Η τουρκική πολιτική στο Κυπριακό είναι ξεκάθαρη: επιδιώκει τη μονιμοποίηση της διχοτόμησης και τη δημιουργία ενός de facto τουρκικού κρατιδίου στα κατεχόμενα. Η ρητορική περί «πολιτικής ισότητας» αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για εδραίωση της τουρκικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η στασιμότητα δεν είναι αδράνεια αλλά στρατηγική. Και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί πλέον να περιορίζεται σε διπλωματικά σχήματα που δεν αποδίδουν.
Απαιτείται μια νέα, δυναμική στρατηγική, πολυεπίπεδη και συντονισμένη. Με νομικά, διπλωματικά, γεωπολιτικά και οικονομικά εργαλεία. Όχι αποσπασματικά αλλά με ενιαίο στόχο: την ανατροπή της τουρκικής στρατηγικής και την ενίσχυση της διεθνούς θέσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μια τέτοια στρατηγική χρειάζεται πολιτική βούληση, θεσμικό συντονισμό, εθνική συνεννόηση και ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας, με στήριξη από εξειδικευμένα στελέχη και επιστήμονες.
Κεντρικός άξονας πρέπει να είναι το διεθνές δίκαιο. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως το μόνο αναγνωρισμένο κράτος στην Κύπρο, οφείλει να προχωρήσει σε συστηματική νομική αντεπίθεση. Να τεκμηριώνει παραβιάσεις, να καταγγέλλει την Τουρκία σε διεθνή φόρα και δικαστήρια και να δημιουργήσει μόνιμους μηχανισμούς παρακολούθησης των παράνομων ενεργειών στα κατεχόμενα.
Παράλληλα, η εξωτερική πολιτική πρέπει να αναβαθμιστεί. Η Κύπρος οφείλει να εντάξει το Κυπριακό στις βασικές ανησυχίες της ΕΕ και να συνδέσει την πρόοδο των ευρωτουρκικών σχέσεων με τη συμπεριφορά της Άγκυρας στο νησί. Η ενίσχυση στρατηγικών σχέσεων με χώρες-κλειδιά όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ισραήλ μπορεί να δημιουργήσει συμμαχίες στη βάση κοινών συμφερόντων.
Η νέα στρατηγική δεν μπορεί να αγνοήσει τη γεωπολιτική πραγματικότητα. Η αποτροπή είναι βασικός άξονας κάθε σοβαρής πολιτικής. Η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται να ενισχύσει την Εθνική Φρουρά της με τρόπο που να ενισχύει την αποτρεπτική της ισχύ και να της επιτρέπει να λειτουργεί ως αξιόπιστος παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή. Η στρατηγική σχέση με την Ελλάδα, το Ισραήλ και τη Γαλλία, η συμμετοχή σε περιφερειακές αμυντικές δομές, δεν είναι μόνο κινήσεις στρατιωτικού ενδιαφέροντος. Είναι και πολιτικά μηνύματα ισχύος.
Τέλος, η οικονομική διάσταση είναι καθοριστική. Η ενίσχυση του ενεργειακού προγράμματος, η προώθηση του «EastMed», του «Great Sea Interconnector», της περαιτέρω αξιοποίησης των συμφωνιών με Αίγυπτο και Ισραήλ για την εξαγωγή φυσικού αερίου, καθώς και η στρατηγική προσέλκυση επενδύσεων, μπορούν να προσδώσουν στη Δημοκρατία μεγαλύτερη επιρροή.
Η Κύπρος δεν μπορεί να είναι επ’ αόριστον όμηρος της τουρκικής αδιαλλαξίας. Ούτε μπορεί να παραμένει παθητικός αποδέκτης των διεθνών εξελίξεων. Η νέα στρατηγική δεν είναι επιλογή πολυτελείας. Είναι ζήτημα επιβίωσης του κράτους και της κοινωνίας. Και απαιτεί μετάβαση από την πολιτική άμυνας στη στρατηγική αντεπίθεση. Μέσα από το δίκαιο, τη διπλωματία, την αποτροπή και την οικονομία. Μέσα από τη σοβαρότητα, τη συνέπεια και τη θέληση να αλλάξουμε το αφήγημα και δράση. Όχι μόνο εντός αλλά και εκτός συνόρων.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη