Προσομοιάζοντας με την έναρξη ενός αναμενόμενου διεθνούς δημοφιλίας τηλεοπτικού δράματος, η επικείμενη ορκωμοσία και η ανάληψη προεδρικών καθηκόντων από τον κύριο Τραμπ, συγκεντρώνει την προσοχή όλων μας. Τούτο, ασφαλώς, οφείλεται στο γεγονός ότι ο επερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, και κάποιοι στενοί, προς το παρόν, συνεργάτες του, όπως ο κύριος Μασκ, δεν σταμάτησαν στιγμή, από τη μέρα ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων της εκλογικής διαδικασίας, να τοποθετούνται για μια σειρά από ζητήματα εσωτερικής, εξωτερικής και διεθνούς πολιτικής και οικονομικής σημασίας με έναν ιδιαίτερο τρόπο σταδιακής κλιμάκωσης ενδιαφέροντος των όσων θα επακολουθήσουν.
Ενώ τις πρώτες βδομάδες μετά τις αμερικανικές εκλογές, η διεθνής κοινή γνώμη είχε στραμμένο το ενδιαφέρον της κυρίως στις επιλογές υπουργών και άλλων εξίσου σημαντικών στελεχών της επερχόμενης διακυβέρνησης, καθώς και σε κάποια γνωστά, και κυρίως ιδεολογικής απόχρωσης, θέματα που μετακυλήθηκαν από την ατζέντα της προεκλογικής περιόδου, εν τούτοις, τις τελευταίες μέρες η κατάσταση διαφοροποιήθηκε.
Η ατζέντα, λιγότερο από δέκα μέρες πριν την ορκωμοσία του κυρίου Τραμπ, που είναι προγραμματισμένη για τις 20 Ιανουαρίου 2025, πλέον συμπεριλαμβάνει ζητήματα που προκαλούν εντύπωση σε όσους δεν γνωρίζουν τα όσα κρύβονται πίσω τους. Η ανακίνηση της υποβόσκουσας εδώ και δύο αιώνες ιδέας απόκτησης της Γροιλανδίας από τις ΗΠΑ, που η προηγούμενη ανακίνησή της από τον κ. Τραμπ οδήγησε σε ματαίωση της τότε επίσκεψής του στη Δανία, η ενοποίηση των ΗΠΑ με τον Καναδά, η κατάληψη της, αμερικανικής μέχρι το 2000, διώρυγας του Παναμά, καθώς και, αν λάβουμε σοβαρά τα όσα λέει ο έτερος κύριος Μασκ, η ανάγκη ελέγχου της εσωτερικής πολιτικής διαχείρισης του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας (που μάλλον μοιάζουν με τα όσα ο πρώην σύμβουλος του Τραμπ, κύριος Μπανον, επιδίωκε παλαιότερα), φαντάζουν προκλητικά και προκαλούν αναστάτωση. Ειδικά επειδή αυτά τα ζητήματα αν και ξαναπροέκυψαν, σήμερα συνυπάρχουν και διασυνδέονται με εκείνα του Ουκρανικού, των σχέσεων με την Κίνα, την κατάσταση πραγμάτων με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, το Μεσανατολικό, το μεταναστευτικό, τον διεθνή τεχνολογικό ανταγωνισμό, καθώς και άλλων θεμάτων που αφορούν τον ίδιο τον κ. Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Παρά το κομφούζιο που προκαλείται από τις ανωτέρω, φαινομενικά αλλοπρόσαλλες, τοποθετήσεις, πριν καλά-καλά αρχίσει να κυβερνά η νέα διακυβέρνηση Τραμπ, όλα αυτά τα ζητήματα τέμνονται από μια κοινή συνισταμένη. Τη συνισταμένη «America first», η οποία ακολουθείται εδώ και χρόνια. Με τη διαφορά ότι αυτή θα ακολουθείται, πλέον, μέσω του χαρακτηριστικού τρόπου άσκησης εξουσίας και διοίκησης του κυρίου Τραμπ. Με άλλα λόγια, βλέπουμε μια ανανεωμένη έκδοση της γνωστής απροκάλυπτης προσέγγισης του Αμερικανού Προέδρου ως προς την προώθηση των πάγιων συμφερόντων και διεκδικήσεων των ΗΠΑ, όπως αυτά αφορούν ένα κατακερματισμένο πολυπολικό σύστημα. Μια προσέγγιση, επίσης, που ο ίδιος μπορεί να προωθήσει με μεγαλύτερο δυναμισμό, περισσότερη σαφήνεια και καλύτερη στόχευση, από ό,τι την προηγούμενη τετραετία του, έχοντας, πλέον, μάθει αλλά και έχοντας επικρατήσει πλήρως.
Ας δούμε ένα παράδειγμα, από τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, που αποκαλύπτει τη συνέχεια σε όλα αυτά. Αν συγκρίνουμε την πολύ πρόσφατη απαγόρευση Μπάιντεν της εξαγοράς της αμερικανικής εταιρείας χάλυβα US Steel από την ιαπωνική Nippon Steel, καθώς και το παλαιότερο μπλοκάρισμα της επένδυσης της DP World στους αμερικανικούς λιμένες το 2006 -που ενώ είχε τη στήριξη της τότε διακυβέρνησης Μπους, εν τούτοις ανατράπηκε από το Κογκρέσο- με τις σημερινές υποβόσκουσες διεκδικήσεις Τραμπ, που ακούγονται προκλητικές λόγω της μαξιμαλιστικής ρητορικής που τις συνοδεύει, θα διαπιστώσουμε ότι ο στόχος δεν είναι άλλος από τη διατήρηση της αμερικανικής συγκριτικής ισχύος σε ένα υπό διαμόρφωση πολυπολικό σύστημα.
Αυτός ο στόχος, επιδιώκεται να επιτευχθεί μέσω ενός συνδυασμού πολιτικών προστατευτισμού, πειθαναγκασμού για προνομιακή αντιμετώπιση των ΗΠΑ από εκείνα τα τρίτα κράτη που τις ενδιαφέρουν στρατηγικά και, τέλος, καταναγκαστικής προσέλκυσης ξένων επενδύσεων στην επικράτεια των ΗΠΑ με όρους μερκαντιλισμού, νεποτισμού και αυταρχισμού και ίσως όχι και τόσο ελεύθερου ανταγωνισμού. Αυτή τη συνταγή θα ακολουθήσει ο κύριος Τραμπ διανθίζοντάς την, ασφαλώς, με τη δική του ιδιότυπη διαπραγματευτική συνδιαλλακτική προσέγγιση και χαρακτηριστικό ρητορικό ύφος. Αυτήν θα εκτελέσουν οι μηχανισμοί των ΗΠΑ και αυτήν θα χρειαστεί να διαχειριστούν οι σύμμαχοι, φίλοι και ανταγωνιστές τους.
Οπότε, πέρα από την ηθελημένη και τεχνηέντως κατασκευασμένη «ομίχλη» και πίσω από την προκλητική και αμφιλεγόμενη αφηγηματική προσέγγιση του νέου Αμερικανού Προέδρου, καθώς και τη φασαριόζικη και πολλές φορές επιδερμική δημόσια συζήτηση που συνοδεύει και θα συνεχίσει να συνοδεύει την προσέγγιση Τραμπ, τα πράγματα θα είναι σαφή και συγκεκριμένα όσον αφορά τις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ του κυρίου Τραμπ. Φτάνει να μπορέσουμε να διαγνώσουμε και να προσδιορίσουμε εγκαίρως, καθώς και να διαχειριστούμε επαρκώς, τα όσα προκύπτουν, αναγνωρίζοντας, παράλληλα, ότι η προστασία της δημοκρατίας, του πλουραλισμού και της ελεύθερα ανταγωνιστικής οικονομίας, τουλάχιστον στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, και η αποτροπή του ριζοσπαστισμού, του ολοκληρωτισμού και του νεποτισμού, σε όλες τους τις μορφές και ιδεολογικές εκφάνσεις, αποτελούν τα τελευταία αναχώματα που μας απομένουν πριν την άβυσσο.