Η αμφίδρομη και διαδραστική σχέση εθνικής συνείδησης και λογοτεχνίας αποτελεί ένα πολυδιάστατο και πολύπλευρο ζήτημα. Πρώτα-πρώτα, θα διατυπώσω μια βασική θέση, ότι ο πνευματικός δημιουργός γενικά, και ο λογοτέχνης πιο ειδικά, δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό του. Αντίθετα, θεωρώ ότι είναι ο ταλαντούχος και εκλεκτός εκπρόσωπος του κοινωνικού συνόλου, που εκφράζει όχι μόνο την εποχή του από μια πολυδιάστατη άποψη αλλά και αυτό το ίδιο το κοινωνικό σύνολο που ενσυνείδητα ή άθελά του εκπροσωπεί.
Πιο ειδικά για το θέμα της σχέσης εθνικής συνείδησης και λογοτεχνίας, θα ήθελα να τονίσω ότι η γλώσσα ούτως ή άλλως συνδέεται πρωτογενώς με την εθνική συνείδηση. Είμαστε Έλληνες γιατί, μεταξύ άλλων, μιλούμε την ελληνική γλώσσα ως μητρική γλώσσα. Ενδεικτικό για το τι μπορεί να σημαίνει η κληρονομιά της γλώσσας για την εμπέδωση της εθνικής συνείδησης είναι το απόσπασμα από το ποίημα του Ελύτη «Άξιον Εστίν»: «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική… Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...»
Στον τρόπο τώρα καθαυτό, που ένας λογοτέχνης χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα για να εκφραστεί, μπορεί να ανακαλύψει κανείς από την αρχή την εθνική του συνείδηση. Ενδεικτική τέτοια περίπτωση είναι ο τρόπος που γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης, που διαμόρφωσε τη δική του πρόταση για τον ελληνισμό: «...Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του έτσι μοιραία μετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουμε κι εμείς άξιοι των προγόνων, πώς να τη συνεχίσουμε, χωρίς να την ντροπιάσουμε, την παράδοση της ράτσας μας!»
Ερχόμενοι τώρα στα δικά μας χώματα, ιδιαίτερα εκφραστικός και παραστατικός όσον αφορά την εθνική συνείδηση, ξεχωρίζει ο Βασίλης Μιχαηλίδης: «… δικλάτε, δέτε πίσω σας, γυρίστε τζαι σταθείτε, / δέτε κατάμματα τους λας που με κακολοούσιν / τζαι βάρτε φως στ’ αμμάδκια τους ν’ αμπλέψουν να με δούσιν». Παράλληλα, σε μια μεταβατική στην κυπριακή κοινωνία περίοδο, ο Δημήτρης Λιπέρτης εξωτερικεύει με τον δικό του τρόπο την εθνική συνείδηση: « … ξυπνητοί τζαι τζοιμισμένοι έν' για τζείνην η καρκιά μας / που διπλοφακκά για να ’ρτει τζαι να μείνει δα κοντά μας.»
Κλείνοντας, δεν μπορώ να μην μιλήσω και μέσα από κείμενο ενός επιφανούς Έλληνα λογοτέχνη, του Γιώργου Σεφέρη: «....το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να λογαριάζουμε την περασμένη μας πείρα και την τωρινή, προσμένοντας την αυγή που αναπότρεπτα θα χαράξει… και να πιστεύουμε πως ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως ο σημερινός δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη ανάσταση, και να κοιτάζουμε πώς θα είμαστε έτοιμοι να φανούμε αντάξιοί της…».