Πωλητές του δρόμου, μποξατζήδες

SEVGUL ULUDAG

Header Image
Στο παρελθόν γνωρίζαμε την πραγματική αξία των πραγμάτων

caramel_cy@yahoo.com

Τηλ: 99966518

Ο Πανίκος Στυλιανού, σε μία από τις αναρτήσεις του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, γράφει για τα παλιά: «Παναϋρκώτες, πραματευτάδες, πλανόδιοι (πλανόδιοι πωλητές). Πριν από περίπου έναν αιώνα η καθημερινή επιβίωση εξαρτιόταν από τον μόχθο των ανθρώπων στα χωράφια και από τις τροφές που φύτρωναν στην περιοχή γύρω από το χωριό τους. Τα τρόφιμα ήταν περιορισμένα. Κάποιοι περπατούσαν μεγάλες αποστάσεις για να βρουν τα απαραίτητα τρόφιμα. Στο χωριό μου, τις Γερακιές, οι επιλογές τροφίμων εξακολουθούσαν να είναι περιορισμένες. Οι κάτοικοι του χωριού είχαν κάποια παραγωγή τροφίμων από φυτά σε μικρούς κήπους ή μάζευαν από το δάσος ή τα ρέματα ό,τι μπορούσε να καταναλώσει η οικογένεια. Άγρια βότανα, μανιτάρια, άγρια φρούτα, σπόρους ή ρίζες φυτών και ό,τι άλλο μπορούσε να προσφέρει η φύση. Όσοι είχαν κυνηγετικά όπλα και ήταν τυχεροί, μπορούσαν να κυνηγήσουν άγρια πουλιά ή λαγούς. Κάποιοι άλλοι κυνηγούσαν αγρινά ή αγριοκάτσικα που έβοσκαν στο δάσος. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι που είχαν μερικές κατσίκες ή κότες ή γουρούνια στους στάβλους τους.

Το αμπέλι και τα σταφύλια θεωρούνταν ιερά φυτά για πολλά χρόνια στην Κύπρο. Έτσι στο χωριό η κύρια ενασχόληση ήταν τα αμπέλια. Από τα σταφύλια παρήγαγαν σιουτζιούκκο, κιοφτέρι, κρασί, ζιβανία, έψιμα = σιρόπι σταφυλιών και σταφίδες. Εκτός από την καλλιέργεια του αμπελιού υπήρχαν και άλλα δέντρα όπως ελιές, αμυγδαλιές, καρυδιές και λίγα οπωροφόρα δέντρα: μηλιές, αχλαδιές και συκιές».

Πανηγύρι στη Λάπηθο τη δεκαετία του 1950. Αναρτήθηκε στα ΜΚΔ στην ομάδα Cypriot memories.

Το πανηγύρι

«Ήταν πολύ δύσκολο ή αδύνατο να βρούμε άλλα τρόφιμα στο χωριό. Για τον λόγο αυτό, όταν υπήρχε μια γιορτή ενός γνωστού Αγίου ή το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα ή κατά την περίοδο που γιορταζόταν το Μπαϊράμι, σε ορισμένα χωριά γίνονταν μεγάλα πανηγύρια. Κατά τη διάρκεια αυτών των πανηγυριών, πολλοί χωρικοί φόρτωναν τα γαϊδούρια τους με τα δικά τους σπιτικά προϊόντα και πήγαιναν για να πουλήσουν αυτά τα προϊόντα και να αγοράσουν κάτι άλλο. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος πώλησης και αγοράς ήταν η ανταλλαγή προϊόντων. Το γνωστό δούναι και λαβείν ή αλισβερίσι. Στο συγκεκριμένο πανηγύρι συμμετείχαν και μεγαλέμποροι που πουλούσαν προϊόντα που έφερναν στην Κύπρο από άλλες χώρες. Η προετοιμασία άρχιζε μέρες πριν από κάθε πανηγύρι. Ο γάιδαρος και τα εμπορεύματα έπρεπε να προετοιμαστούν. Έπρεπε να ετοιμαστούν τα ρούχα για τα βράδια (για να κοιμούνται). Έπρεπε να έχουν μαζί τους κάποια ποσότητα νερού. Ο δρόμος ήταν μακρύς και τα μονοπάτια δύσκολα. Περνούσαν μέσα από στενά μονοπάτια σε κατηφορικές ή ανηφορικές πλαγιές, μέσα από δάση και ρηχά ποτάμια. Από πανηγύρι σε πανηγύρι. Τα βράδια ξάπλωναν σε αυτοσχέδια καταφύγια, όπως καλύβες ή ερειπωμένα σπίτια. Μέρη που μπορούσαν να προσφέρουν προστασία από το κρύο, τη βροχή, τις αλεπούδες και τους κλέφτες. Υπήρχαν και κάποιοι τυχεροί που νοίκιαζαν ένα δωμάτιο στα γνωστά ως «χάνια» της εποχής εκείνης».

Πανηγύρι στη Λάπηθο τη δεκαετία του 1950. (Cypriot memories)

Στη Μόρφου

«Το πανηγύρι στη Μόρφου ήταν ένα από τα πιο διάσημα στην περιοχή μας. Σε κοντινή απόσταση υπήρχε και το Χάνι της Πεντάγιας (5 Άγιοι) όπου διανυκτέρευαν κάποιοι χωρικοί. Εκτός από το πανηγύρι στη Μόρφου, διάσημο πανηγύρι ήταν και αυτό στο μοναστήρι του Κύκκου. Άλλα διάσημα πανηγύρια ήταν στο χωριό Λεύκα (όπου υπήρχε και παζάρι), στον Λιμνίτη και στο χωριό Καλοπαναγιώτης. Επιστρέφοντας στα σπίτια τους μετά από αρκετές μέρες, οι παναϋρκώτες (πλανόδιοι πωλητές) έφερναν μαζί τους όσπρια (μπιζέλια, φασόλια), κριθάρι, σιτάρι, αλεύρι και ό,τι άλλο θεωρούσαν απαραίτητο. Αντάλλασσαν τα δικά τους προϊόντα με άλλα αγαθά που δεν είχαν. Το κρασί και τη ζιβανία που παρήγαγαν τα πουλούσαν συνήθως σε καφενεία ή ταβέρνες της εποχής εκείνης για να μαζέψουν κάποια λεφτά για κάποιες άλλες βασικές ανάγκες».

Φεστιβάλ Αμμοχώστου 1920. Αναρτήθηκε από την Ανθία Λοφίτου Αγαθαγγέλου.

Οι πλανόδιοι

Εφόσον γεννήθηκα το 1958, θυμούμαι πολύ καλά τους πλανόδιους πωλητές. Όταν ήμουν παιδί, δεν υπήρχαν μεγάλα σουπερμάρκετ, παρά μόνο «μπακάλικα» (αγορές) και κάποιοι από αυτούς τους «μπακάληδες» έρχονταν με τα φορτηγάκια Morris τους για να φέρουν φρούτα και λαχανικά και άλλα αγαθά στη γειτονιά μας. Θυμούμαι έναν τέτοιο «μπακάλη», τον κ. Ahmet που ερχόταν με το γυαλιστερό του φορτηγάκι Morris και οι γυναίκες στη γειτονιά μας μαζεύονταν για να διαλέξουν τα φρούτα και τα λαχανικά που πουλούσε. Μερικές φορές ερχόταν ένα φορτηγό και οι πωλητές φώναζαν «Καρπούζι! Έχει καρπούζι!» και οι άνθρωποι έτρεχαν να αγοράσουν. Οι άνθρωποι έβαζαν τα καρπούζια αυτά κάτω από τα κρεβάτια τους και όταν ήθελαν ένα, το έπαιρναν, το έκοβαν και το έτρωγαν. Σήμερα δεν μπορούμε να φάμε ούτε μισό καρπούζι, πόσο μάλλον να αγοράσουμε 5-6».

Φεστιβάλ Αμμοχώστου 1920. Αναρτήθηκε από την Ανθία Λοφίτου Αγαθαγγέλου.

Οι μποξατζήδες

Υπήρχαν επίσης οι «μποξατζήδες» (από τη λέξη «μποξάς») που έρχονταν για να πουλήσουν διάφορα υφάσματα, σεντόνια, μαξιλαροθήκες, πετσέτες και άλλα τέτοια. Κάθονταν στον κήπο ή στο σαλόνι, άνοιγαν τους «μποξάδες» τους για να δείξουν τι είχαν να πουλήσουν.

Αργότερα αυτό εξελίχθηκε σε κάτι άλλο: Τέτοιοι πωλητές του δρόμου ερχόντουσαν με τα αυτοκίνητά τους γεμάτα πολύχρωμα υφάσματα, τα οποία μετρούσαν με ένα «αρσίν» (ένα αρσίν είναι 60 εκ.) και έκοβαν με ειδικό ψαλίδι το ύφασμα που θα γινόταν φόρεμα. Η μητέρα μου είχε μια μηχανή Singer και έτσι ήμουν συνηθισμένη σε αυτή τη μέτρηση «αρσίν», αφού πηγαίναμε και στην οδό Αράστα στη Λευκωσία όπου υπήρχαν κάποια γνωστά καταστήματα που πουλούσαν τέτοια υφάσματα. Ένα από αυτά τα μαγαζιά ήταν το μαγαζί του «Boyadji» - στην πραγματικότητα αυτό το μαγαζί ανήκε σε έναν Αρμένιο Κύπριο ο οποίος πούλησε ή έδωσε το μαγαζί του στο «Boyadji» όταν άρχισαν οι διακοινοτικές διαμάχες και έφυγε από την Κύπρο, όπως μου είπε κάποιος που εργαζόταν για πολλά χρόνια σε αυτό το μαγαζί. Το κατάστημα «Boyadji» ήταν πολύ κοντά στην Πράσινη Γραμμή, στην καρδιά της Λευκωσίας και ήταν ένα πολύ μεγάλο κατάστημα. Μου άρεσε να πηγαίνω εκεί με τη μητέρα μου αφού επέλεγε υφάσματα για τον εαυτό της και για μένα και έραβε στη μηχανή Singer τα πιο όμορφα φορέματα ή παντελόνια. Στη συνέχεια πηγαίναμε στο κατάστημα «Coshkun» για να διαλέξουμε κουμπιά για το φόρεμα και εκείνη διάλεγε τα πιο όμορφα κουμπιά για τα ρούχα που έραβε. Αγόραζε διάφορες χρωματιστές κλωστές και φερμουάρ και κουμπώματα για τις ανάγκες της ραπτικής της. Όταν τα αδέλφια της που είχαν μεταναστεύσει στο Λονδίνο επισκέπτονταν την Κύπρο, της έφερναν επίσης υλικά: μερικά κλωστές για να ράψει, κάποια υφάσματα για να φτιάξει ένα φόρεμα - μικρά πράγματα αλλά πολύ πολύτιμα για εκείνη, αφού χρησιμοποιούσε κάθε κομμάτι υφάσματος για να δημιουργήσει τα σχέδιά της. Αγόραζε επίσης το περιοδικό «Burda» και περνούσαμε αρκετή ώρα απλώνοντας και κόβοντας τα πατρόν σε λαδόκολλα που χρησιμοποιούσε για να φτιάξει παντελόνια ή φορέματα. Χρησιμοποιούσε ένα είδος λευκού σαπουνιού για να σημαδέψει το ύφασμα πριν κόψει με το ψαλίδι της Singer και μετά έραβε τα κομμάτια μαζί με λευκή κλωστή και κάναμε «πρόβα» για να δούμε αν όλα ταίριαζαν και να διορθώσει τα σημεία που δεν ταίριαζαν. Τέλος, το έραβε στη μηχανή της Singer και το φόρεμα ήταν έτοιμο αφού έβγαζε τις προηγούμενες βελονιές που είχε κάνει με λευκή κλωστή. Έκανε επίσης σχέδια στα φορέματά μου για να τα ράψει με πολύχρωμες χάντρες ή πολύχρωμες κλωστές. Πάντα σχεδίαζε σκίτσα των σχεδίων της σε ένα τετράδιο και αντίγραφε αυτά τα σχέδια σε λαδόκολλα για να τα βάλει στο φόρεμα ή την μπλούζα και να τα ράψει με χάντρες ή πολύχρωμες κλωστές. Τις περισσότερες φορές αυτά τα σχέδιά της ήταν με λουλούδια και φύλλα. Αυτές οι μπλούζες, τα φορέματα και τα παντελόνια ήταν μοναδικά και επειδή δεν υπήρχαν μεγάλα καταστήματα ρούχων εκείνη την εποχή, τα φορούσαμε με ευχαρίστηση.

Και αν συνέβαινε ένα ατυχές περιστατικό με μία από τις μπλούζες ή τα φορέματα, πάλι καθόταν και σχεδίαζε κάτι για να καλύψει ένα καμένο ή κατεστραμμένο σημείο σε αυτή την μπλούζα, ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε να τη φοράμε.

Ωραίες αναμνήσεις

Στο παρελθόν, τα πράγματα είχαν μεγάλη αξία και την αναγνωρίζαμε. Δεν πετούσες τίποτα και τα φορούσες όσο άντεχαν. Και τα περισσότερα άντεχαν πολύ καιρό. Ακόμα και τα πλεκτά πουλόβερ αποσυναρμολογούνταν, η κλωστή πλενόταν, στέγνωνε και ένα νέο πουλόβερ φτιαχνόταν από το ίδιο υλικό. Αυτό ήταν κάτι το συνηθισμένο και κανένας δεν παραπονιόταν και η μητέρα μου πάλι, σχεδίαζε και έπλεκε περίτεχνα, πολύχρωμα πουλόβερ για μένα.

Ακόμα φυλάω μερικά από αυτά τα πολύχρωμα πουλόβερ στο σεντούκι μου στη μνήμη της. Γιατί όλα αυτά, τα έκανε με πολλή αγάπη και φροντίδα, χωρίς ποτέ να παραπονιέται ότι «έπρεπε να τα κάνει» αλλά μάλλον τα έκανε με τρόπο που της έδινε τόση ευχαρίστηση να δημιουργεί πράγματα από τα υλικά που είχε. Αυτή ήταν για μένα η αξία της ζωής που μου δίδαξε. Ίσως μπορούμε να σκεφτούμε από πού ήρθαμε και πού πάμε για να δούμε ποιες είναι οι πραγματικές αξίες.

ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Λογότυπο Altamira

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων

Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.

Διαβάστε περισσότερα

Κάντε εγγραφή στο newsletter του «Π»

Εγγραφείτε στο Newsletter της εφημερίδας για να λαμβάνετε καθημερινά τις σημαντικότερες ειδήσεις στο email σας.

Ακολουθήστε μας στα social media

App StoreGoogle Play