Του Άθου Γερμανού
Η αποτυχία της Μεταρρύθμισης της Τ.Α., που το τελευταίο διάστημα γίνεται ολοένα και πιο εμφανής, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτοί που είχαν την ευθύνη της ψήφισης νέας νομοθεσίας, Κυβέρνηση, Κόμματα και Εκπρόσωποι της Τ.Α., επέλεξαν λανθασμένη κατεύθυνση και προσέγγιση.
Χωρίς να παραγνωρίζονται και άλλοι παράμετροι που θα βοηθούσαν για να υπήρχε επιτυχής μεταρρύθμιση, το πρωτεύον και ουσιώδες στη περίπτωση της μεταρρύθμισης της Κυπριακής Αυτοδιοίκησης ήταν (α) η άρση του πολυκερματισμού και κατακερματισμού των αστικών, περαστικών και αγροτικών περιοχών και ταυτόχρονα (β) η ανατροπή των μικρών μεγεθών των πρωτοβάθμιων Αυτοδιοίκητων Μονάδων και η δημιουργία όσο το δυνατόν πιο μεγάλων και ομοιόμορφων μεγεθών νέων Δήμων που να μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά με οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία, κάτω από μία και μοναδική νομοθεσία, προς όφελος των πολιτών. Αυτό δεν έγινε και δυστυχώς η μεταρρύθμιση περιορίστηκε σε επουσιώδη θέματα και λανθασμένες κατευθύνσεις.
Μάλιστα, είναι πραγματικά εκπληκτικό το γεγονός πως δεν έγινε καμία ουσιαστική αλλαγή στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα δε τις ορεινές περιοχές, όπου έπρεπε να ήταν η πρώτη προτεραιότητα αφού εκεί χρειάζονται ουσιαστικές ενισχυτικές αλλαγές και αναβάθμιση για να καταπολεμηθεί η αστυφιλία, κάτι που επιβεβαίωσε και η πρόσφατη ελλιπέστατη αντιμετώπιση της τραγικής πυρκαγιάς στην ορεινή Λεμεσό, αλλά και προηγούμενα στον Αρακαπά, στον Σαϊττά και αλλού. Αστυφιλία που έχει ως λίπασμα και άλλα άλυτα προβλήματα των ορεινών περιοχών όπως η μη εγγραφή πολλών αγροτικών δρόμων, ή μη εγκατάσταση βασικών δημοσίων και ιατρικών Υπηρεσιών στις ορεινές περιοχές, η μεγάλη δυσκολία για αδειοδότηση κατοικιών κ.α.
Για να επιτυγχανόταν ο πιο πάνω διττός στόχος για τη μεταρρύθμιση, μια καλή λύση θα ήταν, εκ των πραγμάτων, αυτή που ήδη προτείναμε στο αρχικό στάδιο των συζητήσεων, δηλαδή να έχουμε Παγκύπρια μόνο μικρό αριθμό δήμων και η συγκεκριμένη πρόταση μας ήταν για μόνο εννέα (9) περιφερειακούς Δήμους, που θα οδηγούσαν σε πραγματικές οικονομίες κλίμακας, και όχι βέβαια οι 60 περίπου Τοπικές Αρχές (δήμοι και συμπλέγματα Κοινοτήτων) και το νέο επίπεδο των επαρχιακών Οργανισμών στη νέα νομοθεσία που καθόλου ή ελάχιστα θα βοηθήσουν την Αυτοδιοίκηση και κατ’ επέκταση τους πολίτες. Και αυτό διότι οι αλλαγές που έγιναν δεν συνιστούν ουσιαστική βελτίωση στην Αυτοδιοίκηση αλλά μάλλον διαρρύθμιση, αν όχι απορρύθμιση. Δυστυχώς το υπόβαθρο της μεταρρύθμισης στηρίχθηκε στο ελλαδικό μοντέλο και Συμβούλους από την Ελλάδα, η οποία είναι δυστυχώς επιβεβαιωμένα μία από τους ουραγούς χώρες στην Αποκέντρωση και Αυτοδιοίκηση στον Ευρωπαϊκό χώρο. Και αυτό δεν είναι υποκειμενική άποψη αλλά στηρίζεται σε ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες, όπως για παράδειγμα οι δαπάνες της Αυτοδιοίκησης συγκριτικά με αυτές του Κεντρικού κράτους.
Διερωτάται δικαιολογημένα, λοιπόν, κάποιος τί είδους Μεταρρύθμιση είναι αυτή που ψηφίστηκε και υλοποιείται με βάση τη νέα νομοθεσία όταν τα 2/3 όλων των δήμων που λειτουργούν τώρα έχουν πληθυσμό κάτω από 35.000 και οι μισοί από αυτούς, έχουν πληθυσμό κάτω και από 20.000, αφού με βάση το προηγούμενο σύστημα που είχαμε τέτοια μεγέθη ήταν επιβεβαιωμένα προβληματικά και απέτυχαν? Επίσης τι αναμένεται από τις Κοινότητες και τα Συμπλέγματα που δημιουργήθηκαν στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές αφού, όπως προαναφέρθηκε, ουδεμία ουσιαστική ενίσχυση τους δεν υπήρξε συγκριτικά με την προ της Μεταρρύθμισης περίοδο?
Σε ότι αφορά τη δική μας εισήγηση για εννέα Δήμους μόνο, αυτό θα σήμαινε πρακτικά ένα δήμο στην αστική και περιαστική περιοχή Λευκωσίας με πληθυσμό 250.000 περίπου , ένα στη Λεμεσό με 200.000 περίπου, ένα στη Λάρνακα με 100.000 περίπου, ένα στη Πάφο με 70.000 περίπου και ένα στην ελεύθερη επαρχία Αμμόχωστου με 40.000 περίπου ενώ στα υπόλοιπα τμήματα των τεσσάρων επαρχιών Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Πάφου θα είχαμε άλλους τέσσερις μεγάλους Δήμους με μέσο πληθυσμό γύρω στις 40.000.
Όμως η νέα νομοθεσία δεν πάσχει μόνο ως προς τον αριθμό και τύπο των Τοπικών Αρχών. Πάσχει εξίσου και ως προς το περιεχόμενο της για τις εξουσίες, αρμοδιότητες, καθήκοντα και ευθύνες όπου κατέληξε να είναι ένα μείγμα εξυπηρέτησης κυβερνητικών, κομματικών, ακόμη και προσωπικών σκοπιμοτήτων, αλλά όχι Μεταρρύθμιση για ουσιαστική και πραγματική βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών.
Ενδεικτικά και συνοπτικά αναφέρουμε το γεγονός ότι οι Σχολικές Εφορείες έμειναν έξω από τις αρμοδιότητες των Δήμων ενώ στις αδειοδοτήσεις αναπτύξεων αυτό που γίνεται σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία δεν έχει σχέση με ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου των Δήμων ,αλλά μάλλον αποδυνάμωση του αφού οι διαδικασίες και αρμοδιότητες ελέγχονται και κηδεμονεύονται ουσιαστικά από τη Κεντρική Διοίκηση, σε μεγαλύτερο βαθμό παρά πριν τη μεταρρύθμιση, ενώ οι καθυστερήσεις και οι άλλες παθογένειες όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκαν αλλά μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο. Υπήρξαν ακόμα κάποια άλλα μεγάλα λάθη στην νέα νομοθεσία που τελικά οδηγήσαν σε τριβές και σπατάλες συγκριτικά με το προηγούμενο σύστημα όπως, για παράδειγμα ο νέος θεσμός των πολλών αιρετών αντιδημάρχων με τα γνωστά αποτελέσματα.
Επίσης πρέπει να επισημανθεί ότι μια μεγάλη επιτυχία της Ένωσης Δήμων από τη δεκαετία του 1990, που ήταν η σύνδεση της κρατικής χορηγίας προς τους Δήμους με τα κρατικά φορολογικά έσοδα, έχει παραμεριστεί και αχρηστευθεί τα τελευταία 15 χρόνια και καθόλου δεν περιλήφθηκε στην νέα νομοθεσία της μεταρρύθμισης, με αποτέλεσμα σε αυτό το θέμα, με τεράστια σημασία για την οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια της Αυτοδιοίκησης, να έχουμε, αντί προόδου, σαφές πισωγύρισμα δεκαετιών και οι Τοπικές Αρχές να συνεχίζουν να έχουν ρόλο επαίτη της Κεντρικής Διοίκησης και να μην μπορούν να προγραμματίσουν τη δράση και τα Έργα τους σε βάθος χρόνου.
Με βάση τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η Κυβέρνηση, τα Κόμματα και οι Αξιωματούχοι των Τοπικών Αρχών έπρεπε να είχαν θέσει στο περιθώριο μικροσυμφέροντα και σκοπιμότητες, σε κυβερνητικό, τοπικό, κομματικό και προσωπικό επίπεδο και να εργάζονταν για να προωθηθεί πραγματική Μεταρρύθμιση της Κυπριακής Αυτοδιοίκησης για όλη την επικράτεια της ελεύθερης Κύπρου, που θα οδηγούσε σε ισχυρούς περιφερειακούς δήμους, ώστε αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν σε όλες τις περιοχές της Κύπρου το φάσμα και επίπεδο υπηρεσιών που απολαμβάνουν οι πολίτες των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών.
Θα πρέπει , επίσης, να επισημανθεί ότι η δημιουργία ισχυρών νέων Δήμων, όπως αυτοί που προτείναμε, θα βοηθούσαν ουσιαστικά και σε καλύτερο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας ,αφού θα μπορούσαν να είναι ήταν πρόσθετες ασφαλιστικές δικλείδες (checks and balances) σε αυθαιρεσίες της κεντρικής διοίκησης, ανάγκη που επιβεβαιωμένα έχει ανάγκη η πατρίδα μας.
Ως εκ τούτου, αντί Βουλή, Κυβέρνηση και Εκπρόσωποι της Τ.Α. να κρύβουν κάτω από το χαλί τα προβλήματα και λάθη της Μεταρρύθμισης που μπήκε σε εφαρμογή από 1/7/24, επιβάλλεται να ξεκινήσουν από τώρα δουλειά για να προωθήσουν τις ουσιαστικές και αναγκαίες αλλαγές που πρέπει να γίνουν, ώστε η Αυτοδιοίκηση να αποκτήσει πραγματικά σύγχρονη και σωστή Αρχιτεκτονική, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία προς όφελος των πολιτών. Και αυτό θα πρέπει να γίνει το συντομότερο ώστε να ολοκληρωθεί και ψηφιστεί πριν τις επόμενες δημοτικές εκλογές και όχι ο κάθε ένας από τους προαναφερθέντες συντελεστές να προσπαθεί να ρίξει σε άλλους το φταίξιμο της τωρινής αποτυχίας, όπως συμβαίνει σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις αποτυχίας στην πατρίδα μας.
*ΠΡΩΗΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΗΜΩΝ
athosgermanos@gmail.com