Για ποιους τελικά λειτουργούν τα σχολεία στην Κύπρο; Για να εργάζονται οι καθηγητές ή για να μορφώνονται οι μαθητές; Διατυπώνω την ακραία αυτή θέση όχι ώς πολιτική και παιδαγωγική καταγγελία. Πιστεύω ότι περισσότερο συνοψίζει μια φωνή διαμαρτυρίας που ολοένα συχνότερα ακούγεται στην κυπριακή κοινωνία.
Το δικαίωμα της απεργίας με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των λειτουργών της εκπαίδευσης είναι σεβαστό. Από την άλλη, το εκπαιδευτικό σύστημα δείχνει να απομακρύνεται από το κύριο ζητούμενό του, που δεν είναι άλλο από τη μάθηση, την πρόοδο και τις ανάγκες του μαθητή.
Ζούμε σε μια χώρα όπου οι απώλειες διδακτικού χρόνου θεωρούνται «φυσιολογικές», η αξιολόγηση αντιμετωπίζεται ως απειλή και όχι ως εργαλείο βελτίωσης και το αναλυτικό πρόγραμμα μένει αποκομμένο από την πραγματικότητα των παιδιών.
Τα σχολεία εξακολουθούν να δίνουν έμφαση στην αποστήθιση, στην ύλη και στις εξετάσεις, την ώρα που οι μαθητές ζουν σε ένα περιβάλλον ψηφιακό, πολυσύνθετο, γεμάτο ερεθίσματα, αγωνίες και ταχύτατες αλλαγές. Θέματα που τους απασχολούν πραγματικά, όπως τα κοινωνικά δίκτυα, η κλιματική κρίση, η εργασιακή ανασφάλεια και η Τεχνητή Νοημοσύνη κ.ά., σπάνια εντάσσονται ουσιαστικά στη μαθησιακή διαδικασία.
Πρόσφατα σε γυμνάσιο της Λευκωσίας στο μάθημα της ιστορίας της Β' Γυμνασίου με αντικείμενο την περίοδο του Ιουστινιανού, η καθηγήτρια έδωσε στους μαθητές 7 ερωτήσεις τις οποίες έπρεπε να απαντήσουν εν είδει προετοιμασίας για να παρακαθήσουν την επομένη σε προειδοποιημένο διαγώνισμα. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι ο πιο σημαντικός ίσως αυτοκράτορας της Βυζαντινής περιόδου ο οποίος άφησε θεσμούς, νόμους και σύμβολα που ξεπέρασαν κατά πολύ την εποχή του, ως αντικείμενο παπαγαλίας, σύντομα -μετά το διαγώνισμα - ήταν καταδικασμένος να επιστρέψει στη λήθη.
Εκπαιδεύουμε εν ολίγοις μαθητές με μια μέθοδο η οποία υποκαθιστά τη σκέψη με την απομνημόνευση και μετατρέπει τη μάθηση σε μηχανική διαδικασία. Ο μαθητής μπορεί να επαναλάβει πληροφορίες χωρίς να τις κατανοεί. Η γνώση μένει επιφανειακή και χάνεται γρήγορα, γιατί δεν συνδέεται με νόημα, εμπειρία ή προηγούμενη γνώση. Οι μαθητές συχνά μαθαίνουν «για να εξεταστούν» και όχι για να κατανοήσουν. Το σχολείο μετατρέπεται σε μηχανή παραγωγής βαθμών, όχι γνώσης. Και όταν η μάθηση χάνει το νόημά της, χάνει και το ενδιαφέρον του μαθητή.
Η μάθηση
Για ποιον λειτουργούν τα σχολεία στην Κύπρο, αν ο βασικός τους στόχος δεν επιτελείται; Δεν πρόκειται για επίθεση στους εκπαιδευτικούς ως πρόσωπα. Ούτε για συλλήβδην απαξίωση ενός επαγγέλματος που έχει προσφέρει πολλά στη χώρα μας. Το πρόβλημα είναι συστημικό. Και αφορά το πώς η εκπαίδευση, ως θεσμός, έχει σταδιακά απομακρυνθεί από τον βασικό της σκοπό: τη μάθηση του παιδιού.
Στην Κύπρο, το σχολείο λειτουργεί συχνά περισσότερο ως διοικητικός μηχανισμός παρά ως ζωντανός παιδαγωγικός οργανισμός. Ωράρια, εγκύκλιοι, κανονισμοί, συντεχνιακές ισορροπίες και γραφειοκρατία καθορίζουν την καθημερινότητα πολύ περισσότερο από τις ανάγκες της τάξης. Η εκπαιδευτική διαδικασία μοιάζει να έχει προσαρμοστεί στο σύστημα και όχι το σύστημα στον μαθητή. Οι μαθητές προσέρχονται στο σχολείο για να έχουν δουλειά οι καθηγητές, οι τεχνικοί, οι καθαριστές και οι επιθεωρητές του Υπουργείου Παιδείας.
Οι χαμένες διδακτικές ώρες θεωρούνται σχεδόν «κανονικότητα». Απεργίες, στάσεις εργασίας, επιμορφώσεις εντός σχολικού χρόνου, εξετάσεις, εκδηλώσεις, ατέλειωτες πρόβες για εθνικές γιορτές, αντικαταστάσεις που δεν γίνονται έγκαιρα. Όλα αυτά αφαιρούν χρόνο από τη διδασκαλία, χωρίς ποτέ να αποτιμάται σοβαρά το κόστος για τον μαθητή.
Η απουσία λογοδοσίας
Σε κάθε άλλο δημόσιο τομέα, η συζήτηση για αξιολόγηση θεωρείται αυτονόητη. Στην εκπαίδευση, όμως, η λέξη «αξιολόγηση» προκαλεί σχεδόν αλλεργικό σοκ. Όχι γιατί δεν χρειάζεται, αλλά γιατί έχει λανθασμένα ταυτιστεί με τιμωρία, με αποτέλεσμα το σύστημα να παραμένει εγκλωβισμένο σε μια λογική αυτοπροστασίας.
Το αποτέλεσμα; Ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον όπου η προσπάθεια και η αδράνεια συχνά αντιμετωπίζονται το ίδιο. Όπου ο διευθυντής αρνείται να αξιολογήσει τους υφισταμένους του. Όπου η καινοτομία εξαρτάται από το φιλότιμο του κάθε εκπαιδευτικού και όχι από ένα δομημένο πλαίσιο κινήτρων. Όπου η ποιότητα της διδασκαλίας δεν αξιολογείται ουσιαστικά και δεν βελτιώνεται συστηματικά αφού η αξιολόγηση των επιθεωρητών είναι σπάνια και κυρίως ανεπαρκής.
Ο μαθητής στο περιθώριο
Τα αναλυτικά προγράμματα, σε πολλές περιπτώσεις, παραμένουν εγκλωβισμένα σε άλλες δεκαετίες. Την ίδια στιγμή, εκ παραλλήλου με ισχυρότερους ίσως συμβολισμούς, στα σχολεία λειτουργούν και άλλα κρυφά προγράμματα, τα οποία καθορίζει η Εκκλησία και άλλες παρωχημένες εθνικιστικές ομάδες, οι οποίες τυγχάνουν ενθάρρυνσης και στήριξης από το Υπουργείο Παιδείας και τους διευθυντές των σχολείων.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η φωνή του μαθητή απουσιάζει σχεδόν πλήρως από τη συζήτηση. Οι αποφάσεις λαμβάνονται για τα παιδιά, χωρίς τα παιδιά. Η ψυχική τους υγεία, η οποία μεταξύ άλλων διαταράσσεται λόγω ασταθούς οικογενειακού περιβάλλοντος (ένας στους τρεις γάμους στην Κύπρο διαλύεται), οι μαθησιακές δυσκολίες που δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς, οι κοινωνικές ανισότητες που κουβαλούν στο σχολείο, συχνά θεωρούνται ως «παράπλευρα ζητήματα».
Ένα σύγχρονο σχολείο, όμως, δεν μπορεί να αγνοεί ότι οι μαθητές δεν είναι όλοι ίδιοι. Δεν μαθαίνουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Δεν ξεκινούν όλοι από την ίδια αφετηρία. Όταν το σύστημα αδυνατεί να προσαρμοστεί, τότε αποτυγχάνει στον πιο βασικό του ρόλο: να προσφέρει ίσες ευκαιρίες.
Στο ίδιο αδιέξοδο
Παράδοξο όσο κι αν ακούγεται, και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί είναι συχνά εγκλωβισμένοι στο ίδιο σύστημα. Ένα σύστημα που τους αντιμετωπίζει περισσότερο ως υπαλλήλους παρά ως παιδαγωγούς. Που δεν τους επιμορφώνει ουσιαστικά, δεν τους αξιολογεί δίκαια, δεν τους ενθαρρύνει να καινοτομήσουν. Οι εκπαιδευτικοί είναι και αυτοί συγκοινωνούντα δοχεία μιας προβληματικής κοινωνίας και κινείται μακριά από τον ορθολογισμό που αποτελεί τη μεγαλύτερη ελληνική εφεύρεση. Συνιστούν γρανάζια μιας κυπριακής κοινωνίας που θρησκεύεται βαθιά, που προσκυνά παπουτσάκια και κοκαλάκια αγίων, που πιστεύει σε ανόητα σενάρια συνωμοσιολογίας, που λατρεύει σώβρακα και φανέλες ποδοσφαιριστών, που εφηύρε τη φράση «απόν φορτώνει πόσσω σου, τάνα του να φορτώσει».
Έτσι και οι εκπαιδευτικοί, αντί να λειτουργούν ως φορείς αλλαγής, πολλοί αναγκάζονται να προσαρμοστούν σε μια κουλτούρα αναπαραγωγής υπανάπτυξης. Κινούνται καταβάλλοντας ελάχιστη προσπάθεια και αποδεχόμενοι κυνικά ότι ωφελούνται από μια στάση μέγιστης συμμόρφωσης. Όχι γιατί κατά βάθος το θέλουν, όχι από αδιαφορία, αλλά από εξάντληση και έλλειψη κινήτρων.
Η συζήτηση
Η Κύπρος αποφεύγει εδώ και χρόνια τη μεγάλη, ειλικρινή συζήτηση για την εκπαίδευση. Μια συζήτηση χωρίς ιδεολογικά ταμπού και συντεχνιακές κόκκινες γραμμές. Μια συζήτηση που να θέτει το αυτονόητο ερώτημα: τι σχολείο θέλουμε και για ποιον;
Αν η απάντηση δεν ξεκινά και δεν τελειώνει στον μαθητή, τότε κάτι πάει θεμελιωδώς λάθος. Η εκπαίδευση δεν είναι εργασιακό πρόγραμμα απασχόλησης. Είναι επένδυση στο μέλλον της κοινωνίας και της χώρας μας.
Το κέντρο βάρους
Όσο το σύστημα συνεχίζει να προστατεύει πρώτα τον εαυτό του και μετά τον μαθητή, η απογοήτευση θα μεγαλώνει. Οι ανισότητες θα βαθαίνουν. Και το δημόσιο σχολείο θα χάνει σταδιακά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.
Η φράση ότι «τα σχολεία λειτουργούν για να εργάζονται οι εκπαιδευτικοί και όχι για να μορφώνονται οι μαθητές» δεν είναι αλήθεια απόλυτη. Είναι όμως προειδοποίηση. Και αν δεν ακουστεί έγκαιρα, θα μετατραπεί σε καθολική πεποίθηση. Και τότε, η ζημιά θα είναι πολύ πιο δύσκολο να διορθωθεί.






