Ας το ξεκαθαρίσουμε εξαρχής: η αποκλειστική ευθύνη για το αδιέξοδο στο Κυπριακό ανήκει στην τουρκική πλευρά. Είναι η Τουρκία που αρνείται κάθε ουσιαστική συζήτηση , που επιμένει σε λύση δύο κρατών, που υπονομεύει το πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, που αμφισβητεί ευθέως τη διεθνή υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ελληνoκυπριακή πλευρά δεν έχει να απολογηθεί στο επίπεδο θέσεων αρχής. Το ζήτημα, όμως, είναι άλλο: με ποιον τρόπο διαχειριζόμαστε αυτή την τουρκική αδιαλλαξία , και εδώ ακριβώς είναι που η Προεδρία Χριστοδουλίδη φέρει βαρύτατη πολιτική ευθύνη. Γιατί αντί να συγκρουστεί πολιτικά με τη στρατηγική της Τουρκίας, την έχει ουσιαστικά ανεχτεί. Αντί να εστιάσει στην πολιτική πίεση, στη διεθνή ανάδειξη της τουρκικής γραμμής ως μη αποδεκτής, έχει επιλέξει έναν δρόμο τεχνικής “κινητικότητας” που, στο τέλος της ημέρας, νομιμοποιεί την ακινησία.
Ο χειρισμός που μέχρι σήμερα γίνεται μετατόπισε το βάρος του Κυπριακού σε επίπεδο Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Πρόκειται για πρωτοφανή διολίσθηση: το ζήτημα δεν είναι πλέον η κατάργηση και αποχώρηση του κατοχικού στρατού, η επιστροφή των προσφύγων και η κατάργηση εγγυήσεων. Το ζήτημα έγινε η επιτροπή για την ποιότητα του αέρα, οι τεχνικές συνομιλίες για τα μικροπλαστικά, οι συμβουλευτικές ομάδες της κοινωνίας των πολιτών. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα, εφόσον εντάσσονταν ως υποβοηθητικά εργαλεία μέσα σε ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης. Όταν όμως γίνονται το κεντρικό αφήγημα, τότε το πολιτικό περιεχόμενο εξαφανίζεται. Και ακριβώς εδώ βρίσκεται το πρόβλημα: ο Νίκος Χριστοδουλίδης έχει μετατρέψει το Κυπριακό σε πεδίο διαχείρισης εντυπώσεων. Κάνει κινήσεις που δίνουν την αίσθηση εξέλιξης, χωρίς να υπάρχει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Δηλώνει ικανοποιημένος επειδή “εφαρμόστηκαν τέσσερα από τα έξι ΜΟΕ”, ενώ τα οδοφράγματα παραμένουν κλειστά, ο στρατός κατοχής παραμένει αμετακίνητος, και η τουρκική πλευρά κλιμακώνει τις αξιώσεις και τα θέλω της.
Δεν του ζητά κανείς να επιλύσει το Κυπριακό απέναντι σε έναν συνομιλητή που απορρίπτει τη λύση. Δεν του ζητάμε να κάνει θαύματα. Αλλά του ζητάμε να μην υποβαθμίζει την ουσία του προβλήματος, να μην αφήνει να ενισχύεται η εντύπωση ότι το Κυπριακό είναι θέμα “έλλειψης εμπιστοσύνης” μεταξύ δύο κοινοτήτων. Γιατί αυτό ακριβώς εξυπηρετεί η τουρκική στρατηγική: να υποβιβάσει το πρόβλημα σε επίπεδο “συνεργασίας” και να διαγράψει το πλαίσιο που μιλά για εισβολή, κατοχή και διεθνές δίκαιο. Και δυστυχώς, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας φαίνεται να ακολουθεί αυτή την μετάλλαξη σιωπηλά. Στην πενταμερή της Νέας Υόρκης είναι προφανές οτι δεν έγινε τίποτα το ουσιαστικό. Καμία πρόοδος στα σημεία διέλευσης, καμία δέσμευση για επανέναρξη συνομιλιών, κανένας διεθνής μοχλός πίεσης προς την Άγκυρα. Μόνο επιτροπές και εννοείται ... πληθώρα από ευχαριστίες. Ούτως ή αλλως ο πρόεδρος μας σε αύτα είναι, με αμάχητο τεκμήριο, απο τους ικανότερους .
Κι όμως, η επίσημη αφήγηση κάνει λόγο για “ πρόοδο”. Πρόκειται για πολιτική αυταπάτη.
Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι επιστροφή στη σοβαρότητα. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να παίζει τον ρόλο του διαχειριστή τεχνικών υποθέσεων. Χρειάζεται ηγεσία που να λέει τα πράγματα με το όνομά τους: ότι η Τουρκία είναι το πρόβλημα, ότι η λύση δύο κρατών δεν μπορεί να είναι αποδεκτή, ότι το Κυπριακό είναι θέμα παραβίασης του διεθνούς δικαίου. Αντί για αυτό, η εικόνα που δίνεται προς τα έξω είναι πως η Λευκωσία απλώς προσπαθεί “να κρατήσει τη διαδικασία ζωντανή”, ακόμα κι αν η διαδικασία αυτή έχει πάψει προ πολλού να έχει πολιτικό περιεχόμενο. Μας θλίβει και μας πληγώνει η αποτυχία όπως ασφαλώς και το μέχρι σήμερα αδιέξοδο. Δεν παραβλέπουμε ,δεν υποβάθμιζουμε αλλά καταδικάζουμε καθώς και θεωρούμε αρνητικό καταλύτη για τις εξελίξεις την τουρκική αδιαλλαξία. Αλλά δεν μπορούμε να σιωπήσουμε μπροστά σε μια διαχείριση που χαμηλώνει συνεχώς τον πήχη των προσδοκιών, μέχρι τελικά να μην υπάρχει τίποτα να διαπραγματευτείς.
Η ιστορία δεν θα κρίνει τον Χριστοδουλίδη τόσο επειδή δεν έλυσε το Κυπριακό όσο θα τον κρίνει επειδή άλλαξε το ερώτημα.