Sevgul Uludag
Τηλ: 99 966518
Ένας από τους καλούς μου φίλους, ο Salih Oztoprak, μου έστειλε ένα άρθρο που έγραψε. Είναι οι παιδικές του αναμνήσεις από τη Λεύκα. Σήμερα θέλω να μοιραστώ μαζί σας το άρθρο με τίτλο «Ένα ζευγάρι κόκκινες πλαστικές μπότες» που έγραψε ο Salih Oztoprak. Γράφει τα ακόλουθα:
«Ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών. Στη γειτονιά μας, ο τόπος που παίζαμε λεγόταν «Verane» (που σημαίνει ερειπωμένος τόπος). Όπως καταλαβαίνετε από το όνομα, δεν ήταν ένας τόπος που δεν θα είχε στο χώμα του αίμα ή μια κανονική παιδική χαρά με παιχνίδια για να παίξουμε. Αυτό ήταν το «Verane» που σημαίνει «Ο ερειπωμένος τόπος». Δεν υπήρχε ούτε μια κούνια για τα παιδιά. Το έδαφος ήταν με πέτρες και χώμα, αλλά αυτό ήταν ένα μέρος όπου ως παιδιά μπορούσαμε να παίξουμε όλα τα είδη των παιχνιδιών. Το μόνο πράγμα ήταν ότι όταν έβρεχε, υπήρχαν παντού λίμνες νερού και όλα ήταν λασπωμένα. Ακόμα και σε αυτή την κατάσταση, το «Verane» ήταν ακόμα όμορφο γιατί τα παιδιά έβαζαν τις μπότες τους και άρχιζαν να τρέχουν γύρω από τις λίμνες του νερού, δημιουργώντας πιτσιλιές γύρω.
Όλα τα παιδιά εκτός από εμένα. Γιατί δεν είχα μπότες. Παρόλο που παρακαλούσα τον πατέρα μου τόσες φορές, ο πατέρας μου δεν μου αγόραζε μπότες. Δεν ήμασταν τόσο φτωχοί οικονομικά και ακόμα και τα πιο φτωχά παιδιά είχαν πλαστικές μπότες, αλλά εγώ δεν είχα. Ακόμα θυμούμαι πως κοίταζα τα παιδιά με τις μπότες στα πόδια που έπαιζαν στο νερό.
Τελικά, ένας νεαρός ξάδελφός μου με λυπήθηκε – δούλευε στο μαγαζί του θείου του και έπεισε τη μητέρα μου να μου αγοράσει μπότες από το μαγαζί δίπλα στον θείο του. Το μαγαζί αυτό ανήκε σε έναν Αρμένιο Κύπριο υποδηματοποιό που τον έλεγαν Agop. Έτσι ο νεαρός ξάδελφός μου μου πήρε ένα ζευγάρι κόκκινες, πλαστικές μπότες από το κατάστημα του Agop. Τις πήρε «βερεσέ» («με πίστωση»).
Εκείνη τη μέρα, είχε βρέξει. Φόρεσα τις καινούργιες, κόκκινες μπότες μου και έτρεξα προς την «παιδική μας χαρά», τη Verane! Όπου έβρισκα μια λιμνούλα με νερό, πηδούσα μέσα. Όλη μέρα έπαιζα έτσι με τους φίλους μου.
Όταν ο πατέρας μου γύρισε στο σπίτι και είδε τις μπότες μου, θύμωσε πολύ. Φώναξε τον ξάδελφό μου. «Πάρε αυτές τις μπότες και πάρε τες πίσω από εκεί που τις πήρες», είπε. Και οι κόκκινες πλαστικές μπότες μου, που μπόρεσα να τις φορέσω μόνο λίγες ώρες, πήγαν πίσω εκεί από όπου ήρθαν. Μετά από εκείνη τη μέρα, δεν είχα ποτέ ξανά μπότες. Και μέχρι σήμερα, σκεφτόμουν ότι ο πατέρας μου είχε στείλει πίσω αυτές τις μπότες για οικονομικούς λόγους ή λόγω μιας στάσης απέναντι στην εξουσία του.».
«Οι μπότες σου ήταν θύμα»
«Πριν από μερικές μέρες, μίλησα για την κοινή μας ανάμνηση αυτών των μποτών στον ξάδελφο μου που ζει στο εξωτερικό εδώ και πολλά χρόνια. Είπε: «Αγαπητέ μου Salih, οι μπότες σου ήταν θύμα του κυπριακού προβλήματος.». Αυτά ήταν τα χρόνια που είχε αρχίσει η ΕΟΚΑ και η ΤΜΤ. Και ο ξάδελφός μου άρχισε να μου λέει τα εξής:
«. Όπως γνωρίζεις, μέχρι το 1958, Ελληνοκύπριοι και Αρμένιοι Κύπριοι ζούσαν στη Λεύκα, αν και ήταν μειοψηφία εκεί. Δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα μεταξύ μας. Όταν ήμουν παιδί, οι καλύτεροι φίλοι μου ήταν Ελληνοκύπρια παιδιά. Είχαν μάθει τουρκικά από μένα, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να μάθω πολλά ελληνικά από αυτούς. Τα σπίτια μας ήταν απέναντι. Ο Κώστας ήταν ένας Ελληνοκύπριος που ζούσε με την οικογένειά του ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας. Είχε τρεις γιους και μια κόρη. Θυμούμαι τα ονόματα δύο από τα παιδιά του: Ο Αχιλλής και ο Κόκος. Ο Αχιλλής ήταν μεγαλύτερος από μένα, αλλά ο Κόκος ήταν στην ηλικία μου και κυρίως παίζαμε μαζί του. Φυσικά, μερικές φορές τσακωνόμασταν. Σε αυτή την περίπτωση έκανα το σημείο του σταυρού με τους δείκτες των χεριών μου σαν «σταυρό» που ήταν ένα ιερό σημείο των χριστιανών και μετά έφτυνα πάνω του και έτρεχα μακριά. Την επόμενη μέρα πήγαινα σε αυτόν και τον παρακαλούσα να παίξουμε. Ο Κόκος έλεγε: «Αν βάλεις τα δάχτυλά σου με τον ίδιο τρόπο και το φιλήσεις, τότε θα παίξω μαζί σου.». Έτσι το έκανα αυτό και συνεχίζαμε τα παιχνίδια μας.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων 1965-66, χρειαζόμασταν ένα έγγραφο από την ελληνοκυπριακή πλευρά που ονομαζόταν «πρόσκληση» για να μπορέσει ο αδελφός μου που βρισκόταν στην Τουρκία να έρθει στην Κύπρο. Έτσι ο Αχιλλής μας βοήθησε και μας πήρε σε έναν κρατικό αξιωματούχο από τη Λεύκα τον οποίο γνωρίζαμε πολύ καλά και πήραμε το έγγραφο που χρειαζόμασταν. Επιπλέον, αυτό ήταν ένα έγγραφο που ο αδελφός μου μπορούσε να χρησιμοποιήσει κάθε φορά που ερχόταν στην Κύπρο. Όταν συναντηθήκαμε εκείνη την ημέρα, τον είχα ρωτήσει για τον Κόκο – για μια στιγμή πάγωσε και μετά με φωνή που μόλις ακουγόταν, είπε ότι είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια των μαχών στην Αμμόχωστο. Και οι δυο μας είχαμε δάκρυα στα μάτια.».
«Η κόρη του Ε/Κ μουχτάρη»
«Όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε μια μοδίστρα που έραβε τα ρούχα μας – ήταν μια φτωχή Ελληνοκύπρια που ζούσε στη γειτονιά Aτζιεντού. Μετά το σχολείο δούλευα στο μαγαζί του θείου μου μαζί με τον ξάδελφό μου – το μαγαζί αυτό ήταν στο κέντρο της αγοράς και οι γείτονες μας εκεί ήταν Αρμένιοι Κύπριοι και Ελληνοκύπριοι και είχαμε πολύ καλές σχέσεις μαζί τους. Κυρίως ήμασταν πολύ φιλικοί με τον Agop από τον οποίο πήραμε τις κόκκινες πλαστικές μπότες σας. Μερικές φορές, μαζί με τον γιο του θείου μου, κάναμε κάποια αστεία σε αυτόν τον καημένο. Μερικές φορές, καθώς καθόταν στο μαγαζί μας, του τηλεφωνούσαμε στο μαγαζί του και αφήναμε το τηλέφωνό του να χτυπάει. Έτρεχε στο μαγαζί του με κομμένη την ανάσα. Όταν επέστρεφε, έλεγε: «Κάποιος με κοροϊδεύει.».
Ο πατέρας μου είχε πολύ καλές σχέσεις με τον Ελληνοκύπριο μουχτάρη της Λεύκας. Μέχρι τη στιγμή που έπρεπε να φύγουν από τη Λεύκα το 1958, βρισκόμασταν μαζί πολύ συχνά.
Το 1965-66, κάποιοι Τουρκοκύπριοι σταμάτησαν ένα αυτοκίνητο σε ένα από τα κοντινά χωριά και οι επιβαίνοντες στο αυτοκίνητο πιάστηκαν αιχμάλωτοι – ανάμεσά τους ήταν και η κόρη αυτού του μουχτάρη. Εκείνες τις μέρες, πολλοί Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι που έπαιρναν ως ομήρους σκοτώνονταν. Ο γιος του θείου μου υπηρετούσε ως διοικητής εκεί εκείνο τον καιρό. Όταν πήγε να δει τους Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους, η κόρη του Ελληνοκύπριου μουχτάρη τον αναγνώρισε και του ζήτησε βοήθεια. Ένας άλλος διοικητής που κατάλαβε ότι ο ξάδελφός μου ήθελε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους, του είπε: «Αν εμποδίσεις να εκτελεστούν, θα σε πυροβολήσω και θα σε σκοτώσω.». Και ο ξάδελφός μου του είπε: «Αν έχεις αρκετή δύναμη, προχώρα και σκότωσε.». Δεδομένου ότι ο ξάδελφός μου είχε πολύ καλές σχέσεις με τους χωριανούς, αισθανόταν αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του. Και μετά από λίγο καιρό, οι όμηροι απελευθερώθηκαν. Το φτωχό κορίτσι μετά από αυτό το περιστατικό εγκατέλειψε τη διδασκαλία και μετανάστευσε στην Αυστραλία. Μετά από λίγο καιρό ο πατέρας της και η μητέρα της ήρθαν στη Λεύκα και μας βρήκαν και μας αγκάλιασαν με δάκρυα, ευχαριστώντας μας. Αγαπητέ μου Salih, καθώς σου λέω με αυτά τα παραδείγματα, είχαμε πολύ καλές σχέσεις μαζί τους. Μέχρι την ημέρα που αναγκάστηκαν να φύγουν, δεν είχαμε ποτέ κανένα πικρό περιστατικό μεταξύ μας. Και όπως ξέρεις, ο πιο διάσημος άντρας της ΕΟΚΑ, ο Δράκος, είναι από τη Λεύκα. Το σπίτι του ήταν δίπλα στο σπίτι του κ. Salim. Τώρα έχει κατεδαφιστεί. Δεν ξέρω καλά τον Δράκο, αλλά ο πατέρας του ο κ. Κυριάκος ήταν πολύ καλός άνθρωπος.
Η φυγή των Ελληνοκυπρίων και των Αρμένιων Κύπριων από τη Λεύκα έγινε το 1958. Πρώτα κάποιοι Τουρκοκύπριοι λεηλάτησαν το κατάστημα του Χειμωνίδη και στη συνέχεια το έκαψαν. Ξέρω ποιος το είχε κάνει αυτό. Δεν είχαν μακρά ζωή, είχαν μεγάλο πόνο και απεβίωσαν. Έκαψαν επίσης 3-4 σπίτια στην περιοχή του Απλικιού και στη γειτονιά Τεπέ – ανάμεσα στα σπίτια που κάηκαν ήταν και αυτό του Χειμωνίδη. Έκαψαν επίσης και την ωραία εκκλησία στην περιοχή Aτζιεντού. Ο δρ Διομήδης που νοίκιαζε ένα σπίτι από έναν Τουρκοκύπριο, του κατέστρεψαν τα έπιπλα. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούσαν για να κάψουν τα σπίτια και να καταστρέφουν τα έπιπλα ήταν φτωχοί, άνεργοι νέοι χωρίς μόρφωση. Ανάμεσά τους ήταν και δύο νέοι που η μητέρα τους πήγαινε στα σπίτια των πλουσίων για να πλύνει ρούχα. Και ο ένας από αυτούς ήταν ένας νέος 17 χρονών που δεν είχε μητέρα και πατέρα – δεν ήταν από τη Λεύκα, είχε έρθει από άλλο χωριό και εγκαταστάθηκε και ζούσε στη Λεύκα. Μετά το 1974, ένας εργάτης που ήρθε στην Κύπρο για να δουλέψει τον σκότωσε με μαχαίρι με το πρόσχημα ότι δεν είχε πληρωθεί τα μεροκάματά του.
Ο Χειμωνίδης μετανάστευσε στη Μόρφου όπου άνοιξε ένα ωραίο κατάστημα. Αγαπητέ μου Salih, στη μητέρα σου άρεσε να ντύνεται καλά, γι αυτό και όλοι οι καταστηματάρχες που πουλούσαν υφάσματα την ήξεραν καλά. Μου είπε η ίδια ότι χωρίς να ξέρει ότι είχε πάει στο μαγαζί του Χειμωνίδη στη Μόρφου, την αναγνώρισε, την προσφώνησε με το όνομά της και της φέρθηκε πολύ καλά. Το 1974, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο καημένος ο Χειμωνίδης αναγκάστηκε να φύγει και από τη Μόρφου. Όπως όλοι οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελληνοκύπριοι, είχε περάσει και αυτός πολλές φορές τον πόνο του πολέμου.».