«Μάνταμπονουλλατουτα;», είπε.
Τι να ήταν άραγε εκείνο το νεφελοειδές… κάτι, το οποίο κάλυψε το πρόσωπο του τελωνειακού; Και πότε πρόλαβε να έρθει; Τι να σας πω. Πρόλαβε.
Όσο για το τι ήταν, εάν δεν φοβόμουν ότι θα με έβαζε στο μάτι και θα με έπρηζε κάθε φορά που περνάω το οδόφραγμα -συνήθως από άλλο περνάω βέβαια, αλλά έστω- εκ πρώτης όψεως μου θύμισε το άγνωστο ίσως στους νεότερους/ρες αλλά πολύ συναισθηματικό για τη γενιά μου βίωμα όταν παίζαμε φλίπερ και η μπίλια χτυπούσε διαδοχικά κάπου που δεν έπρεπε. Δεν υπήρχαν αλγόριθμοι τότε.
Έτσι, όταν κάτι πήγαινε (πολύ) λάθος, εμφανιζόταν η ένδειξη «Tilt». Από εδώ προέκυψε η φημισμένη και στις μέρες μας slang έκφραση της κυπριακής διαλέκτου, το ρήμα «ττιλλάρω». Συνήθως σε χρόνο αόριστο και σε τρίτο ενικού: «εττίλλαρεν». Όμως δεν θα το γράψω. Κρατήστε το μεταξύ μας. Το μυστικό μας! Ναι;
«Μάνταμπονουλλατουτα;». Το πρόσωπο του τελωνειακού, όπως σας είπα, έμοιαζε με αυτοκίνητο που χάλασε στην ομίχλη. Και εγώ προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που ζούσα. Ή έστω τι ήταν περισσότερο.
Ήταν άραγε απορία, βλακώδης μεν καθώς βλέπαμε και οι δύο τι ήταν τα «τούτα», τα οποία στο μέτρημα έβγαιναν τέσσερα (4) και συνεπώς δεν ήταν «ούλλα», ούτε καν στην παράνομη εκδοχή τους την οποία ευτυχήσαμε να τη ζήσουμε μόνο για επτά μέρες, όσο κράτησε το πραξικόπημα και μετά επανήλθε η δημοκρατία όσα (πολλά) κι αν μας έκατσε τελικά ο λογαριασμός;
Θα έλεγα πως όχι. Δεν θα ήθελα άλλωστε να υπαινιχθώ κάτι τόσο σοβαρό για τη νοητική επάρκεια κάποιου χωρίς να έχω την επιστημοσύνη, πόσω δε μάλλον κάποιου ο οποίος θα μπορούσε να με «υποδεχθεί» στην επόμενη επιστροφή μου από τον βορρά έχοντας διαβάσει ότι τον εξέλαβα για τόσο ηλίθιο πια -ενώ δεν θα ήταν…- και να με αναγκάσει να μιλήσω σε μια περίπτωση όπως εκείνος, πέραν των βασικών, των απαραίτητων και των βατών κυρίως στην αντίληψή του.
Δεν ήταν αθώα απορία, όχι. Ούτε καν μακάρια, ούτε. Μάτια είχε και έβλεπε άλλωστε. Ώς εκεί δεν ήθελε κόπο. Πίσω από το νέφος που μας χώριζε, διέκρινα στην κοφτή, διατακτική ατάκα του γαλονιού μια έκπληξη και μια ειρωνεία, την οποία η ερώτηση - λέξη ηχητικά «Μάνταμπονουλλατουτα;» αποτύπωνε υπέροχα. Δεν του το είχα. Το ομολογώ.
Και τα ως άνω, εννοείται, πέραν της αδιακρισίας η οποία με εξοργίζει στους ανθρώπους και η οποία ευδοκιμεί στο νησί μας όσο και η απάτη. Όταν δε, μου επιβάλλεται ως απότοκο κρατικής αυθαιρεσίας ακόμα περισσότερο.
Διότι τη μαλ… του αργόσχολου στη γειτονιά ο οποίος/η οποία στερούμενος/η ζωής χώνει τη μύτη του/της στη ζωή σου, δεν την πληρώνεις.
Αυτό όμως;
Τέλος πάντων. Κλασικό σύμπτωμα για ανθρώπους οι οποίοι αλλάζουν διαθέσεις τόσο γρήγορα όσο λ.χ. ο Πρόεδρος, πολιτικές ή και δικαιολογίες όταν τον τσακώνουν να λέει ψέματα, θα σας εκμυστηρευθώ το εξής: δεν μπορώ ποτέ να διαβάζω ένα βιβλίο.
Πάντα κυκλοφορώ με περισσότερα στην τσάντα μου, συν το tablet που έχει και τα περιοδικά, καθώς αυτό που διάβαζα το πρωί -και είχα κολλήσει κιόλας!- μπορεί να μου είναι αδιανόητο να το διαβάσω τώρα, τώρα που είμαι στις μαύρες μου ή μες την τρελή χαρά ή που κάτι με οδήγησε στο άλλο που διαβάζω επίσης;
Το πρωινό; Ούτε με σφαίρες τώρα. Απόψε ίσως. Μπορεί και την άλλη βδομάδα. Σε ένα δίμηνο; Τώρα όχι. Και η παράλληλη ανάγνωση ανεβοκατεβαίνει μαζί μου στο rollercoaster της διάθεσής μου.
Στα θετικά, δεν βαριέμαι ποτέ. Τα αρνητικά είναι θέμα ψυχανάλυσης. Το ότι κάθε φορά που βλέπω τον Γρηγόρη, του λέω ότι θα πάω σύντομα για εκείνο το πρώτο μας κανονικό session επιτέλους, μόνο τυχαίο δεν είναι. Ξέρω πολύ καλά γιατί δεν πάω.
Τα «Μάνταμπονουλλατουτα;», λοιπόν, τα τέσσερα βιβλία που κουβαλούσα στην τσάντα μου και τα οποία την έκαναν να μοιάζει όχι όπως η κοιλιά του μέσου Κυπραίου σήμερα αλλά, κάπως γεμάτη.
Αμάρτησα που διέκοψα τον κνησμό και αποδείχθηκα ανάξιος ενασχολήσεως επειδή δεν ήταν γεμάτη τσιγάρα ή κοκαΐνη ή λεφτά σαν αυτά που κατηγορούν, οι άθλιοι, την πολιτική μας ηγεσία ότι κερδίζει; Μαύρα;
Και έπρεπε να εισπράξω το «Μάνταμπονουλλατουτα;». Υπό κανονικές συνθήκες η βαθιά εκείνη, η «Θου Κύριε» ανάσα -στην οποία ανέθεσα το ιερόν καθήκον να προστατέψει την ανατροφή μου, να αρπάξει την όποια μη κόσμια απάντηση και να την εξαφανίσει- θα ήταν και πάλι υπεραρκετή. Σας το ορκίζομαι!
Όπως κάθε μέρα άλλωστε. Θέλετε ένα παράδειγμα;
«Είσαι στον ’Πολίτη’; Εν θκιαβάζω εφημερίδες. Τζαι εσάς... ειδικά γιατί να σας ‘γοράσω;».
ΟΧΙάδες, groupies του ελεγκτή ή του εισαγγελέα, φανατικοί οπαδοί του Νίκαρου ή άλλων (στις μέρες μας ναι, θα εκπλαγείτε πόσοι υπάρχουν ακόμα) ή κάτι άλλα… δεύτερα βούρλα, η λίστα είναι ατελείωτη.
Το ακούς, χαμογελάς με συγκατάβαση, φωνάζεις την ανάσα που σας έλεγα -τη βαθιά, την καλή μου την ανάσα!- και αφήνεσαι. Δεν λες ποτέ, μα ποτέ: «Μην σώσετε» λ.χ. Όχι!
Και σίγουρα όχι: «Για να τη βάλετε στον κώλο σας, ίσως, μήπως σας περάσει;». Όχι και πάλι όχι!
Ποτέ μάνα! Στο ορκίζομαι. Χαμόγελο πλατύ! Και μόνον.
Εκείνη την ώρα, όμως, η ανάσα όσο κι αν προσπάθησε δεν τα κατάφερε απόλυτα. Θέλετε το υφάκι, θέλετε το αδιανόητο του να με σταματάει ο κάθε (... ανάσα!) μες τη χώρα μου το 2020 -επειδή δεν συμφέρει (και) σε διάφορους απατεώνες στην πλευρά μας και στα όσα κέρδισαν λόγω εισβολής, η λύση- και να ρωτά τι είναι τέσσερα «Μάνταμπονουλλατουτα;» στην τσάντα μου; Σοβαρά τώρα;
«Ποια», απάντησα με μπλαζέ ύφος σαν να έβλεπε κάτι που δεν έβλεπα εγώ.
«Ε, τούτα», μου είπε, έκπληκτος που «δεν καταλάβαινα». Ένα ειρωνικό γελάκι γλίστρησε από τον λαιμό μου, ανασήκωσε την επιγλωττίδα πριν το προλάβω το σκασμένο. Kαι απλώθηκε σαδιστικά στο πρόσωπό μου.
«... Τούτα;», ρώτησα ήρεμα δείχνοντας τα βιβλία, υποχρεώνοντάς τον να απαντήσει για να συνεχίσω.
«Ναι!» αναγκάστηκε να πει.
«Α, τούτα…», συνέχισα μετά από μια παύση με ύφος δασκάλου που εξηγεί στο πεντάχρονο, με πολλή στοργή όμως, «έν’… βιβλία!». Το χαμόγελο πλατύ, δεν είπαμε;
Έπιασε την ειρωνεία στον αέρα αλλά μάλλον δεν την κατάλαβε πλήρως. Και δεν με εξέπληξε. Έτσι, η τσαντίλα του καλύφθηκε από ένα νέο σύννεφο, πολύ λεπτότερο αυτή τη φορά, κάτι σαν αβεβαιότητα.
Γρήγορα όμως αλάργεψε και εχάθη, που λέει και στίχος του Αλκίνοου. Διαλύθηκε το νέφος. Οπότε εκείνος ψέλλισε με ύφος ειρωνικής δυσπιστίας αυτή τη φορά: «Τζαι… θκιαβάζεις τα;».
Paytime! «Ε μα ναι. Τι τα κάμνει ο κόσμος τα βιβλία;», είπα με ένα υφάκι απαράδεκτα χλευαστικό -επιμελέστατα όμως, θα συμφωνούσατε- κρυμμένο πίσω από μια τόσο αθώα και αυθεντική απορία αφελούς. Και εγώ κόντεψα να σκάσω στα γέλια με το θράσος μου.
Έκλεισε την τσάντα και δεν απάντησε. Καλημέρισα -μάνα- και προχώρησα.
«Μάνταμπονουλλατουτα;». Μαυροΰρεφκε!
Υστερόγραφο: Για λίγο καιρό από άλλο οδόφραγμα. Ε, εννοείται!
«Μάνταμπονουλλατουτα;»

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.