Η συζήτηση για μια νέα εμπορική συμφωνία μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE) επιστρέφει δυναμικά στο διεθνές προσκήνιο, υπό το βάρος της ιδιορυθμης δασμολογικής προσέγγισης του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, της αυξανόμενης γεωπολιτικής αβεβαιότητας και της ανάγκης για ενίσχυση των διατλαντικών δεσμών. Παρά την αποτυχία της TTIP το 2016, η σημερινή συγκυρία καθιστά μια τέτοια συμφωνία πιο επίκαιρη από ποτέ.
Οι δύο πλευρές αποτελούν τις μεγαλύτερες και πιο αλληλεξαρτώμενες οικονομίες παγκοσμίως, με το συνολικό διμερές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών να ξεπερνά τα 1,6 τρισεκατομμύρια ευρώ. Ενίσχυση αυτής της ήδη στέρεης βάσης μέσω μιας θεσμοθετημένης συμφωνίας θα μπορούσε να αποφέρει πολλαπλά οικονομικά οφέλη, επιταχύνοντας την ανάπτυξη και αυξάνοντας τις θέσεις εργασίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Πέρα από την οικονομική διάσταση, η σημασία μιας τέτοιας συμφωνίας αποκτά και ξεκάθαρη γεωπολιτική προέκταση. Η εντεινόμενη αντιπαράθεση με την Κίνα, οι αβεβαιότητες γύρω από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, και η επιστροφή σε λογικές προστατευτισμού από μεγάλες δυνάμεις, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για έναν ισχυρό, δημοκρατικό και πολυμερή εμπορικό άξονα μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Μια τέτοια συμφωνία δεν θα ήταν απλώς εμπορική – θα λειτουργούσε και ως εργαλείο στρατηγικής σταθερότητας και προώθησης κοινών αξιών σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και πολυπολικότητα. Η εναρμόνιση κανονιστικών πλαισίων αποτελεί έναν από τους κύριους μοχλούς προς αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο, οι δυσκολίες είναι σημαντικές. Η ιδιορυθμη δασμολογική προσέγγιση και ο σκεπτικισμό ή και εχθρότητα απέναντι σε πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες του Προέδρου των ΗΠΑ, και η ιστορία της TTIP, που εγκαταλείφθηκε λόγω πολιτικών ενστάσεων και κοινωνικών αντιδράσεων σε χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, λειτουργούν ως βαρίδια.
Επιπλέον, οι φόβοι των ευρωπαϊκών κοινωνιών για την απώλεια ελέγχου σε καίριους τομείς, όπως η αγροτική παραγωγή και η δημόσια υγεία, και η αντίδραση στην επιρροή των πολυεθνικών εταιρειών, συνεχίζουν να υφίαστανται. Παρ' όλα αυτά, η παρούσα γεωπολιτική δυναμική και η αμοιβαία ανάγκη για οικονομική ανθεκτικότητα καθιστούν σαφές ότι η ώρα για αναβίωση της διατλαντικής εμπορικής συμφωνίας είναι ώριμη.
Συμπερασματικά, εφόσον ΕΕ και ΗΠΑ επιδείξουν πολιτική βούληση και στρατηγική διορατικότητα, μπορούν να ξεπεράσουν τις προκλήσεις και να διαμορφώσουν ένα νέο πλαίσιο εμπορικής συνεργασίας που να σέβεται τις εθνικές ευαισθησίες και ταυτόχρονα να ενισχύει το κοινό συμφέρον. Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, μια τέτοια συμφωνία θα αποτελούσε όχι απλώς οικονομική πράξη, αλλά θεμελιώδη πολιτική επιλογή.