Στις 15 Απριλίου 2011, η εφημερίδα Washington Post, αποκάλυπτε σε δημοσίευμά της, ότι η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη μέλη του ΝΑΤΟ που συμμετείχαν στις τότε αεροπορικές επιδρομές κατά της Λιβύης και του καθεστώτος Καντάφι, είχαν κυριολεκτικά ξεμείνει από πυρομαχικά (sic) μετά από λιγότερες από τέσσερεις βδομάδες στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Τότε, και συγκεκριμένα στις 19 Μαρτίου 2011, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με το ψήφισμα 1973, και εν μέσω έντονων διαφωνιών από σημαντικές δυτικές και άλλες χώρες, είχε εξουσιοδοτήσει τη διεθνή κοινότητα με την ανάληψη δράσης, συμπεριλαμβανομένων της επιβολής ζώνης απαγόρευσης πτήσεων και εμπάργκο στο καθεστώς Καντάφι. Μέχρι να ολοκληρωθεί ο πρώτος μήνας των επιχειρήσεων, ηγετικό ρόλο στις οποίες είχαν οι ΗΠΑ, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδάς, με τις υπόλοιπες 15 χώρες που συμμετείχαν να συνεπικουρούν, όχι μόνο τελείωσαν οι «έξυπνες βόμβες», αλλά επικράτησε και ένα διοικητικό και συντονιστικό χάος μεταξύ των συμμετεχόντων και συμμάχων του ΝΑΤΟ, που τελικά ανέλαβε την αποστολή στο τέλος Μαρτίου, που απεκάλυψε ότι οι στρατοί της Ευρώπης στέκονταν σε πήλινα πόδια.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, οι στρατοί της Ευρώπης, στην πλειονότητά τους, παρά τον υψηλό επαγγελματισμό των στελεχών τους, την εμπειρία τους σε κοινοτικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, την υψηλή τεχνολογία τους και το βάθος εξειδικευμένης οργανωτικής και στρατηγικής γνώσης, παραμένουν ανήμποροι να δράσουν αποτελεσματικά σε ένα επιχειρησιακό περιβάλλον παρατεταμένης εμπλοκής με έναν δυνητικό αντίπαλο όμοιο με εκείνους (near-peer adversary).
Όταν, στις 4 Μαρτίου 2025, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κυρία Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν απέστειλε την επιστολή REARM Europe στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που συγκλήθηκε εκτάκτως στις 6 Μαρτίου 2025, δηλώνοντας ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει έναν «ξεκάθαρο και υπαρκτό κίνδυνο» ουσιαστικά παραδεχόταν την πιο πάνω κατάσταση. Μια κατάσταση που ήταν γνωστή σε όλους εδώ και πολλά χρόνια, και που δεν χρειαζόταν τον Τραμπ για να γίνει γνωστή. Μιας κατάστασης που αντί να τύχει της δέουσας αντιμετώπισης από τότε που αποκαλύφθηκε η γύμνια των ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων στη Λιβύη, σπρώχτηκε πίσω από γραφειοκρατικές διαδικασίες και τα γνωστά «συνέδρια» και διπλωματικές συναθροίσεις στις Βρυξέλλες και αλλού, που είχαν μετατρέψει τις ένοπλες δυνάμεις σε «δεξαμενές σκέψης» όπου αντί να φτιάχνουν αξιόμαχους στρατούς, εξέδιδαν ακαδημαϊκές μελέτες και διοργάνωναν κοκτέιλ πάρτι.
Αυτήν την κατάσταση, τη γνώριζαν πολύ καλά και οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι, όπως και οι Κινέζοι, καθώς και αρκετοί άλλοι διεθνώς. Η δε δυτική εμπλοκή με την Ουκρανία - που ειρήσθω εν παρόδω δεν ξεκίνησε πριν τρία χρόνια με την εισβολή της Ρωσίας, αλλά ούτε και το 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας, αλλά ξεκίνησε το 2004 με την αμερικανική και δυτικοευρωπαϊκή υπόθαλψη της καλούμενης Πορτοκαλί επανάστασης και της εκλογικής κρίσης στην τότε αναμέτρηση των δύο Βικτόρων (sic), και που έστειλε το μήνυμα στη Μόσχα ότι δεν θα γίνει ποτέ πραγματικός συνεργάτης και σύμμαχος της Δύσης - δεν στάθηκε ικανή (η δυτική εμπλοκή) να πείσει την Ευρώπη για την αναγκαιότητα στρατιωτικής ανασύνταξης. Πίστευαν, τότε, οι πρωτεύουσες της ΕΕ ότι μπορούσαν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τις επιπτώσεις του «τέλους της ιστορίας» και δεν ενέργησαν όπως θα έπρεπε ώστε να τιθασευτεί από τη μία η προσέγγιση της Ουάσινγκτον και από την άλλη να καλλιεργηθεί η πρέπουσα σχέση με τη Μόσχα εκείνης της εποχής, που ακόμα ήθελε αλλά δεν ήξερε πώς να ενσωματωθεί με τον παγκοσμιοποιημένο πολιτικοοικονομικό ιστό.
Σε αυτό, λοιπόν, τον συρμό στρατηγικών λαθών, του οποίου ηγήθηκαν αριβίστες πολιτικοί και αδιάβαστοι υπηρεσιακοί του «τρίτου δρόμου» στην Ουάσινγκτον, στο Λονδίνο και στις Βρυξέλλες, αλλά και διεφθαρμένοι και εκ Λονδίνου ορμώμενοι Ρώσοι ολιγάρχες, προστέθηκαν και οι πολυδάπανοι και ατέρμονοι πόλεμοι στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, οι ανιστόρητες «αραβικές επαναστάσεις» της κυρίας Κλίντον, και τέλος η στρατιωτικοπολιτική εσωστρέφεια της Ευρώπης και των ΗΠΑ, σήμερα. Έτσι, χάθηκε η Δύση και η Ρωσία και η ευκαιρία για οικοδόμηση ενός πραγματικά πολυσυλλεκτικού διεθνούς στερεώματος.
Και, τώρα, τα δήθεν 800 δισεκατομμύρια του REARM Europe, και τα πρώτα 150 δισεκατομμύρια σε δάνεια για ανάπτυξη δυνατοτήτων που εξαγγέλθηκαν, καθώς και τα 20 δισεκατομμύρια που θα δοθούν, υποτίθεται, εντός του 2025 στην Ουκρανία από την ΕΕ δεν θα είναι αρκετά για να ανατρέψουν την κατάσταση, αφού ούτε λόγος γίνεται για αναστροφή αυτού του καταστροφικού μονοπατιού που πήρε ο κόσμος.
Υποψιάζομαι, δε, όπως άλλωστε αφέθηκε να εννοηθεί και στην επιστολή Φον ντε Λάιεν, ότι τα χρήματα αυτά θα έχουν την τύχη των χρημάτων που δαπανά η ΕΕ για την ανάπτυξη νεοφυών επιχειρήσεων. Που στην απουσία μιας ένωσης τραπεζών, κεφαλαίων και ιδιωτικών επενδυτικών σχημάτων, απλώς μετατρέπονται σε οχήματα διοχέτευσης χρημάτων στις ώριμες και ενοποιημένες αμερικανικές αγορές.
Με άλλα λόγια, ο δρόμος που ακολουθεί η ΕΕ είναι λανθασμένος και αδιέξοδος, επειδή είναι ατέρμονος και χωρίς στόχευση. Εξαρτάται, επίσης, από ένα μεγάλο φάσμα προϋποθέσεων και πολιτικών πλαισίων, όπως εκείνων του STEM, της Ένωσης Κεφαλαίων, της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, της υπό μελέτη Λευκής Βίβλου της Άμυνας (άλλο ένα ακαδημαϊκό προϊόν). Και όλα αυτά υπό τον υφιστάμενο μηχανισμό λήψης αποφάσεων σε επίπεδο ΕΕ που έχει ήδη σπρώξει τα πράγματα σε βάθος χρόνου, που δεν υπάρχει, με τα επικείμενα συμβούλια Μαρτίου και Ιουνίου (Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αλλά και ΝΑΤΟ). Ενός μηχανισμού, δηλαδή, που όσοι δεν το κατάλαβαν, έχει ήδη έχει πληγεί μετά την αδυναμία των 27 να συνασπιστούν. Και τα χρήματα αυτά, αν τελικά διατεθούν όπως πρέπει, μπορούν να παρατείνουν μια μάχη και έναν πόλεμο στο μέλλον, επειδή τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν θα τον κερδίσουν. Τον πόλεμο τον κερδίζουν οι στρατοί και την ειρήνη τη διασφαλίζουν οι διπλωμάτες, και την ανοικοδόμηση τη στηρίζουν οι τραπεζίτες και οι χρηματιστές. Και η ΕΕ, ως οντότητα, δεν έχει κανένα από όλα αυτά πραγματικά στη διάθεσή της και ούτε φαίνεται να διαθέτει τους ηγέτες που θα έκαναν εκείνες τις τομές που απαιτούνται για τα επιτύχει…