Εσχάτως παρατηρείται έντονη κινητικότητα στα ενεργειακά σχέδια που αφορούν κυρίως την ανατολική Μεσόγειο, ειδικότερα αναφορικά με την ηλεκτρική διασύνδεση (GSI) Ελλάδας, Κύπρου και (ενδεχομένως) Ισραήλ. Παράλληλα, βέβαια εξελίσσονται έργα τεράστιας στρατηγικής σημασίας, με την Ελλάδα σε ρόλο ενεργειακής πύλης, όπως ο GREGY που θα μεταφέρει αμιγώς «πράσινη» ηλεκτρική ενέργεια από την Αίγυπτο στην Ελλάδα και εν συνεχεία στην Ευρώπη, ενώ μέχρι το 2030 αναμένεται η περαίωση των διασυνδέσεων της ηπειρωτικής χώρας με τα Δωδεκάνησα και τα νησιά του βόρειου και βορειοανατολικού Αιγαίου. Ο GSI (Great Sea Interconnector) θα ήρε την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου, προσφέροντας αυξημένη ενεργειακή ασφάλεια στη Μεγαλόνησο. Επί του παρόντος οι κυριότερες πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο είναι οι επονομαζόμενες «βρώμικες» μορφές και μάλιστα εισαγόμενες, όπως το μαζούτ και το πετρέλαιο, ενώ καθυστερεί για απροσδιόριστο χρόνο η εισαγωγή φυσικού αερίου για σκοπούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό των δυσχερειών της Κύπρου ότι τους θερινούς μήνες υπήρξαν συχνές διακοπές στην ηλεκτροδότηση.
Παρ’ όλα αυτά, από την εκκίνηση του έργου το φθινόπωρο του 2023 μέχρι σήμερα, η Λευκωσία εμφανίζει χαρακτηριστική δυστοκία κάθε φορά που απαιτείται η λήψη αποφάσεων, είτε διπλωματικών είτε τεχνικών, επί παραδείγματι με την παροχή αδειών που έχουν εκδοθεί προγενέστερα είτε (κυρίως) επί χρηματοδοτικών δεσμεύσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι προκειμένου να γεφυρωθούν οι διαφορές ανάμεσα σε Ελλάδα και Κύπρο, τον Σεπτέμβριο του 2024, στο υψηλότερο επίπεδο επήλθε νέα συμφωνία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες αλλά και στις αγωνίες που είχαν προκύψει κατόπιν της προσπάθειας της Τουρκίας να μπλοκάρει το ερευνητικό σκάφος νοτίως της Κάσου. Η Αθήνα τότε υποτίμησε την τουρκική αντίδραση και δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα για να την αντιμετωπίσει, ενισχύοντας έτσι την ηγεμονική άποψη της Αγκυρας ότι κάθε σχέδιο που αφορά την ευρύτερη γειτονιά της πρέπει να έχει τουλάχιστον την έγκρισή της, ώστε να ολοκληρωθεί. Ωστόσο, έκτοτε η Ελλάδα ξόδεψε διπλωματικό κεφάλαιο και χρόνο για να βρει τη βέλτιστη λύση επανεκκίνησης του GSI. Περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα, μετά την καταστροφή μιας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Ισραήλ από πυραυλική επίθεση, και το Τελ Αβίβ έδειξε έντονη επιθυμία συμμετοχής στο έργο. Μάλιστα, με δική του πρωτοβουλία αυτό –τρόπον τινά– εντάχθηκε στον ευρύτερο σχεδιασμό του διαδρόμου IMEC, ο οποίος θα συνδέει την Ινδία με την Ευρώπη. Προφανώς, στόχος ήταν να εξασφαλιστεί η αμερικανική υποστήριξη για τον GSI, εξέλιξη που θα έκαμπτε την αντίσταση της Αγκυρας. Ωστόσο, το Ισραήλ έχει αυτή τη στιγμή άλλες προτεραιότητες και οπωσδήποτε δεν πρόκειται να αλλάξει δραστικά τη μοίρα του έργου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν ασκήσει πίεση σε κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη ώστε να αρθεί το τωρινό αδιέξοδο ή πολύ περισσότερο στην Τουρκία, που είναι αποφασισμένη να παρεμποδίσει τις έρευνες βυθού, και φαίνεται έτσι πως εστιάζουν σε έργα στα οποία εμπλέκονται άμεσα αμερικανικές εταιρείες.
Η κακοφωνία που εκπέμπεται από την Κύπρο, με υπουργούς να αλληλοαναιρούνται, τον πρόεδρο σε ρόλο διαιτητή και κάποιες unfair κινήσεις εις βάρος της Ελλάδας, ναρκοθετεί την υλοποίηση του έργου.
Εφόσον δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου, η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει άμεσα να αποφασίσει και να στηρίξει σε όλες του τις διαστάσεις το έργο, χωρίς υπεκφυγές και άλλες κωλυσιεργίες. Η κακοφωνία που εκπέμπεται από τη Λευκωσία, με υπουργούς να αλληλοαναιρούνται, τον πρόεδρο σε ρόλο διαιτητή και κάποιες unfair (σε δημόσια θέα) κινήσεις εις βάρος της Ελλάδας, όπως η επίκληση δύο μελετών που υποτίθεται ότι τονίζουν πως το σχέδιο δεν είναι βιώσιμο (σε ενόχληση και της Κομισιόν), ναρκοθετεί την υλοποίησή του. Εξίσου επιβαρύνει περαιτέρω το ήδη κλονισμένο κλίμα με την ελληνική πλευρά, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται πλέον η αναστολή του GSI. Οι δημόσιες αντεγκλήσεις για το κατά πόσο θα πρέπει να προηγηθούν οι έρευνες βυθού, ώστε η Κύπρος να εκταμιεύσει τα πρώτα 25 εκατ. ευρώ (για τα οποία έχει δεσμευθεί) ή η εκταμίευση αποτελεί προϋπόθεση για την επανέναρξη των ερευνών, είναι ιδιαίτερα βλαπτικές. Η Άγκυρα ασφαλώς έχει λόγο αυτή τη στιγμή να επιχαίρει, αποδίδοντας στη δική της άτεγκτη στάση την αναδίπλωση της Λευκωσίας και θεωρώντας ότι και η Αθήνα –παρά τις δηλώσεις αποφασιστικότητας– δεν είχε κατασταλάξει στον τρόπο υπέρβασης του τουρκικού σκοπέλου. Είτε η Ελλάδα θα συνεννοούνταν με την Τουρκία για να αποφευχθεί η ένταση είτε θα προστάτευε με κάθε μέσο τις έρευνες, έχοντας φροντίσει να πλαγιοκοπήσει την Τουρκία μέσω Ευρώπης και ΗΠΑ. Δύσκολα πάντως η Αθήνα θα πόνταρε στην Ευρώπη υπό τις παρούσες συνθήκες.
Στην προβολή ισχύος της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή είμαστε υποχρεωμένοι να βρισκόμαστε στην πρωτοπορία επί του πεδίου, με κινήσεις ουσίας και κατοχύρωσης των θέσεών μας. Η πραγματοποίηση των διασυνδέσεων εντός της επικράτειάς μας, που αναφέρονται στην εισαγωγή, όπως και του GREGY, αποτελούν sine qua non συνθήκη. Ο δε GSI δεν είναι οποιοδήποτε σχέδιο, συνεπώς οφείλουμε να εξαντλήσουμε τα συρρικνούμενα περιθώρια ώστε τουλάχιστον να μη ματαιωθεί. Πρέπει, επίσης, να δοθεί χρονική προτεραιότητα στην έναρξη ή και εντατικοποίηση (ανάλογα με την περίπτωση) των εργασιών αξιοποίησης του ενεργειακού μας πλούτου.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος