση για τη δημιουργία μιας αγοράς υγιούς ανταγωνισμού και διαφάνειας σε ό,τι αφορά τον τρόπο καθορισμού των τιμών, π.χ. το πώς καθορίζεται η τελική τιμή των καυσίμων που πληρώνουν οι καταναλωτές και πώς αυτή επηρεάζεται, συμπεριλαμβανομένης και της ταχύτητας προσαρμογής, από τις τιμές στις διεθνείς αγορές.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ενδεχομένως η κατάσταση στην Κύπρο να είναι λίγο πιο περίπλοκη εφόσον υπάρχει ένας συνδυασμός γεγονότων που αποτελούν προκλήσεις στην καθημερινότητα των πολιτών. Αυξημένες δόσεις δανείων, απόρροια των υψηλών επιτοκίων, υψηλό κόστος στέγασης/ενοικίου και υψηλές τιμές.
Είναι σίγουρα «υγιές» φαινόμενο στις περιπτώσεις που οι τιμές κινούνται ανοδικά, να αυξάνεται η παραγωγή και η επιχειρηματική δραστηριότητα, ώστε να καλύπτεται το κενό και οι τιμές να βρίσκουν το ισοζύγιο σε χαμηλότερα επίπεδα. Για παράδειγμα, πολλές φορές ακούμε από επαγγελματίες του κλάδου των κατασκευών ότι, ένας από τους λόγους που οι τιμές αυξάνονται, είναι η καθυστέρηση στην αδειοδότηση νέων έργων ώστε να μπουν στην αγορά. Φυσικά, υπάρχουν και άλλα ζητήματα, όπως το κόστος των κατασκευαστικών υλικών και το γεγονός ότι, πολλά από τα υλικά, τα εισάγουμε σε αυξημένο κόστος, υποχρεωτικά διά θαλάσσης, διότι είμαστε νησί.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η κυπριακή οικονομία παρουσιάζει θετικές ενδείξεις. Το δημόσιο χρέος μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι προϋπολογισμοί παραμένουν πλεονασματικοί και το τραπεζικό σύστημα διαθέτει ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα. Ωστόσο, οι εξωγενείς παράγοντες εξακολουθούν να αποτελούν απειλή. Η αδύναμη κινεζική ανάπτυξη, οι γεωπολιτικές εντάσεις, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι διακυμάνσεις στις τιμές πετρελαίου και πρώτων υλών μπορούν εύκολα να ανατρέψουν την εικόνα.
Η συζήτηση αγγίζει και τα φορολογικά θέματα. Η σταθερότητα των τιμών επηρεάζει τα δημόσια έσοδα, κυρίως μέσω του ΦΠΑ και της κατανάλωσης, ενώ στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2025 προβλέπεται η εισαγωγή πράσινης φορολογίας, που θα αποτελέσει επιπλέον πηγή κρατικών εσόδων αλλά και μέσο για την προώθηση πιο βιώσιμων πολιτικών. Η πρόκληση για την Πολιτεία είναι να συνδυάσει τη δημοσιονομική πειθαρχία με μέτρα που θα βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, ιδίως των νέων και των ευάλωτων ομάδων.