Sevgul Uludag
Τηλ: 99966518
Την περασμένη βδομάδα έγραψα για μία φωτογραφία και δύο πορτρέτα για τα οποία έγραψε ο ξάδελφός μου Ertan Ince. Είχε δημοσιεύσει μία φωτογραφία του μεγάλου μας θείου Ahmet Soyer, μαζί με τον θείο του Ahmet Kavaz. Σήμερα θέλω να συνεχίσω με όσα είχε γράψει για τον μεγάλο μας θείο Ahmet Soyer από το Βαρώσι. Εδώ είναι η συνέχεια των όσων έγραψε:
«Ahmet Soyer Amerikali»
«Το πρόσωπο που κρατάει χταπόδι στο χέρι του, στα δεξιά της φωτογραφίας είναι ο μεγάλος μου θείος Ahmet Soyer (Amerikali - Αμερικανός), στην πραγματικότητα ήταν ο θείος του πατέρα μου. Γεννήθηκε το 1900, στα Κνώδαρα, ένα μικρό χωριό της Μεσαορίας.
Ο πατέρας του ήταν ο Hasan Onbashi (Gulle Hasan) από τα Κνώδαρα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870 είχε υπηρετήσει ως οθωμανός στρατιώτης στο νησί της Ρόδου, χωρίς να επιστρέψει στο χωριό του για δέκα συνεχόμενα χρόνια και όταν επέστρεψε στην πατρίδα του την Κύπρο, παντρεύτηκε.
Η γυναίκα που είχε παντρευτεί ήταν η Sherife από τον Ψυλλάτο. Η οικογένεια της προγιαγιάς μου Sherife ήρθε από μια περιοχή της Συρίας κατά τη δεκαετία του 1850 -η περιοχή αυτή ήταν μεταξύ Λαττάκειας και Αλεξανδρέττας (Lazkiye και Hatay)- από ένα χωριό των Τουρκμένων που ονομαζόταν «Isabeyli», σήμερα ονομάζεται Al Isaviyyah. Λόγω ενός περιστατικού η οικογένεια της προγιαγιάς μου Sherife ήρθε από εκεί και εγκαταστάθηκε στον Ψυλλάτο. Ο πατέρας της ονομαζόταν Ali (Ali ο Τούρκος).
Όταν ο μεγάλος μου θείος Ahmet Soyer ήταν 18 χρονών, πήγε μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του Emir Huseyin (επίσης γνωστός ως Huseyin Cahit Soyer) στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Όταν ξέμειναν από λεφτά, μόνο ο μεγαλύτερος αδελφός του κατάφερε να πάει στις ΗΠΑ και ο μεγάλος μου θείος Ahmet παρέμεινε στο Παρίσι. Όταν ο αδελφός του Huseyin πήγε στις ΗΠΑ, του έστειλε τα λεφτά του εισιτηρίου και με αυτόν τον τρόπο, ο μεγάλος θείος Ahmet επίσης κατάφερε να πάει στην Αμερική. Δούλεψαν για 18 χρόνια στην Αμερική. Επέστρεψαν στην Κύπρο πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
«Ο Ahmet Soyer, κατά τη δεκαετία του 1940 αγόρασε γη στο Βαρώσι και έκτισε ένα μεγάλο, διώροφο κονάτζι (αρχοντικό) στην οδό Ευριπίδου. Ο ίδιος ζούσε στον πάνω όροφο και ενοικίαζε τον κάτω όροφο σε μια ελληνοκυπριακή οικογένεια.
Η παραλία του Βαρωσιού έγινε μέρος της ζωής του. Κάθε μέρα, καλοκαίρι και χειμώνα, κολυμπούσε εκεί, γυρνούσε με γυαλάκια κολύμβησης και ένα πιρούνι, κυνηγούσε χταπόδια, μάζευε κοχύλια και αχινούς. Πήγαινε κάθε μέρα, εκτός αν είχε καταιγίδα ή πολλή βροχή.
Έφερνε τα κοχύλια και τους αχινούς στο σπίτι, τα καθάριζε, τα γυάλιζε και τα έβαζε σε σειρά ανάλογα με το ύψος τους σε διάφορα σημεία του σπιτιού του. Το σπίτι του έγινε ένα μίνι μουσείο της θάλασσας.
Φορούσε κοντό παντελόνι τόσο το καλοκαίρι όσο και το χειμώνα και πήγαινε παντού με το ποδήλατό του».
25 Δεκεμβρίου 1962, μπροστά από το ξενοδοχείο Constantia, ο θείος Ahmet με το χταπόδι που έπιασε και οι τουρίστες που τον παρακολουθούν με ενδιαφέρον.
Φεύγοντας από το Βαρώσι
«Όταν ήρθε το τέλος του 1963, μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν πάνω από την Κύπρο μας για άλλη μια φορά. Στις αρχές του 1964, πήρε μερικά πράγματα από το σπίτι του και ήρθε να ζήσει μαζί μας στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου.
Κάθε 15-20 μέρες πήγαινε να ελέγξει το σπίτι του, συνοδευόμενος από τους στρατιώτες του ΟΗΕ. Αφού έμεινε για 6-7 μήνες μαζί μας, έφυγε και πήγε στη Γερμανία και έμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα».
«Μετά την «εκτόνωση» του 1968, όταν οι σχέσεις μεταξύ των δύο κύριων κοινοτήτων του νησιού εξομαλύνθηκαν, επέστρεψε στην Κύπρο και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στο Βαρώσι. Και το σπίτι στο Βαρώσι άρχισε να γίνεται μέρος και της δικής μας ζωής. Μέχρι το 1974, σχεδόν κάθε βδομάδα ή κάθε δεκαπενθήμερο, πηγαίναμε να τον επισκεφτούμε αφού είναι ο μεγαλύτερος της οικογένειας, πηγαίναμε εμείς, πήγαιναν οι θείοι μου. Έπαιζαν τάβλι και κουγκά, πρόσφεραν κέικ και μπισκότα και οι φιλικές συζητήσεις συνεχίζονταν σε μια ωραία ατμόσφαιρα. Καθώς αναπτυσσόταν ο τουρισμός, το Βαρώσι δεχόταν όλο και περισσότερους τουρίστες και αυτό βοηθούσε την Αμμόχωστο αλλά όλο το νησί».
Οι Ahmet Kavaz και Ahmet Soyer στο Βαρώσι το 1971.
Φίλοι στην παραλία
«Ο μεγάλος μου θείος Ahmet κάθε μέρα στην παραλία έκανε νέους φίλους και γινόταν πόλος έλξης για τους τουρίστες. Κάποιους από αυτούς τους προσκαλούσε στο σπίτι του, τους παρουσίαζε τις συλλογές του από τη θάλασσα και τους έκανε δώρο κοχύλια. Ξένοι δημοσιογράφοι που έρχονταν στο Βαρώσι του έπαιρναν συνεντεύξεις, οι φωτογραφίες του ήταν σε εξώφυλλα περιοδικών και οι δημοσιογράφοι του τις έστελναν. Η φωτογραφία που βλέπετε σε αυτή τη σελίδα ήταν μια τέτοια φωτογραφία που του έστειλαν».
«Στις 15 Ιουλίου 1974, ήρθε στο σπίτι μας όπως έκανε κάθε μέρα. «Θα κάνω κάποια ψώνια και θα πάω στο σπίτι και δεν θα βγω από αυτό» μας είπε.
Παρέμεινε στο σπίτι του στο Βαρώσι, στην οδό Ευριπίδου από τις 20 Ιουλίου μέχρι τις 16 Αυγούστου 1974. Όπως μας είπε αργότερα, τον πήραν τρεις φορές στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, κάποιοι αστυνομικοί, φανατικοί της ΕΟΚΑ Β ήθελαν να τον σκοτώσουν. Αλλά εκείνοι οι καλοί αστυνομικοί και που τον γνώριζαν, δεν επέτρεψαν στους αστυνομικούς της ΕΟΚΑ Β να τον σκοτώσουν. Κάθε φορά, τον έφερναν πίσω στο σπίτι του. Οι Ελληνοκύπριοι γείτονές του επίσης τον φρόντιζαν. Του έδιναν ψωμί και φαγητό. Το βράδυ της 15ης Αυγούστου 1974, όταν οι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στην Αμμόχωστο, το όμορφο Βαρώσι μας εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους τους. Ο μεγάλος μου θείος Ahmet ήταν στο σπίτι και επειδή έχει κοπεί το ρεύμα, δεν μπορούσε να ακούσει ραδιόφωνο για να μάθει τι συνέβαινε».
Χωρίς τη θάλασσα
«Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν στις 16 ή στις 17 Αυγούστου 1974 αλλά ο γιος της θείας μου Alpay Chika που είναι επίσης διοικητής, πήγε στο σπίτι του με μια ομάδα στρατιωτών και τον φωνάζει: «Dayibey, Dayibey,» («Κύριε θείε, κύριε θείε»). Τους ανοίγει την πόρτα και τον παίρνουν και τον φέρνουν στο σπίτι μας στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου. Αργότερα επιδιόρθωσε ένα μικρό σπίτι στην οδό Αφροδίτης στην Αμμόχωστο και εγκαταστάθηκε εκεί. Το σπίτι αυτό το ονόμασε «Το μικρό σπίτι». Το όμορφο κονάτζι (αρχοντικό) του, στο οποίο πέρασε χρόνια, γεμάτο αναμνήσεις, είναι τώρα ο χώρος όπου περιφέρονται φίδια και ποντίκια. Και η θάλασσα που του έδινε νόημα για ζωή δεν υπάρχει πια - μένει σχεδόν χωρίς ανάσα χωρίς τη θάλασσα. Γιατί μετά το 1974, οι Αμμοχωστιανοί δεν μπορούσαν να πάνε στη θάλασσα - έπρεπε να διανύσουν 5-6 χιλιόμετρα για να φτάσουν στην κοντινότερη παραλία που ήταν είτε ο Bedis είτε ο Kocareis. Και αυτή δεν ήταν μια απόσταση που μπορούσε να διανύσει καθημερινά με το ποδήλατό του».
Ας αναπαυθούν εν ειρήνη
«Το 1985, ο μεγάλος μου θείος Ahmet πέθανε στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου. Ήταν ο μόνος και ο τελευταίος Τουρκοκύπριος που έζησε με τους κατοίκους του Βαρωσιού που έζησαν την τραγωδία του Βαρωσιού και που συνεχίζουν να τη ζουν. Δυστυχώς το Βαρώσι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως όπλο των λεγόμενων πολιτικών που πατούν πάνω στον πόνο της νοσταλγίας, του παρελθόντος και του πόνου των Βαρωσιωτών. Ahmet Kavaz Chavush και Ahmet Soyer Amerikali. Πέρασαν και αυτοί τον πόνο και τη δυστυχία αλλά και τις χαρές όλων από τις δύο κοινότητες της Κύπρου και έφυγαν, όπως τόσοι άλλοι. Ας αναπαυθούν και οι δύο εν ειρήνη».
Τα καλοκαίρια μου στο Βαρώσι
Περνούσα κι εγώ τις καλοκαιρινές μου διακοπές στο Βαρώσι, στο σπίτι του μεγάλου μου θείου Ahmet. Κάθε μέρα πηγαίναμε με το ποδήλατό του στην παραλία μπροστά από το ξενοδοχείο Constantia και απολάμβανα τον ήλιο, τη θάλασσα και τις μεγάλες βόλτες στην παραλία. Γυρίζαμε το μεσημέρι στο υπέροχο σπίτι στην οδό Ευριπίδου και τρώγαμε το μεσημεριανό γεύμα που είχε ετοιμάσει η θεία Fatma. Η θεία Fatma ήταν η κόρη του αδελφού του μεγάλου μου θείου Ahmet. Η θεία Fatma ζούσε με τον θείο Ahmet και το απόγευμα πήγαινα μαζί της στην εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου για να επισκεφτώ συγγενείς. Ας αναπαυθούν εν ειρήνη η θεία Fatma και ο μεγάλος μας θείος Ahmet Soyer. Έφυγαν από τη ζωή χάνοντας το σπίτι και τη θάλασσα στο Βαρώσι.
Το σπίτι του Ahmet Soyer στην οδό Ευριπίδου. Φωτογραφία από το 1949.