Του Ανδρέα Γρ. Ορφανίδη*
Η μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία αποτελεί ένα από τα βασικά εμπόδια για την ειρηνική επίλυση του κυπριακού προβλήματος και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο. Παρότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από το 2004 και αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα, η Τουρκία συνεχίζει να την αγνοεί, ενισχύοντας ταυτόχρονα την υποτελή σ’ αυτήν «ΤΔΒΚ» στα κατεχόμενα εδάφη. Η στάση αυτή έχει πολλαπλές επιπτώσεις, τόσο για την ίδια την Τουρκία όσο και για την Κυπριακή Δημοκρατία, επηρεάζοντας τις γεωπολιτικές ισορροπίες και τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού.
Στη σκιά της πρόσφατης διευρυμένης συνόδου για το Κυπριακό στη Νέα Υόρκη, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και τη συμμετοχή βασικών εμπλεκομένων, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Μεγάλη Βρετανία, και η Τουρκία, κατέστη για άλλη μια φορά σαφές ότι το μόνο αποδεκτό πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού είναι εκείνο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως καθορίζεται από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η τοποθέτηση αυτή, που επαναβεβαιώθηκε με έμφαση και συλλογική σαφήνεια από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, τη Μ. Βρεττανία και την Ελλάδα, απομονώνει περαιτέρω τις τουρκικές επιδιώξεις για λύση δύο κρατών και αναδεικνύει το στρατηγικό αδιέξοδο της Άγκυρας.
Η εμμονή της Τουρκίας στη μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει πυρήνας ενός πολυδιάστατου προβλήματος που υπερβαίνει το διμερές επίπεδο και αποκτά διαστάσεις γεωστρατηγικής αστάθειας στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο. Ενώ η Κυπριακή Δημοκρατία είναι από το 2004 πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΕ, η Τουρκία, παρά τις δεσμεύσεις που ανέλαβε ως υποψήφια χώρα, εξακολουθεί να μην την αναγνωρίζει επισήμως και να στηρίζει το κατοχικό καθεστώς στα κατεχόμενα εδάφη της νήσου. Η θέση αυτή δεν είναι απλώς νομικά προβληματική. Έχει σημαντικές συνέπειες στην περιφερειακή σταθερότητα, στην ενεργειακή ασφάλεια, και στην ίδια την πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ. Η συνέχιση αυτής της πολιτικής από την Άγκυρα περιορίζει δραστικά τη διεθνή επιρροή της. Παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις περί εξευρωπαϊσμού, η Τουρκία απέτυχε να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις ένταξης στην ΕΕ, με βασική αιτία την άρνησή της να επεκτείνει το Πρωτόκολλο της Άγκυρας και προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Το αποτέλεσμα είναι η πλήρης στασιμότητα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, στις οποίες η Κύπρος, ως κράτος-μέλος, ασκεί αποτελεσματικά το δικαίωμα αρνησικυρίας. Η μη αναγνώριση μετατρέπεται, έτσι, από τακτική άρνηση σε στρατηγική αυτοϋπονόμευσης των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Άγκυρας.
Η απομόνωση αυτή δεν περιορίζεται στην Ευρώπη. Η τουρκική στάση δυσχεραίνει τη συνεργασία της χώρας με διεθνείς θεσμούς, καθώς και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τους εταίρους της Δύσης. Η ενίσχυση του ψευδοκράτους με οικονομικά, διοικητικά και στρατιωτικά μέσα, και οι επεμβάσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, καταρρακώνουν κάθε ίχνος αυτονομίας και καθιστούν την Τουρκία ως δύναμη κατοχής, όχι ως ειρηνευτικό παράγοντα. Από την άλλη, η Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ έχει τη διεθνή αναγνώριση και το νομικό πλεονέκτημα, καλείται να διαχειριστεί τις πρακτικές συνέπειες της τουρκικής άρνησης. Η προώθηση από την Άγκυρα της αντίληψης περί «κυριαρχικής ισότητας» και η εμμονή σε λύση δύο κρατών, λειτουργούν ως συστηματική υπονόμευση των προσπαθειών επανένωσης. Ενδεικτική είναι η ρητορική του Τούρκου Προέδρου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη, που απορρίπτουν ρητά την επανένωση και προωθούν τη διχοτόμηση.
Οι επιπτώσεις της τουρκικής στάσης είναι αισθητές και στο πεδίο της ενέργειας. Η Κυπριακή Δημοκρατία, παρά τα διεθνώς αναγνωρισμένα κυριαρχικά δικαιώματά της στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της, αντιμετωπίζει διαρκείς παρενοχλήσεις από το τουρκικό ναυτικό και σεισμογραφικές δραστηριότητες σε θαλάσσιες περιοχές εντός της ΑΟΖ. Η ενεργειακή πολιτική της Άγκυρας δεν στοχεύει στην περιφερειακή συνεργασία, αλλά στην επιβολή διά της ισχύος, γεγονός που οδηγεί στην περαιτέρω περιθωριοποίησή της από περιφερειακά σχήματα συνεργασίας, όπως το East Med Gas Forum. Αντιθέτως, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει καταφέρει να συγκροτήσει ένα πλέγμα περιφερειακών συμμαχιών με χώρες-κλειδιά της Ανατολικής Μεσογείου, όπως η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Γαλλία. Οι τριμερείς και τετραμερείς συνεργασίες, που επεκτείνονται από την ενέργεια στην άμυνα και την ψηφιακή οικονομία, εδραιώνουν την Κύπρο ως πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή. Ταυτόχρονα, προωθούν ένα μοντέλο συνεργασίας που βασίζεται στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των αρχών καλής γειτονίας, ενισχύοντας την εικόνα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως υπεύθυνου και αξιόπιστου διεθνούς δρώντα.
Η πρόσφατη σύνοδος στη Νέα Υόρκη κατέδειξε ότι η διεθνής κοινότητα δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί λύσεις εκτός του καθιερωμένου πλαισίου του ΟΗΕ. Ο ίδιος ο Αντόνιο Γκουτέρες επανέλαβε ότι η βάση λύσης του Κυπριακού παραμένει η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως ορίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η Ελλάδα, με σαφή λόγο, επαναβεβαίωσε τη στήριξή της στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ η Μεγάλη Βρετανία –παρά τις παλαιότερες επιφυλάξεις της– ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τη θέση του ΟΗΕ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο σε επίπεδο Επιτροπής όσο και Συμβουλίου, δήλωσε απερίφραστα ότι η μόνη αποδεκτή λύση είναι αυτή που στηρίζεται στις αποφάσεις του ΟΗΕ, στις αρχές της και στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ως εκ τούτου, η Τουρκία καλείται να επανεξετάσει τη στρατηγική της υπό το πρίσμα των σύγχρονων γεωπολιτικών και ενεργειακών δεδομένων. Η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η συμβολή της σε μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού μπορούν να προσφέρουν στην ίδια τη χώρα πρόσβαση σε νέα περιφερειακά σχήματα συνεργασίας, ενίσχυση του διεθνούς της προφίλ και άρση εμποδίων στην ευρωπαϊκή της προοπτική. Η διεθνής κοινότητα, και ιδίως η ΕΕ ως θεσμικός εγγυητής, έχει καθοριστικό ρόλο να διαδραματίσει. Οφείλει να ασκήσει πίεση για την επανέναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, να ενισχύσει τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στη διαδικασία και να διασφαλίσει τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των ευρωπαϊκών αρχών ως θεμέλιο για μια δίκαιη και λειτουργική λύση.
Η Τουρκία, υπό την πίεση των οικονομικών της προβλημάτων, την αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και την ανάγκη εξισορρόπησης σχέσεων με Δύση και Ρωσία, καλείται να επανεξετάσει τις επιλογές της. Η εμβάθυνση της διεθνούς της απομόνωσης και η αδυναμία της να επηρεάσει τα ενεργειακά δρώμενα στην Ανατολική Μεσόγειο εντείνουν τη στρατηγική της αμηχανία. Εφόσον επιθυμεί να έχει λόγο στις νέες αρχιτεκτονικές συνεργασίας της περιοχής και να επανεκκινήσει την ευρωπαϊκή της πορεία, η Τουρκία θα πρέπει να αποδεχθεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως το μόνο νόμιμο κράτος στο νησί.
Για την Κυπριακή Δημοκρατία, η επόμενη ημέρα απαιτεί αποφασιστική ενίσχυση της διεθνούς της παρουσίας. Η επίτευξη μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης περνά μέσα από την ενίσχυση της δημόσιας διπλωματίας, ασφάλειας και άμυνας, την ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, την ανάδειξη των οφελών της επανένωσης και την εμβάθυνση των σχέσεων με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ο διάλογος, όσο δύσκολος και αν φαντάζει, είναι μονόδρομος. Η ειρήνη στην Κύπρο δεν μπορεί να εδραιωθεί πάνω σε δύο χωριστά κράτη. Μπορεί όμως να οικοδομηθεί σε ένα ομοσπονδιακό μοντέλο που θα εξασφαλίζει την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες όλων των Κυπρίων. Η πρόσφατη δυναμική που καταγράφηκε στη Νέα Υόρκη μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας νέας πορείας – εφόσον υπάρξει πολιτική βούληση, συνέπεια και πίστη στη δύναμη της ειρηνικής συνύπαρξης. Ο χρόνος που περνά δεν λειτουργεί υπέρ κανενός. Αντίθετα, παγιώνει τετελεσμένα, ενισχύει την καχυποψία και υπονομεύει την προοπτική μιας ευημερούσας, επανενωμένης Κύπρου. Όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και η διεθνής κοινότητα οφείλουν να εργαστούν έντονα και αποτελεσματικά για να κρατήσουν ανοιχτό τον δρόμο προς τη λύση. Διότι το Κυπριακό δεν είναι ζήτημα του παρελθόντος. Είναι το μέλλον, όχι μόνο των Κυπριων, αλλά και της ευρύτερης περιοχής με παγκόσμιες γεωστρατηγικές επιπτώσεις.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη.