Στο βιβλίο «Why Nations Fail» (Γιατί Έθνη Αποτυγχάνουν) οι συγγραφείς του υποστηρίζουν ότι όταν ένα έθνος βρίσκεται μπροστά σε κάποιο κρίσιμο σταυροδρόμι, το ποιο δρόμο θα ακολουθήσει δεν είναι ιστορικά προκαθορισμένο αλλά εξαρτάται από διάφορους αστάθμητους παράγοντες. Και κυρίως από το ποια από τις συγκρουόμενες ομάδες θα μπορέσει να σχηματίσει αποτελεσματικές συμμαχίες, και από το κατά πόσο οι πολιτικοί του ηγέτες θα μπορέσουν να επηρεάσουν τα γεγονότα προς όφελος του έθνους τους. Μου ήρθαν στο νου οι πιο πάνω διαπιστώσεις στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του τέως Προέδρου των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ στις 29 Δεκεμβρίου. Εξελέγη Πρόεδρος στις εκλογές του Νοεμβρίου 1976 και ανέλαβε καθήκοντα, όπως γίνεται στις ΗΠΑ, στις 20 Ιανουαρίου του 1977. Δύο χρόνια και κάτι μήνες μετά την εισβολή της Τουρκίας στο νησί μας. Τότε όλος ο κόσμος μιλούσε για την ανάγκη εξεύρεσης λύσης που θα επιτρέψει την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους. Τότε δεν υπήρχε πολιτικός, εκτός Τουρκίας, που να μην είναι συμπαθής στο αίτημά μας για επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους. Οι Αμερικανοί τον Νοέμβριο 1978 επέδωσαν στον τότε υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου αείμνηστο Νίκο Ρολάνδη ολοκληρωμένο σχέδιο λύσης του Κυπριακού. Υπενθυμίζω ότι το Σχέδιο, που έμεινε στην Ιστορία ως το Αγγλοαμερικανοκαναδικό Σχέδιο, προνοούσε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού δικοινοτικού κράτους, κατοχύρωνε τα ανθρώπινα δικαιώματα. Καθόριζε τα κριτήρια του εδαφικού. Έκανε αναφορά σε σταδιακή αποστρατικοποίηση. Προνοούσε για επιστροφή των κατοίκων των Βαρωσίων με την έναρξη των συνομιλιών, οι οποίοι θα παρέμεναν στα σπίτι τους ανεξάρτητα από την έκβαση των συνομιλιών.
Όπως αναφέρει ο Νίκος Ρολάνδης στα απομνημονεύματά του («Ματιές στη Ζωή και στην Ιστορία») σελ. 74, στις 30 Νοεμβρίου 1978 τον επισκέφθηκε στο γραφείο του η ηγεσία του ΑΚΕΛ και τον πληροφόρησε ότι η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος μελέτησε το σχέδιο και το απέρριψε. Προσθέτει, όμως, ότι η ΚΥΠ σε ενημέρωσή της προς τον Πρόεδρο Κυπριανού και στον ίδιο ανέφερε ότι ο πρέσβης της Σοβιετικής Ένωσης στη Λευκωσία κ. Σ. Αστάβιν είχε καλέσει προηγουμένως την ηγεσία του ΑΚΕΛ και τους ζήτησε να απορρίψουν το Σχέδιο γιατί είχε «ιμπεριαλιστικές καταβολές». Προερχόταν από τρεις χώρες του ΝΑΤΟ. Το Σχέδιο, σύμφωνα με όλες τις πηγές, είχε την πλήρη στήριξη του Προέδρου Κάρτερ αλλά και των κυβερνήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και του Καναδά. Κι όμως, μετά την απόρριψή του από το ΑΚΕΛ, έτυχε της ίδιας μεταχείρισης και από τον Πρόεδρο Κυπριανού. Ο Βάσος Λυσσαρίδης και η ΕΔΕΚ το είχαν απορρίψει πριν το διαβάσουν. Υπενθυμίζω ότι τότε, 1978, δεν υπήρχαν καθόλου έποικοι, δεν υπήρχαν χρήστες ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα, δεν υπήρχε η εκ περιτροπής προεδρία, η επιστροφή της Μόρφου ήταν δεδομένη, δεν υπήρχαν οι τεράστιες τουρκικές επενδύσεις στα κατεχόμενα, δεν υπήρχε ο ηλεκτρισμός και το νερό από την Τουρκία. Με δύο λόγια δεν είχε παγιωθεί η κατοχή. Τότε και για πολλά χρόνια μετά δεν υπήρχαν και πολλά άλλα από τα όσα απαιτεί σήμερα η άλλη πλευρά. Θεωρώ ότι το Αγγλοαμερικανοκαναδικό Σχέδιο αποτελούσε μοναδική ευκαιρία για επίλυση του Κυπριακού, τότε που το πρόβλημα ήταν νωπό, γράφει πολύ ορθά ο Ν. Ρολάνδης. Θεωρώ κι εγώ με τη σειρά μου ότι η απόρριψή του συνιστά πολιτική απερισκεψία, για να μην πω ότι συνιστά πολιτικό έγκλημα. Και επιπρόσθετα, σίγουρα συνιστά πολιτικό κακούργημα σε βάρος των κατοίκων της Αμμοχώστου. Το Σχέδιο ρητά προνοούσε ότι οι κατοίκοι της πόλης θα έμεναν στα σπίτια τους όποια και να ήταν η κατάληξη των συνομιλιών! Η απόρριψη του Σχεδίου λόγω της «ιμπεριαλιστικής» του προέλευσης και ή γιατί δεν προνοούσε για την επιστροφή όλων των προσφύγων, καταδεικνύει και επιβεβαιώνει ένα σημαντικό στοιχείο που διαχρονικά διακρίνει σε γενικές γραμμές εμάς τους Ελληνοκύπριους, απλούς πολίτες αλλά δυστυχώς και ηγεσία.
Αναφέρομαι στην κυριαρχία του διαισθητικού τρόπου σκέψης και λήψης αποφάσεων έναντι του ορθολογικού. Ορθολογισμός σημαίνει τη χρήση της λογικής έναντι της παρόρμησης και της συγκίνησης, τη χρήση αναλυτικής και συνθετικής σκέψης με στόχο την κατανόηση, την εξήγηση, την πρόβλεψη και την αντιμετώπιση των φαινομένων με ορθό τρόπο. Σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων ή την επίλυση προβλημάτων, ορθολογισμός σημαίνει πρώτον, να θέτουμε τα σωστά ερωτήματα και να ορίζουμε σωστά τα προβλήματα, λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα διαθέσιμα δεδομένα, τα αίτια, τους στόχους και τους περιορισμούς. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για να βρούμε σωστές λύσεις και να πάρουμε σωστές αποφάσεις. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που ο Αϊνστάιν υποστήριξε ότι «το σωστά ορισμένο πρόβλημα είναι κατά το ήμισυ λυμένο». Δεύτερον, ορθολογισμός σημαίνει να αξιολογούμε με όσο γίνεται συγκεκριμένα κριτήρια την εφικτότητα της κάθε λύσης. Αντίθετα με τον ορθολογισμό, η διαισθητική αντιμετώπιση των καταστάσεων και των προβλημάτων χαρακτηρίζεται από την εστίαση στα συμπτώματα και από την επιλογή μιας λύσης που θεωρούμε ικανοποιητική χωρίς να εξετάζουμε την εφικτότητά της. Η διαισθητική σκέψη συνδέεται κυρίως με τη λήψη αποφάσεων με βάση τις υποκειμενικές προηγούμενες εμπειρίες, τις έμμονες ιδέες, τις παρορμήσεις και τις συγκινήσεις, όπως είναι ο θυμός, η λύπη, ο φόβος, η αγανάκτηση, η απαισιοδοξία, η αντιπαλότητα. Έτσι, ο διαισθητικής τρόπος σκέψης οδηγεί σε επιπολαιότητα, σε αυτοσχεδιασμό και σε αναβλητικότητα. Σε προβλήματα όμως όπως το Κυπριακό, με εκδίωξη του πληθυσμού και κατοχή εδαφών, η αναβλητικότητα είναι συνταγή καταστροφής. Από τα πρώτα βήματα του ανεξάρτητου βίου μας παραμερίσαμε τον ορθολογισμό και σφιχταγκαλιάσαμε τον ευσεποθισμό και έτσι οδηγηθήκαμε στο σημερινό ομιχλώδες – αν όχι σκοτεινό – τοπίο, όπου το χαμόγελο το σκέπασε η θλίψη και την ελπίδα η απόγνωση.
Όμως, ο κόσμος και η ζωή, δεν τελειώνουν εδώ. Ως πολίτες είμαστε η μόνη πηγή αισιοδοξίας. Αν δεν εφησυχάσουμε, αν δούμε τους δύσκολους καιρούς ως μια ευκαιρία αφύπνισης, αν μάθουμε από τα λάθη μας. Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι αν κάνουμε σύντροφό μας τον ορθολογισμό αφού πρώτα πάρουμε διαζύγιο από τις έμμονες ιδέες, τις παρορμήσεις και το κυνήγι της Χίμαιρας. Και προ πάντων, αν κάνουμε κτήμα μας το ότι η Κύπρος χρειάζεται ηγέτες που να μπορούν να επηρεάσουν τα γεγονότα προς όφελός της.