Μια «υπερτροφή» για τις μέλισσες, που υπόσχεται να τις προστατεύσει από τις απειλές της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας ενδιαιτημάτων, ανέπτυξαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Κατά τη διάρκεια δοκιμών, οι αποικίες μελισσών που κατανάλωσαν το νέο αυτό διατροφικό συμπλήρωμα εμφάνισαν έως και 15 φορές περισσότερες νεαρές μέλισσες που έφτασαν στην ενηλικίωση.
Οι μέλισσες είναι ζωτικής σημασίας για την αγροτική παραγωγή, καθώς συμβάλλουν στην επικονίαση περίπου του 70% των κυριότερων καλλιεργειών παγκοσμίως. «Η ανακάλυψη αυτή παρέχει όλα τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται οι μέλισσες για να επιβιώσουν, κάτι που σημαίνει ότι μπορούμε να τις τρέφουμε ακόμη και όταν δεν υπάρχει επαρκής γύρη στη φύση», δήλωσε στο BBC η επικεφαλής της μελέτης, καθηγήτρια Τζεραλντίν Ράιτ.
Οι μέλισσες διεθνώς αντιμετωπίζουν σοβαρή μείωση πληθυσμών, εξαιτίας διατροφικών ελλείψεων, ιώσεων, κλιματικών μεταβολών και άλλων παραγόντων. Στις ΗΠΑ, οι ετήσιες απώλειες κυψελών κυμαίνονται την τελευταία δεκαετία μεταξύ 40% και 50%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μελισσοκόμοι αναφέρουν ότι χάνουν μεγάλες ποσότητες αποικιών, με τον πρόεδρο του Συλλόγου Μελισσοκόμων Καρντίφ, Νικ Μένσικοφ, να δηλώνει πως έχασε το 75% των μελισσιών του τον περασμένο χειμώνα.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι το κρίσιμο θρεπτικό στοιχείο για τις μέλισσες είναι οι στερόλες, λιπίδια απαραίτητα για την ανάπτυξή τους, τα οποία μέχρι σήμερα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να παραχθούν τεχνητά. Η ομάδα της Ράιτ, έπειτα από 15 χρόνια έρευνας, κατάφερε μέσω γενετικής τροποποίησης ζυμομυκήτων να παραγάγει τις έξι στερόλες που χρειάζονται οι μέλισσες.
Η «υπερτροφή» δοκιμάστηκε σε κυψέλες για τρεις μήνες και τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, καθώς οι αποικίες παρουσίασαν πολλαπλάσια ανάπτυξη. «Με πλήρη διατροφή οι μέλισσες είναι υγιέστερες και λιγότερο ευάλωτες σε ασθένειες», εξηγεί η καθηγήτρια.
Το νέο συμπλήρωμα εκτιμάται ότι θα είναι διαθέσιμο σε μελισσοκόμους και αγρότες μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, αφού προηγηθούν δοκιμές μεγαλύτερης κλίμακας για την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους του Κιου, το Πανεπιστήμιο του Γκρίνουιτς και το Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δανίας, και δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature.
Με πληροφορίες από BBC/lifo.gr