Η φωτιά έσβησε. Το μόνο που έμεινε να καίει είναι η ντροπή της Πολιτείας. Μηδέν αντανακλαστικά, μηδέν σχέδιο, μηδέν ντροπή. Άφησαν ανθρώπους να παλεύουν μόνοι τους για να σώσουν τα σπίτια, τις ζωές, τα ζώα τους. Άφησαν χωριά ολόκληρα στο έλεος της πύρινης λαίλαπας. Για άλλη μια φορά.
Και τώρα, μετράμε στάχτες. Μιλάμε για ζημιές εκατοντάδων ίσως εκατομμυρίων. Μιλάμε για σπίτια που χάθηκαν, περιουσίες που έγιναν κάρβουνο, ζωντανά που κάηκαν, καλλιέργειες και γεωργικές επιχειρήσεις που καταστράφηκαν, κόποι ζωής που σβήστηκαν μέσα σε λίγα λεπτά. Μιλάμε για ανθρώπινες ζωές. Τελεία.
Και ποιος έτρεξε και τρέχει να στηρίξει αυτούς τους ανθρώπους που έμειναν χωρίς στέγη, χωρίς δουλειά, χωρίς τίποτα; Πάλι οι εθελοντές. Πάλι οι «άσχετοι». Αυτοί που δεν περίμεναν εντολές από κάποιο υπουργείο, ούτε πήγαν να κάνουν δημόσιες σχέσεις σε συντονιστικά κέντρα. Πήγαν για να βοηθήσουν. Πήγαν γιατί νοιάζονται.
Η Πολιτεία; Μόνο λόγια. Υποσχέσεις για αποζημιώσεις, εξαγγελίες για εκατομμύρια, ανακοινώσεις για μέτρα στήριξης. Το ίδιο έργο ξανά και ξανά. Και όλοι ξέρουμε πώς πάει το πράγμα. Αιτήσεις, επιτροπές, καθυστερήσεις, απογοήτευση. Λένε ότι θα κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να τελειώσει όσο πιο σύντομα αυτός ο εφιάλτης και αυτη η ταλαιπωρία. Δεν τους πιστεύουμε πια. Δεν τους εμπιστευόμαστε. Γιατί όταν έχεις δει και στο παρελθόν πώς λειτουργεί αυτό το σύστημα, ξέρεις πολύ καλά τι σημαίνει το «θα σας αποζημιώσουμε».
H χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για παροχή οικονομικής βοήθειας ύψους 100 εκατομμυρίων ευρώ στους πυρόπληκτους, από μόνη της δεν λέει απολύτως τίποτα. Την ώρα της κρίσης ήταν απόντες. Την ώρα της καταστροφής, κοιτούσαν αλλού. Τώρα, στην ώρα της αποκατάστασης, εξακολουθούν να σιωπούν. Όμως η σιωπή τους είναι εκκωφαντική. Και η απουσία τους εξοργιστική. Δεν γίνεται να καίγεται ξανά η μισή Κύπρος και να μας λένε ότι «έγινε ό,τι μπορούσε να γίνει». Δεν γίνεται να εγκαταλείπεται η ύπαιθρος στην τύχη της και μετά να μιλούν για αντοχές και προτεραιότητες. Δεν γίνεται να χάνονται ζωές, σπίτια και δουλειές, και η κρατική μηχανή να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, αντί να τις προλαβαίνει.
Την ίδια ώρα, εκεί έξω, άνθρωποι χωρίς θεσμική ιδιότητα, χωρίς υποχρέωση, σηκώνουν το βάρος. Κουβαλούν νερά, τρόφιμα, ψυχολογική στήριξη, ελπίδα. Δίνουν από το υστέρημά τους, από τον χρόνο τους, από την ψυχή τους. Για να μην νιώθει κανείς μόνος του. Για να μην τους αφήσουμε να καούν και δεύτερη φορά, αυτή τη φορά μέσα στη μοναξιά και την εγκατάλειψη.
Αν υπάρχει κάτι χειρότερο από τη φωτιά, είναι το να σε αφήνουν να καείς. Και μετά να σου λένε «θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε». Όχι, δεν θα δούμε. Θα κάνετε. Και αν δεν μπορείτε, φύγετε από τη μέση. Γιατί αυτό που χρειάζεται τώρα ο κόσμος είναι πράξεις. Όχι άλλες κάμερες, όχι άλλες ανακοινώσεις, όχι άλλες κούφιες δηλώσεις. Η εμπιστοσύνη χάθηκε. Μαζί με τα σπίτια τους. Και αυτό δεν ξαναχτίζεται εύκολα.