Τις δεκαετίες του 1970 και 1980, στην παγκόσμια μουσική σκηνή έγινε μια «έκρηξη ποιότητας»: Το μελωδικό τραγούδι, με στίχους καλοδουλεμένους και συγγενικούς με τον ποιητικό λόγο, κέρδιζε τρομερό έδαφος. Η σαρωτική παρουσία του στον ανεπτυγμένο κόσμο περιέλαβε και τον ελληνικό χώρο. Όπου δίπλα στο πολιτικό τραγούδι ξεφύτρωσαν εξαιρετικές δημιουργίες ποιοτικού τραγουδιού από τους γνωστούς μουσικούς γίγαντες, τους οποίους ακολούθησαν νεότερα ταλέντα· παράλληλα μάλιστα με την αναβίωση του γνήσιου ρεμπέτικου.
«Ξαφνικά», από το 2000 περίπου και μετά, σχεδόν χωρίς ενδιάμεσο σταθμό, άρχισε να βασιλεύει το «μπρουτάλ» και απλοϊκό, από όλες τις απόψεις. Στον ελληνικό χώρο, τα σκήπτρα πήρε το καψουροτράγουδο των λεγόμενων σκυλάδικων. Άπειροι νέοι συνθέτες και τραγουδιστές προσάρμοσαν όλη τους τη σταδιοδρομία στο «τουρκομπαρόκ». Με απλοϊκό ρυθμό και με στίχους πιο πρόχειρους και από τα στιχάκια στα παλιά ημερολόγια.
Η εξέλιξη δεν είναι μια ευθεία γραμμή. Στην ανθρώπινη συνθήκη, η πρόοδος είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Είναι μια τόσο πολυπαραγοντική διαδικασία, που είναι σχεδόν αδύνατο να συλλάβει κανείς με το μυαλό του τους άπειρους νευρώνες της και τις εξίσου άπειρες συνάψεις τους.
Το απλοϊκό ως σωτήριο δόγμα
Ενώ η επιστήμη, η διάχυση της πληροφορίας και η μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, βρίσκονται σήμερα στο απόγειό τους, τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που θα προέβλεπε κάποιος δυο δεκαετίες πριν. Ναι, αρκετές κοινωνίες έκαναν σημαντικά θεσμικά βήματα κοινωνικής απελευθέρωσης, αλλά τα τελευταία χρόνια όλοι βιώνουμε μια τρικυμία επιστροφής του πολιτικού συντηρητισμού. Μάλιστα, πρόκειται για ένα συντηρητισμό με ειδικά χαρακτηριστικά:
• Επιβάλλεται ως «εναλλακτικός», «ριζοσπαστικός» και «αντισυστημικός».
• Ευαγγελίζεται την απελευθέρωση από την απελευθέρωση.
• Η απλοϊκότητα, ο συνθηματικός λόγος, και η γενίκευση, δεν είναι απλώς το μέσον του για να διευρυνθεί εκλογικά. Είναι η ίδια η ουσία του, το DNA του.
• Έχει όλες τις απαντήσεις για όλα. Για το ποιος και τι φταίει (οι πολλές ελευθερίες, η μετανάστευση, ο δυτικός τρόπος ζωής, ο διάλογος και η διαλεκτικότητα) και το τι πρέπει να γίνει. Βλέπει τα πάντα ως σύγκρουση πολιτισμών, ως συνωμοσία απώλειας της ταυτότητάς μας, ως σύγκρουση ή υποταγή.
• Θεωρεί έννοιες όπως η ελευθερία και η δημοκρατία ως εξαιρετικά σχετικές και υποκείμενες στους υπέρτερους σκοπούς. Άρα, αξίες που βρίσκονται υπό αίρεση μέσα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης όπως θεωρούν τις σημερινές.
Όλα αυτά γίνονται εξαιρετικά θελκτικά για μεγάλες μερίδες των κοινωνιών. Γιατί απαλλάσσουν από την υποχρέωση της σκέψης και της γνώσης, δίνοντας έτοιμες απαντήσεις για όλα. Έχουν τη γοητεία του ολιστικού δόγματος: Άπαξ και πιάσεις το νήμα του, δεν χρειάζεται να κάνεις ή να γνωρίζεις τίποτε άλλο!
Οι πολυμήχανοι
Ο πειρασμός να θεωρήσουμε γνώριμο από την Ιστορία το φαινόμενο είναι μεγάλος. Στις απαρχές της νεότερης εποχής, η διάδοση της πληροφορίας μέσω της τυπογραφίας οδήγησε σε πολλά καλά, αλλά, όπως και σήμερα, στην Ιερά Εξέταση και στο κυνήγι των μαγισσών. Στον εικοστό αιώνα, η εφημερίδα και ο άνθρωπος που μας μιλά μέσα στο σπίτι μας (το ραδιόφωνο) έκαναν κάτι αντίστοιχο. Στην Ιταλία, στη Γερμανία, και σε πολλές άλλες χώρες. Αφήνουμε τι σήμανε στα χέρια αυταρχικών ανθρώπων και καθεστώτων η κυριαρχία της τηλεόρασης στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα.
Όμως, το σημερινό κύμα «ριζοσπαστικού συντηρητισμού» έχει μια σημαντική διαφορά: Ενώ είναι εσωτερικά απόλυτο στη δομή και λειτουργία του, είναι πιο ευέλικτο και διεισδυτικό στην παρουσία του.
Ευέλικτο. Για παράδειγμα, επικοινωνιακά, η Λεπέν στη Γαλλία δεν είναι ο Λεπέν (ο πατέρας της). Η Μελόνι δεν είναι Μουσολίνι. Ο Βελόπουλος δεν είναι Μιχαλολιάκος. Ο Γεάδης Γεάδη δεν είναι Γεώργιος Γρίβας.
Διεισδυτικό. Για παράδειγμα, ο Μελανσό στη Γαλλία δεν είναι ακροδεξιός (ηγείται του πιο αριστερού τμήματος της Αριστεράς), αλλά η ακροδεξιά Λεπέν μοιάζει διαλλακτική και διαλεκτική μπροστά του. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου στην Ελλάδα δεν είναι ακροδεξιά (ηγείται «αίρεσης» του παλιού Σύριζα), αλλά ο ακροδεξιός Βελόπουλος μοιάζει σχεδόν δημοκράτης μπροστά της.
Μια άλλη διαφορά του όποιου τότε με το σήμερα είναι η γνώση των γνωστικών. Οι πολίτες και οι πολιτικοί που κατατάσσουν τους εαυτούς τους στον δημοκρατικό χώρο (όχι λεκτικά, ουσιαστικά) αισθάνονται ότι ιστορικά έχουν ξαναδεί το έργο. Έχουν ήδη δημιουργήσει ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς στις χώρες τους, και ξέρουν πως το «χάδι» στην Ακροδεξιά δεν έχει αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τα όπλα της δημοκρατίας (π.χ. σε Ελλάδα με «Χρυσή Αυγή», Γαλλία, Γερμανία, Ρουμανία, κ.λπ.) για να αμυνθούν απέναντι στο κύμα. Άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία είναι η αλήθεια.
Δυστυχώς, όμως, το κύμα σήμερα έχει και τα δικά του σύγχρονα όπλα. Όχι ανίκητα, αλλά πολύ ισχυρά.
Οι αμήχανοι
Ένα από αυτά τα όπλα της ακρότητας είναι η προδιάθεση των πολιτών να αποδίδουν όλα τα δεινά τους σε μια υπέρτερη δύναμη· στην παραδοσιακή πολιτική και το προσωπικό της σε αυτήν την περίπτωση. Είναι σήμερα πολύ δύσκολο να πείσεις π.χ. τον μέσο Κύπριο πολίτη ότι η πλειονότητα των βουλευτών δεν είναι διεφθαρμένοι και διαπλεκόμενοι! Και ακόμη πιο πέρα: Όποιος χρησιμοποιεί ακραίο και «θυμωμένο» λόγο θεωρείται «επαναστάτης», «αντίθετος με το κατεστημένο», άρα εύκολα γίνεται αρεστός.
Στην Κύπρο, οι δημοκρατικοί πολίτες και οι πολιτικοί που πιστεύουν στη δημοκρατία και στον διάλογο βρίσκονται στη γωνία. Κυρίως με ευθύνη του πολιτικού προσωπικού και των παιγνίων του.
Αλλά και λόγω της γενικότερης δυσλειτουργίας του κράτους. Μια δυσλειτουργία που είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας του πολιτικού προσωπικού να συνειδητοποιήσει ότι η ριζική αλλαγή είναι κάτι παραπάνω από επείγουσα: Αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, αλλά και του ίδιου του Συντάγματος – μέσα από τη λύση του Κυπριακού, αλλά αφού η πλειονότητά τους δεν στέργει, έστω και χωρίς λύση. Σήμερα, ούτε έναν Γιαννάκη Γιαννάκη δεν καταφέρνουμε να δικάσουμε· ούτε έναν Νίκο Αναστασιάδη δεν μπορούμε να πείσουμε τουλάχιστον να σιωπήσει!
Το άλλο αρνητικό είναι η ιστορική και συγχρονική ελαφρότητα: Σε χώρες όπως την Κύπρο, στις οποίες είτε δεν βίωσαν τη θηριωδία του φασισμού και του ναζισμού, είτε γνώρισαν την κυριαρχία της ακροδεξιάς (1964-74, ΕΟΚΑ Β΄, πραξικόπημα) χωρίς να την καταδικάσουν και να την καταδείξουν συλλογικά ως υπεύθυνη δεινών, το πολιτικό προσωπικό διστάζει να τραβήξει κόκκινες γραμμές. Ο επίσημος ΔΗΣΥ ερωτοτροπεί τώρα με την Ακροδεξιά για να μη χάσει ψήφους (φτάνοντας στο σημείο να λειτουργεί και ως συμπολιτευόμενο εξαπτέρυγο σε κάθε επικοινωνιακό βεγγαλικό του Προεδρικού). Ενώ ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και Οικολόγοι δεν κρατούν αποστάσεις από το ΕΛΑΜ, προσμετρώντας ως σημαντικότερες του δημοκρατικού διακυβεύματος τις συγγένειες θέσεων π.χ. στο Κυπριακό και στο Μεταναστευτικό.
Χρειάστηκε να επισκεφτεί την Κύπρο ο δεξιός Πρόεδρος της Ελλάδας – εκλεκτός της δεξιάς Νέας Δημοκρατίας – για να μας διδάξει πως με φασίζουσες ακροδεξιές οργανώσεις (ΕΛΑΜ) δεν διαλέγεσαι.
Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να «διδαχτούμε», ή θα περιμένουμε παθητικά να γίνουμε μια νέα Ουγγαρία.
Το καλάθι
• …με τα παράδοξα (1): Να έχεις ως Πρόεδρος σταθερά χαμηλή αποδοχή στην κοινωνία, να σε στηρίζουν ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, ΔΗΠΑ (και εν πολλοίς και οι Οικολόγοι), να συντονίζεσαι και να υποβοηθάς το ΕΛΑΜ, και η ηγεσία του ΔΗΣΥ να τρέχει να σε στηρίζει δυναμικά σε κάθε σου κίνηση, πριν ακόμη την κάνεις! Έχουν λογική όλα αυτά; Πατέντα, καθαρά κυπριακής εμπνεύσεως…
• …με τα παράδοξα (2): Από τώρα μέχρι τις βουλευτικές του 2026 αυτό θα γίνεται; Για κάθε πατάτα της κυβέρνησης η απάντηση του Προέδρου θα είναι «μας κατηγορούν για προεκλογικούς λόγους»; Μετά τη χιλιοστή «αρρυθμία» της Αστυνομίας – με υπογραφή του Γενικού Εισαγγελέα μάλιστα – το να ζητάς ευθύνες από τον υπουργό Δικαιοσύνης είναι παράλογη προεκλογική απαίτηση; Τι άλλο θα ακούσουμε;
• …με τα παράδοξα (3): Ο Τραμπ τα έβαλε με την ΕΕ και την Ουκρανία, υποτίθεται για να καλοπιάσει τη Ρωσία και να την αποσπάσει από την κινεζική επιρροή. Τελικά, όλα δείχνουν ότι όχι μόνο δεν θα του βγει, αλλά θα κάνει τις ΗΠΑ πιο απομονωμένες και ανίσχυρες από ποτέ!