Με αφορμή την παταγώδη αποτυχία της συνάντησης που είχαν ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης και ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ερσίν Τατάρ με σκοπό τη διάνοιξη νέων σημείων διέλευσης, θα σας μεταφέρω αυτούσιο το σημείωμα του εκδοτικού οίκου Επίκεντρο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Γιάννη Λασκαράκη «Κυνηγημένοι από την Ιστορία», πάνω στο οποίο θα κάνω κάποια σχόλια. Το σημείωμα: «Δύο οικογένειες θαλασσοδέρνονται μέσα στα αφρισμένα κύματα της Ιστορίας, από το 1880 έως το 1923. Από την επαναστατημένη Κρήτη στην επονείδιστη ήττα του 1897, από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους στον Εθνικό Διχασμό, από την τραγωδία στον Πόντο στη Μικρασιατική Καταστροφή. Από την ουτοπία των Δραγούμη και Σουλιώτη για το πολυεθνικό κράτος της "Ανατολικής Φυλής" στον αφανισμό της ανθούσας ομογένειας των "αλησμόνητων πατρίδων". Και όλα αυτά βιωμένα από τους πραγματικούς και φανταστικούς ήρωες του βιβλίου, Έλληνες και Τούρκους, απλούς ανθρώπους και ιστορικά πρόσωπα. Ο Ανέστης από τις Μουρνιές των Χανίων και ο Γιάννης από τη Στέρνα της Ανατολικής Θράκης προσπαθούν να επιβιώσουν μαζί με τις οικογένειές τους, κάτω από το βλέμμα του Αγγέλου της Ιστορίας, που παρακολουθεί τις εκατόμβες των νεκρών να στοιβάζονται στα πόδια του, χωρίς να μπορεί να επέμβει.
Οι δύο οικογένειες πορεύονται παράλληλα, κουβαλώντας και το ασήκωτο βάρος των ψυχών των προγόνων τους, που τους ζητούν επιτακτικά να ακούσουν τη φωνή των τάφων και να πραγματοποιήσουν τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Δίπλα τους όμως πορεύονται και οι αγέννητες ψυχές των επιγόνων τους, που επιθυμούν να ζήσουν ειρηνικά τις ζωές τους, χωρίς αίμα, πόνο και δάκρυ. Ποιος θεός θα τους βοηθήσει να τα καταφέρουν και τα δύο; Τη δικαίωση των πόθων που απαιτούν οι πρόγονοι και το καταλάγιασμα των παθών που επιθυμούν οι επίγονοι; Ανάμεσα σε αυτές τις Συμπληγάδες, θα πορευθούν κυνηγημένοι από την Ιστορία, που θα τους διδάξει ότι καμία δικαίωση δεν υπάρχει για τους νεκρούς. Μόνο οι ζωντανοί δικαιώνονται, όταν εκπληρώνουν το χρέος τους απέναντι στον Δημιουργό για τη συνέχιση της ζωής επάνω στη Γη.» Στη σελίδα 425, ο Γιάννης Λασκαράκης γράφει: «Υπάρχουν περιπτώσεις στην Ιστορία που ηγέτες και λαοί παθιάζονται με ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, που τους τυφλώνει όπως όταν κοιτάς κατάματα τον ήλιο. Τους γίνεται έμμονη ιδέα που εξουδετερώνει τις δυσκολίες, εξωραΐζει τον σκοπό και βάζει σε δεύτερη μοίρα όλα τα άλλα ζητήματα. Στην εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, το 415 π.Χ., η Εκκλησία του Δήμου δεν άκουγε τους συντηρητικούς που επισήμαιναν τις δυσκολίες του εγχειρήματος, αλλά και την αδυναμία ελέγχου της απομακρυσμένης κτήσης σε περίπτωση επιτυχίας. Αποτέλεσμα ήταν η ολοκληρωτική συντριβή των Αθηναίων και η σφαγή τεσσάρων χιλιάδων πολεμιστών από τους Συρακούσιους, στις όχθες του ποταμού Άναπου. Κοκκίνισαν τα νερά του ποταμού από το αίμα των Αθηναίων.» Και στη δική μας περίπτωση, ημών των Ελληνοκυπρίων, ηγέτες και λαός παθιαστήκαμε με το μεγαλόπνοο σχέδιο της Ένωσης, το οποίο μας έγινε έμμονη ιδέα που μας τύφλωσε και έτσι δεν βλέπαμε ούτε τα εμπόδια, ούτε τις δυσκολίες.
Η διεκδίκηση του προαιώνιου πόθου της Ένωσης με την Ελλάδα μέχρι και τον αγώνα της ΕΟΚΑ δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένα εγχείρημα ανόητων χιμαιροκυνηγών. Και ούτε είναι ορθό να κρίνεται η διεκδίκηση αυτή με βάση τα όσα σήμερα γνωρίζουμε. Όμως, το ότι συνεχίσαμε μετά την ανεξαρτησία, ηγέτες και λαός, να επιδιώκουμε την ένωση με την Ελλάδα, μας κατατάσσει σε μια κατηγορία ανθρώπων ίσως χειρότερη από εκείνη των ανόητων χιμαιροκυνηγών. Η αποτυχία των ηγετών των δύο κοινοτήτων να συμφωνήσουν στη διάνοιξη νέων οδοφραγμάτων δείχνει ότι και στις δύο πλευρές της μοιρασμένης μας πατρίδας, ακόμα και οι ηγέτες μας, πορεύονται κουβαλώντας και το ασήκωτο βάρος των ψυχών των προγόνων τους, αυτών που χάθηκαν το 1821, το 1955 – ‘59, το ’63 – ’64 και των χιλιάδων του ’74, που τους ζητούν επιτακτικά να ακούσουν τη φωνή των τάφων και να πραγματοποιήσουν τα ανεκπλήρωτα όνειρά τους. Όμως, η Ιστορία πράγματι διδάσκει ότι καμία δικαίωση δεν υπάρχει για τους νεκρούς. Στους πολέμους μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, μόνο εκείνους του προηγούμενου αιώνα, σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές στρατιώτες που ο αριθμός τους υπερβαίνει τον σημερινό πληθυσμό της Κύπρου πάνω από 10 φορές! Κι όμως, οι δύο χώρες έγιναν, λίγα μόνο χρόνια μετά τον πόλεμο του ’40, οι καλύτεροι φίλοι και σύμμαχοι. Οι πολιτικοί ηγέτες των δύο αυτών μεγάλων χωρών κατανόησαν ότι μόνο οι ζωντανοί δικαιώνονται όταν εκπληρώνουν το χρέος τους απέναντι στον Δημιουργό για συνέχιση της ζωής επάνω στη Γη μέσα σε συνθήκες ειρήνης, συναντίληψης και αμοιβαίου οφέλους. Πότε, επιτέλους, θα κατανοήσουν και οι ηγέτες των δύο δικών μας κοινοτήτων αυτά που κατανόησαν οι συνάδελφοί τους τους στη Γαλλία και Γερμανία; Μάλλον ποτέ όταν μετρούν την κάθε τους κίνηση με βάση τα κέρδη και τις ζημιές στις επόμενες εκλογές.