Η φορολογική πολιτική ενός κράτους μέλους της Ευρωζώνης, επί των εισοδημάτων φυσικών προσώπων και εταιρειών, αποτελεί ένα από τα τελευταία εναπομείναντα εργαλεία άσκησης κυρίαρχης οικονομικής πολιτικής στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων. Αυτό, σε συνάρτηση με τις οποιεσδήποτε άλλες κρατικές χρεώσεις που επιβάλλονται από τοπικές και άλλες διοικητικές Αρχές, τον ΦΠΑ, και τις υποχρεωτικές συνεισφορές συνταξιοδότησης/κοινωνικών ασφαλίσεων, επηρεάζει συνολικά την κατανάλωση, τις επενδύσεις και γενικότερα τον τρόπο συμπεριφοράς των πολιτών γύρω από το πορτοφόλι τους. Ακόμα, όμως, και έτσι, συγκεκριμένες πανευρωπαϊκές πολιτικές όπως εκείνη του εταιρικού φόρου 15%, του ΦΠΑ, εισαγωγικών δασμών έναντι τρίτων χωρών εκεί και όπου ισχύουν, καθώς και της επικείμενης «πράσινης φορολογίας», χρειάζεται να συνεκτιμώνται σε μια συνολική φορολογική μεταρρύθμιση, αφού επηρεάζουν άμεσα την πλευρά της ζήτησης στην οικονομία.
Γι’ αυτό η πρόταση της φορολογικής μεταρρύθμισης που παρουσιάστηκε από το Κέντρο Οικονομικών Μελετών του Πανεπιστημίου Κύπρου την περασμένη Τετάρτη 26/2/25 είναι μια στρατηγική κίνηση πολιτικής της κυβέρνησης Νίκου Χριστοδουλίδη που πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή. Είναι στρατηγική κίνηση επειδή, ακόμα και αν επιτευχθεί η δημοσιονομική ουδετερότητά της, δύναται να επηρεάσει την αναδιανομή του πλούτου εντός της οικονομίας και της κοινωνίας, να απελευθερώσει ή να εγκλωβίσει δημιουργικές δυνάμεις και να χρησιμεύσει, όπως άλλωστε φαίνεται από τη φιλοσοφία της, ως πλατφόρμα άσκησης συγκεκριμένης κοινωνικής πολιτικής.
Τούτο το τελευταίο σημείο, όμως, πρέπει να αξιολογηθεί από όλους τους κοινωνικούς εταίρους, και όχι μόνο από τις εργοδοτικές οργανώσεις και τα οργανωμένα συνδικάτα, αφού ξεφεύγει από τη δημοσιονομική σφαίρα και άπτεται ζητημάτων πολιτικής που διασυνδέονται και με άλλα μέτρα που στοχεύουν στο κοινωνικοπολιτικό engineering και στην κοινωνική συμπεριφορά. Αποτελεί, με άλλα λόγια, ιδεολογικό στίγμα με σαφή πολιτική στόχευση, και ως τέτοιο πρέπει να κριθεί και να αξιολογηθεί σε συνδυασμό με τη σχέση δημοσιονομικού κόστους/οφέλους και των υπόλοιπων εφαρμοζόμενων πολιτικών κοινωνικών παροχών, ελαφρύνσεων και ενισχύσεων, που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία.
Αντίστοιχα, στη διάσταση της εταιρικής φορολογίας και της μείωσης στον φόρο μερισμάτων στο 5%, και πέραν του «υποχρεωτικού» 15%, απαιτείται να ξεκαθαρίσει το συντομότερο δυνατό η πραγματική εικόνα γύρω από την πράσινη φορολογία, τη φορολόγηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, αλλά και το υπόλοιπο κόστος που προκύπτει στην παραγωγή από τα πέναλτι στους ρύπους και τις επιμέρους διοικητικές χρεώσεις που είναι σημαντικές για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Επειδή και αυτά, συνδυαστικά, δεν θα είναι ουδέτερα ως προς την επίπτωσή τους στη ρευστότητα, στον πληθωρισμό και κατ’ επέκταση προς την συνολική ζήτηση στην οικονομία.
Γι’ αυτό και σε αυτή την περίπτωση, και παρά τη μεγάλη έγνοια μας για διασφάλιση της θέσης της Κύπρου ως ανταγωνιστικής φορολογικής και επενδυτικής δικαιοδοσίας, επιχειρούνται στοχεύσεις που αφορούν αμιγώς κυπριακές επιχειρήσεις που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι πολύ μικρές και έχουν ανάγκη μια συνολική πολιτική ανάπτυξης, αναπόσπαστο μέρος της οποίας είναι και η φορολογική ελάφρυνσή τους. Ανάλογα, και εδώ πρέπει να δούμε πώς η προτεινόμενη φορολογική πολιτική δύναται όχι μόνο να εξαλείψει στρεβλώσεις, αλλά και να προωθήσει περαιτέρω τη δημιουργία συνεργιών και συνεργασιών ώστε να καταργηθεί το παρατηρούμενο «σιλό» μεταξύ ξένων και ντόπιων επιχειρηματικών κόσμων. Και κάπου εδώ αντιπαραβάλλονται και οι κόσμοι των ξένων εργαζομένων που απολαμβάνουν πλουσιότατες ελαφρύνσεις και των ντόπιων που συμπιέζονται μεταξύ ενός ελάχιστου αφορολόγητου και ενός 35% για τους υψηλόμισθους. Κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσουμε για ποιους υπάρχει η Κύπρος, αν όχι πρώτα και κύρια για όλους τους πολίτες της, επιτέλους.
Καταλήγοντας, και σε αναμονή περισσότερων πληροφοριών και στοιχείων καθώς και επίσημων τοποθετήσεων και διευκρινίσεων, η επιχειρούμενη φορολογική μεταρρύθμιση φαίνεται να κινείται προς την ορθή κατεύθυνση. Αλλά για να αποτελέσει πραγματική μεταρρύθμιση και για να καταλήξει στον προορισμό της απαιτείται να δοθεί προσοχή στα προαναφερθέντα και στην αναγκαία αναδιαμόρφωση του αναγνωρισμένα προβληματικού υφιστάμενου κανονιστικού φορολογικού πλαισίου, καθώς και να επιδειχθεί διαφάνεια προθέσεων όλων των εμπλεκομένων ως προς το πόσοι, ποιοι και πόσα ακριβώς κερδίζουν και χάνουν. Επειδή το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να καταλήξουμε να σκιτσάρουμε μια καμήλα, ενώ ξεκινήσαμε για να σχεδιάσουμε ένα άλογο…